Κεφάλαιο 6

2K 105 21
                                    

Ο καιρός περνούσε. Είχαν ήδη περάσει 3 μήνες. Ο Δημήτρης και εγώ ήμασταν πλέον μαζί. Είμαι πολύ χαρούμενη. Ο Δημήτρης είναι πολύ καλός και μ' αγαπάει και με προσέχει. Και τον αγαπώ και εγώ.

Με την Άννα είμαστε πλέον κολλητες. Έχει ένα αγόρι από την σχολή. Γιώργο τον λένε. Φαίνεται χαρούμενη μαζί του αλλα, για να πω την αλήθεια, δεν μου γεμίζει το μάτι. Αλλά αν της αρεσει εγώ πάω πάσο.

Με τον Νίκο είμαστε πολύ κοντά. Είμαστε κολλητοί. Συνεχίζει να με συνοδεύει και αυτό με κάνει τόσο χαρούμενη. Χαίρομαι που τον βλέπω κάθε πρωί. Παρόλο που είμαι με τον Δημήτρη, τα αισθήματα μου για τον Νίκο δυναμώνουν. Έχω μάθει πλέον πολλά γι' αυτόν. Είναι 24 χρόνων και έχει μια μικρότερη αδερφή, γύρω στα 20, και μένει μόνος. Γαμώ τον θέλω τόσο πολύ. Αλλά με τον Δημήτρη είμαι χαρούμενη, γαμώ τι θα κάνω;

Ήταν 19:00 και είχε έρθει ο Νίκος σπίτι να αράξουμε και να παραγγείλουμε. Καθόμασταν και βλέπαμε τηλεόραση.

«Και πως πάει με αυτόν;» με ρώτησε.

«Καλά. Είμαι χαρούμενη μαζί του» του απάντησα και χαμογέλασε.

Νίκος POV
Γαμώτο γιατί; Την θέλω τόσο γαμημενα πολύ. Από την πρώτη στιγμή που την είδα, που μου άνοιξε εκείνο το μεσημέρι την πόρτα για να μιλήσουμε, από τότε δεν την βγάζω από το μυαλό μου. Αλλά είναι τώρα πια αργά. Την κέρδισε άλλος. Είμαι ένας ηλίθιος. Έπρεπε να την είχα διεκδικήσει από την αρχή. Όμως τώρα... Τώρα πάει πέταξε. Τουλάχιστον την πηγαίνω σχολείο και πολλές φορές, όπως τώρα, με καλεί σπίτι της για να δούμε ταινίες και να παραγγείλουμε.

Τέλος POV

Γαμώτο γιατί το ειπα τώρα αυτό; Αφού δεν με κάνει όσο χαρούμενη όσο ο Νίκος. Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα γιατί δεν πάει άλλο. Καλά το ότι δεν με θέλει το ξέρω.

Καθόμασταν στον καναπέ και μιλούσαμε, είχα χάσει τις ώρες. Λένε ότι όταν είσαι με κάποιον που αγαπάς η ώρα περνάει τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνεις.

Έτσι ξύπνησα και εγώ στις 10 και κάτι, πρωί Σαββάτου, από το χτύπημα του κουδουνιού. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και ήμουν σχετικά καλά. Σχετικά ευπρεπείς. Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα. Μπροστά μου δυο μπάτσοι να στεκονται.

«Η Μαρία Παπαδόπουλου;» με ρωτησε ο ένας από τους δυο.

«Η ίδια» είπα.

«Πρέπει να έρθετε στο τμήμα μαζί μας» μου είπε πάλι ο ίδιος. Τα έχασα. Τι έχω κάνει; Δεν έχω κάνει κάτι. Δεν έχω περάσει τα όρια χωρίς τον Νίκο, εκτός από εκείνη την μέρα που πήγα για καφέ με τον Δημήτρη αλλά μου είπε ότι θα με καλύψει. Άρα;

«Τι εκανα;» ρώτησα χαμένη.

«Θα σας μεταφέρουμε στο τμήμα και θα σας μιλήσουν εκεί οι συνάδελφοι» μου απάντησε ο άλλος. Αχ, ας βάλει ο Θεός το χέρι του.

Έβαλα παπούτσια και τους ακολουθησα στο περιπολικό μέχρι το τμήμα. Εκεί με πήγαν σε ένα γραφείο και με άφησαν. Δεν ήταν κανείς μέσα. Καθόμουν σε μια καρέκλα. Καθόμουνα σε αναμμένα κάρβουνα. Σκέψεις περιτριγύριζαν το μυαλό μου. Του τύπου τι εκανα; Και αν εκανα κάτι που δεν έπρεπε; Από τότε που με συνέλαβαν δεν έχω ξανά κλέψει.

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μεσήλικας άντρας και από πίσω του ήταν... ο Νίκος; Ώπα κάτσε, τι;

«Δεσποινίς Μαρία. Καλημέρα πρώτα από όλα. Είμαι σίγουρος ότι θα θέλατε να μάθετε για ποιό λόγο ειστε εδώ» μου είπε με ύφος.

«Ναι σωστά νομιζετε» του απάντησα.

«Λοιπόν, έχουν περάσει 3,5 μήνες από την αποφυλάκιση σας. Παρακολουθώντας το βραχιολάκι σας παρατηρήσαμε ότι δεν έχετε περάσει τα όρια χωρίς τη συνοδεία του κυρίου Νικολάου Ιωάννου» μου είπε. Παναγία μου.

«Που θέλετε να καταλήξετε;» τον ρώτησα.

«Μετά από έναν διάλογο με τον κύριο Ιωάννου αποφασίσαμε κάποια πράγματα» είπε και έκανε μια παύση. Δεν μίλησα. Περίμενα με υπομονή.

«Από αυτή τη στιγμή, σας καθιστούμε ελεύθερη» είπε και μου έκοψε το βραχιολάκι.

«Όντως;» ρώτησα έκπληκτη.

«Ναι» μου είπε ο Νίκος με χαμόγελο.

«Δεσποινίς Μαρία είστε ελεύθερη και κύριε Ιωάννου έχετε διήμερη άδεια. Μπορείτε να φύγετε» είπε ο κυριούλης.

Συκωθηκα πάνω, έπιασα το χέρι του Νίκου και άρχισα να τον τραβάω στους διαδρόμους. Παρά τα λόγια του να ηρεμήσω δεν τον άκουσα. Βγήκαμε έξω στον δρόμο και τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά. Και με αγκάλιασε και αυτός. Τόσους μήνες περίμενα αυτή τη στιγμή.

«Σε ευχαριστώ τόσο πολύ!!» φώναζα ενώ ήμουν μέσα στην αγκαλιά του.

«Τίποτα μικρούλα. Τα καλύτερα για σένα» μου είπε. Ω μωρέ.

«Πάμε, πάμε. Αυτή τη μέρα κάνω ό,τι θες. Θα σε πάω για ψώνια, για φαγητό για ό,τι θες και δεν δέχομαι το όχι» του ειπα.

«Εντάξει» μου είπε και με ακολούθησε.

**********************************
Γεια σας!!

Νέο κεφάλαιο!!

Αστεράκι και κόμμεντ.

Ο μπάτσος μουOù les histoires vivent. Découvrez maintenant