Κεφάλαιο 46 Τσακωμοί

56 8 6
                                    

  Οι τέσσερεις φίλοι αποχαιρέτησαν τον Άρη και εγκατέλειψαν την πολυκατοικία, όλοι τους υπερβολικά βυθισμένοι στις σκέψεις για να προσέξουν τη ξανθιά τούφα που πεταγόταν πάνω από τα όρια ενός κοντινού θάμνου στην πυλωτή του κτηρίου. Η Chloe είδε τους εφήβους να βγαίνουν και βιάστηκε να τους ακολουθήσει καταρασσόμενη την δειλία της, που δεν είχε το κουράγιο να τους κατασκοπεύσει ως το διαμέρισμα του περίφημου ξαδέρφου. Το κουράγιο να τους ρωτήσει μια κι έξω από την άλλη δεν χρειάζεται καν να το αναφέρουμε, καθώς απουσίαζε ακόμα και η ιδέα του.
  Απηυδησμένη πήρε πάλι το λεωφορείο για το κέντρο έχοντας ελαφρύτερη τσέπη και μια βαρύτερη κοτρώνα στο στομάχι της. Αυτή τη φορά τόλμησε να καθίσει λίγο πιο κοντά στην παρέα για να κρυφακούσει καλύτερα και μʼ αυτό το σχέδιο στο μυαλό, παλουκώθηκε μόλις  δύο θέσεις πίσω από την Marinette. «...τώρα;» έπιασε την τελευταία λέξη του Nino και γεμάτη περιέργεια έσκυψε πιο μπροστά στη θέση της. «Σσσς! Αφήστε το για τώρα. Θα τα πούμε σπίτι μου», βιάστηκε να διακόψει η Alya κάνοντας την Chloe να χτυπήσει εκνευρισμένη το χέρι της στο κάθισμα. Τρομοκρατημένη  έλεγξε προσεχτικά την παρέα που δεν φάνηκε να την είχε ακούσει.
  Ο Nino, ωστόσο, αν και άργησε λίγο να επεξεργαστεί τον ήχο, έχασε τον αγώνα με την περιέργεια και τέντωσε τον λαιμό του στρεφόμενος προς την κατεύθυνση του ήχου. Όντας καθισμένος αντικριστά με τις δύο φίλες του, δεν του ήταν και πολύ δύσκολο να εντοπίσει το ασυνήθιστα γνωστό ξανθό κεφάλι. Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη. «Nino, τί έγινε;» ρώτησε η Alya και η Chloe, γεμάτη περιέργεια σήκωσε το βλέμμα μόνο και μόνο για να ανταλλάξει ματιές με το σκουρόδερμο αγόρι. Πανικόβλητη και μες τη βιασύνη της να κρυφτεί - λες και δεν την είχε ήδη δει ο Nino - χτύπησε το κεφάλι της στο μπροστινό κάθισμα.
  «Chloe;» ακούστηκαν τέσσερεις συγχρονισμένες φωνές κι όταν η κοπέλα σήκωσε πάλι το πονεμένο της κεφάλι, ο Max, η Marinette, ο Nino και η Alya, ανασηκωμένοι στα καθίσματά τους, την κάρφωναν με βλέμματα απορίας. Την έβαψα. Τί βλάκας που είμαι! Χτύπησε το χέρι στο μέτωπό της βγάζοντας μια κρυαγή, σαν πέτυχε το νεοσύστατο εκεί καρούμπαλο. «Άουτς! Τί είναι;» ρώτησε επιθετικά κάνοντας τάχα την αθώα, αλλά το κόλπο της δεν φάνηκε να πιάνει. Η παρέα συνέχισε να την καρφώνει, αυτή τη φορά με απηυδησμένα βλέμματα. Αν συνεχίσω να κάνω τη χαζή, θα τους πείσω; Διαπραγματεύρηκε για λίγο την επόμενη κίνησή της, προτού αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη της.
  «Ήρθα για να δω μια ξαδέρφη μου. Μη μου πείτε ότι απαγορεύεται κι αυτό;» απάντησε με λίγο από το παλιό της σνομπ ύφος να επανέρχεται στη φωνή της μετά από τόσες βδομάδες. Αυτή είναι η Chloe που ξέρω και αγαπώ! Παρατήρησε η Marinette και οι άκρες των χειλιών της στράφηκαν ελαφρώς προς τα πάνω. Ξαφνικά ένιωσε ένα γαργαλητό στην παλάμη της και σηκώνοντάς την πρόσεξε ότι, το σημείο του καθίσματος που έπιανε, φαινόταν πιο καινούριο από το υπόλοιπο, ενώ θα ορκιζόταν ότι αχνοφαινόταν μια πασχαλίτσα, σχεδιασμένη θαρρείς με λίγο πιο ανοιχτό χρώμα από το υπόλοιπο. Την κοίταξε προβληματισμένη. Αυτό ήταν πάντα εκεί;
  Η Alya την σκούντησε ελαφρά, καθώς το λεωφορείο έπαιρνε μια στροφή απότομα επαναφέροντάς την στο παρόν. «Γιατί μας ακολούθησες;» ξεσπάθωσε η κοκκινομάλλα, που λόγω των γεγονότων των τελευταίων ημερών ήταν διαρκώς στην τσίτα. «Άι παράτα μας, που σας ακολούθησα κιόλας! Τί να κάνω εγώ με χαμένους σαν εσάς!» ξεφώνισε η Chloe και αρκετά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος των εφήβων, φανερά ενοχλημένα από την φασαρία. Ο Max, που μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα, χαμογέλασε απολογητικά στους υπόλοιπους επιβάτες τσιμπώντας παράλληλα τον Nino για να μαζέψει την κοπέλα του. Εκείνος, ωστόσο, έκανε πως δεν κατάλαβε. Σιγά μην τα βάλω εγώ με την Alya στην κατάσταση που είναι! Θα με σκίσει στα δύο σα σαρδέλα. Ας βγάλει κάποιος άλλος το φίδι από την τρύπα, σκέφτηκε.
  Η Marinette έριξε μια πλάγια ματιά στα αγόρια, αλλά και οι δύο, απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την Alya, έκαναν τους ψόφιους κοριούς. Από εμένα εξαρτάται, ξεφύσηξε εκνευρισμένη η κοπέλα, καθώς πέρναγε το δεξί της χέρι πάνω από τους σφιγμένους ώμους της φίλης της. «Έλα, Alya, ηρέμησε. Έχουμε ξεσηκώσει όλο το λεωφορείο. Φτάνει πια!», είπε απαλά και η κοκκινομάλλα της έριξε μια κλεφτή ματιά. Μετά από μια μικρή διαμάχη με τον εαυτό της που ήταν εμφανής στο πρόσωπό της, κάθισε κανονικά στην θέση της και γύρισε μπροστά το κεφάλι.
  «Πάλι καλά που η Marinette ξέρει από θηρία!» σχολίασε η Chloe προτού προλάβει να σταματήσει τον εαυτό της. Είχε τόσον καιρό να πάρει μέρος σε ξεκατίνιασμα, ώστε πάνω στον ενθουσιασμό της άφησε να αναδυθεί κατά λάθος ο παλιός στριμμένος της χαρακτήρας. Τώρα την έβαψε! Πέρασε η σκέψη από το μυαλό της Alya και η κοπέλα πετάχτηκε από την θέση της για να βρεθεί το επόμενο δεύτερο δίπλα από την ξανθομάλλα, ψηλή σαν πύργος. Εγώ και το μεγάλο μου στόμα! Ζάρωσε η Chloe στη θέα του αγριεμένου βουνού που ορθωνόταν τώρα μπροστά της. Η Marinette, ο Nino και ο Max χλώμιασαν, αλλά δεν τόλμησαν να κουνηθούν από τις θέσεις τους. Δικαιολογημένα δεν ήθελαν να πλησιάσουν την φίλη τους αυτή την στιγμή.
  «Άουτς!» αναφώνησε από πόνο και έκπληξη η Chloe φέρνοντας το δεξί της χέρι στο μάγουλο, που ζεστάθηκε απότομα λόγω του χαστουκιού. Με χτύπησε; Αναρωτήθηκε η κοπέλα που ούτε την κίνηση εναντίον της δεν είχε προλάβει να δει. «Γιατί δεν βγάζεις ποτέ τον σκασμό, Chloe; Και οι άλλοι έχουν συναισθήματα και όχι όρεξη να τα βάζουν μαζί σου. Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις έστω και μία φορά; Η Sabrina που σε παράτησε, ούτε στο ελάχιστο δεν σε έβαλε σε σκέψεις;». Τα λόγια, πίκρα και γεμάτα δηλητήριο, καρφώθηκαν σα μαχαίρι στην καρδιά της και ένας κόμπος που την δυσκόλευε νʼ ανασάνει τυλίχτηκε βίαια στο λαιμό της ξανθιάς. Άνοιξε το στόμα, αλλά λόγια δεν βγήκαν· δεν είχε τί να πει.
  «Δεν έφταιγε η Sabrina, Chloe! Εσύ είσαι κακόψυχη και κατάφερες να κυνηγήσεις μακρυά την μοναδική σου φίλη. Και θέλεις να μάθεις κάτι; Κάποιος χάκαρε την ιστοσελίδα μου και με απείλησε, αλλά η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια. Τέλειο; Τώρα αν με απειλήσουν πάλι δεν θα με προστατεύσει η πολιτεία, γιατί η αστυνόμοι είναι όλοι τους λαδωμένοι. Κατάλαβες; Και νεκρή να με βρουν σε κάνα χαντάκι καρφί δεν θα τους καεί και δεν θα αναζητήσουν καν τους δολοφόνους», σχεδόν ψιθύρισε τις τελευταίες φράσεις και αλμυρά δάκρυα θόλωσαν την όρασή της. Κλαίγοντας έφυγε για να πέσει στην αγκαλιά της κολλητής της, που αρχισε να της μουρμουράει λόγια παρηγορητικά. Ο Nino στριμώχτηκε δίπλα της για να την χαϊδέψει, ενώ ο Max παίρνοντας το ένα της χέρι γονάτισε μπροστά της.
  Έμοιαζαν με ανθρώπινη ασπίδα αποφασισμένοι να προστατεύσουν την φίλη τους, αλλά παράλληλα ανήμποροι για κάτι τέτοιο. Δεν είχαν κανένα τρόπο να αποτρέψουν την δολοφονία της ούτε μπορούσαν να κυνηγήσουν τους υπαίτιους. Ήταν πραγματικά ανίσχυροι απέναντι στο κακό που παραμόνευε και αυτοί που μπορούσαν να βοηθήσουν δεν το έκαναν, γιατί είχαν πληρωθεί. Είχαν πληρωθεί, ώστε να αφήσουν κάποιον να πεθάνει, είχαν πληρωθεί, ώστε να επιτρέψουν σε κάποιον να σκοτώσει μένοντας ατιμώρητος. Κι όλα αυτά επειδή η δικαιοσύνη δεν πληρώνει τόσο καλά όσο το έγκλημα. Τί να κάνουν οι “κακόμοιροι” αστυνόμοι; Να φάνε δικαιοσύνη; Να αρκεσθούν στο μισθό τους ή να γίνουν συνεργάτες σε φόνο με το αζημείωτο; Εσείς τί θα κάνατε;
  Η Chloe παρέμεινε ήσυχη για την υπόλοιπη διαδρομή κοιτάζοντας με βλέμμα κενό το σημείο όπου είχε πέσει το δάκρυ της Alya, ενώ το μυαλό της ασχολιόταν με διάφορες εμπειρίες της ζωής της. Τα λόγια της αυτοονομαζόμενης δημοσιογράφου μπορεί να ήταν σκληρά, αλλά αντιπροσώπευαν την πραγματικότητα και η συνειδητοποίηση αυτή είχε αναστατώσει τον εσωτερικό κόσμο της Chloe. Συγκρίνοντας τώρα περιστατικά και αναμνήσεις άρχισε να καταλαβαίνει γιατί την απέφευγαν οι πάντες και δεν της άρεσε καθόλου. Άραγε πότε ήταν που έπεισε τον εαυτό της ότι όλοι την ζήλευαν και γιʼ αυτό ήταν εχθρικοί απέναντί της; Πότε άρχισε η ίδια να συμπεριφέρεται σαν τις Mardini;
  Το λεωφορείο έφτασε στην στάση κοντά στο σχολείο των πέντε εφήβων, αλλά μόνο οι τέσσερεις κατέβηκαν. Η Chloe ούτε που πρόσεξε ότι είχε χάσει την στάση και ούτε την πολυένοιαζε. Είχαν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια της και έπρεπε με κάποιο τρόπο να την σβήσει. Δύο δρόμοι έμεναν πια, να αποδεχτεί τον εαυτό της όπως ήταν και να συνεχίσει τα ίδια ή να βάλει στόχο να βελτιωθεί. Ποιός ξέρει τί θα διάλεγε;
  Εν τω μεταξύ η ώρα είχε πάει τέσσερις και η παρέα σεργιάνιζε ακόμα στους δρόμους αφήνοντας τις οικογένειές τους να ανησυχούν σπίτι. «Παιδιά, πρέπει να πάω σπίτι, γιατί η μαμά μου έκανε πέντε αναπάντητες και τώρα θα βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας. Συγγνώμη, Alya, που φεύγω. Θα περάσω το απόγευμα από το σπίτι σου, αν ζω ακόμη μετά την οργή της μάνας», είπε στην φίλη της  η Marinette και με τα λόγια αυτά έβαλε τα πόδια στην πλάτη και χάθηκε στην γωνία. «Θα πρέπει να πηγαίνω κι εγώ γιατί ο Markov περιμένει να δουλέψουμε μαζί σε μία νέα εφαρμογή. Τα λέμε, Alya. Πάρε με τηλέφωνο, αν συμβεί κάτι», χαιρέτησε και ο Max χτυπώντας ελαφρά τον Nino στην πλάτη καθώς έφευγε σα να του ʼλεγε: «Πρόσεξέ την!» Ο νέος έγνεψε καταφατικά και τελικά η παρέα χώρισε.
  Η Marinette έφτασε σπίτι προετοιμασμένη για την κατσάδα των γονιών της που μες την αναμπουμπούλα είχε ξεχάσει να ενημερώσει. «Marinette!!!». Ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσε σαν πάτησε πόδι μέσα στο σπίτι και δύο θηρία ανήμερα, που έμοιαζαν με τους εξαγριωμένους γονείς της, τής χίμηξαν. «Πού στην οργή ήσουν; Το σχολείο έχει τελειώσει εδώ και ώρες. Πήραμε τηλέφωνο τους πάντες, αλλά δεν μπορούσαμε να σε βρούμε. Πήγε η καρδιά μας στην Κούλουρη ότι κάτι συνέβη. Πού είχες πάει;». Δημιουργήθηκε μια παύση, καθώς η Sabine σταμάτησε τον υστερικό εξάψαλμο για να μάθει τα καμώματα της κόρης της. Ο Tom, επίσης, παρέμεινε σιωπηλός περιμένοντας την απάντηση της κόρης του και έχοντας σκοπό να πάρει την σκυτάλη της μουρμούρας αφʼ ότου θα κουραζόταν η γυναίκα του.
  «Βγήκα με κάτι φίλους και πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβω», είπε ψέμματα η κοπέλα με τα μάτια σταθερά στο έδαφος και μια άσχημη αίσθηση στο στομάχι της. «Και το ρημάδι το τηλέφωνο τί το ʼχεις; Μόνο να στέλνεις μηνύματα στις φίλες σου και να χαζεύεις σειρές και βίντεο, ξέρεις. Όχι να πάρεις τους γονείς σου να τους πεις ότι δεν θα γυρίσεις σπίτι», η μαμά της έκανε άλλη μια παύση για να πάρει ανάσα και ο μπαμπάς της δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Δεν σου έχουμε ποτέ να μην βγεις με τις φίλες σου, γιατί δεν μας το λες. Θέλουμε απλά να ξέρουμε πού βρίσκεσαι και ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να τηλεφωνήσουμε και να σε βρούμε. Δεν ανησυχούμε μόνο για τα akuma· ακόμα και χωρίς αυτά ο κόσμος είναι ένα σκοτεινό μέρος και καθόλου ασφαλές ακόμα και για ενήλικες».
  Η Marinette δεν τόλμησε να κοιτάξει τον πατέρα της. Ο τόνος του ήταν πιο ήρεμος, αλλά οργή και φόβος κρύβονταν μέσα του. Τους είχε ανησυχήσει πραγματικά αυτή την φορά. Από τότε που είχε γίνει η Ladybug δεν είχε υπάρξει μέρα που να μην είχε εξαφανιστεί από το σπίτι κάνοντας τους γονείς της να ανησυχούν. Κάποιες φορές είχε φτάσει τρομαχτικά κοντά στο να τους αποκαλύψει τα πάντα, αλλά τελευταία στιγμή σταματούσε φοβούμενη ότι δεν θα την άφηναν να είναι πια ηρωίδα. Δεν την εμπιστεύονταν και νόμιζαν ότι ήταν ένα ανόητο κοριτσάκι που δεν γνώριζε την ζωή και τους κινδύνους της.
  Είμαι ολόκληρη κοπέλα! Πότε θα σταματήσουν να μου φέρονται σαν μωρό! Σκέφτηκε από μέσα της με τον θυμό να βράζει σιγά - σιγά. Ναι, αλλά εγώ την έκανα την βλακεία σήμερα. Γονείς μου είναι, προφανώς και θα ανησυχήσουν, αν δεν γυρίσω στο σπίτι στην φυσιολογική μου ώρα, υπερασπίστηκε τους γονείς της αυτή τη φορά, αλλά ο θυμός δε φάνηκε να υποχωρεί στο ελάχιστο. Και πάλι όμως! Θα μπορούσαν να το διαχειριστούν πιο ήρεμα. Δεν είναι ανάγκη να ξεσηκώσουν όλη τη γειτονιά. Υπερβάλλουν ως συνήθως! Συνοφρυώθηκε η Marinette και ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό της. Την έπνιγε η αδικία εναντίον της. Η πλευρά της που ήθελε να κατανοήσει τους γονείς της παραδέχτηκε την ήττα της και υποχώρησε.
  «Και αυτό το ηλίθιο κατασκεύασμα γιατί το έχεις μαζί σου, αν δεν σκοπεύεις να το σηκώνεις; Σου το είπα χίλιες φορές: Άνοιγε την φωνή να το ακούς, όταν χτυπάει, αλλά πού εσύ. Εκεί τον χαβά σου, μουλάρι. Είκοσι φορές σε πήραμε τηλέφωνο και δεν σήκωσες ούτε μία!». Η τσιριχτή φωνή της Sabine τρυπούσε τα αυτιά της, αλλά υπέμενε στωικά μέχρι η μητέρα της να έμενε ευχαριστημένη με το μάκρος της κατσάδας. Δεν ήθελε να κάνει τα πράγματα χειρότερα με το να φέρει αντιρρήσεις, οπότε απλά αρκούνταν στο να διαμαρτύρεται από μέσα της.
  Λες και αυτή δεν εξαφανίζεται ώρες - ώρες και δεν ξέρουμε πού βόσκει. Άσε που το κινητό της δεν το έχει ποτέ μαζί της και πρέπει συνέχεια να ψάχνουμε με ποιόν είναι μαζί για να πάρουμε εκείνον. Όσο για τον μπαμπά, αυτός και μαζί του να το έχει το κινητό δεν το ακούει αν δεν είναι δίπλα στο αυτί του, αλλά όταν εγώ δεν το σηκώνω με την πρώτη γίνεται έξω φρενών! Αγανάκτησε η Marinette δαγκώνοντας εκνευρισμένη το εσωτερικό του χειλιού της για να της αποσπάσει την προσοχή.
  «Εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου, δεν έκανα τέτοια καπρίτσια στη μάνα μου! Αν τής έλεγα ότι τάδε ώρα θα είμαι σπίτι, εκείνη την ώρα γύριζα κι αν τύχαινε να αργήσω, έστελνα με κάποιον τρόπο μήνυμα ή τηλεφωνούσα από το σταθερό κάποιας γειτόνισσας. Δεν την άφηνα να αγωνιά και να αναρωτιέται αν ζω ή πέθανα! Δεν ήμουν τόσο γαϊδούρα, αλλά εσύ το έχεις πάει σε άλλο επίπεδο...», συνέχιζε τον χαβά της η Sabine και η κοπέλα ξεροστάλιαζε όρθια μπροστά στην οργισμένη μητέρα της.
  Τώρα καήκαμε! Άρχισε να αναπολεί το παρελθόν. Γιατί πρέπει να το κάνει σε κάθε εξάψαλμο; Και πώς στην οργή γίνεται αυτή να ήταν το παιδί-υπόδειγμα και ʼγω όλο λάθη να κάνω! Θέλει να μου  πει ότι αυτή ποτέ της δεν την κατσάδιασε η μάνα της και δεν άργησε να γυρίσει σπίτι ποτέ; Πραγματικά νομίζει ότι τα πιστεύω αυτά! Γιατί οι μεγάλοι ξεχνούν πώς είναι να είσαι παιδί και συμπεριφέρονται έτσι; Η Marinette κοίταξε στα πεταχτά το ρολόι πάνω στον τοίχο που σήμανε πέντε παρά δέκα. Όταν είχε φτάσει ήταν και είκοσι. Έχει μισή ώρα που με κατσαδιάζει.
  H Sabine κοίταξε εκνευρισμένη το ανέκφραστο πρόσωπο της κόρης της που τής έδινε την εντύπωση ότι όλα τα άκουγε βερεσέ και οργίστηκε ακόμα πιο πολύ. Πάντα έτσι ήταν όταν την μάλωνε· έπαιρνε μια αμυντική στάση και ένα απλανές βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα: «Λέγε ʼσυ και ʼγω σʼ ακούω!». Μια φορά να μας καταλάβει κι εμάς δεν γίνεται; Δεν ζητάμε πολλά, απλά να ξέρουμε πού είναι και τί ώρα θα γυρίσει. Τόσο τραγικό είναι αυτό! Δεν καταλαβαίνει ότι κάθε φορά που αργεί όλα τα απίθανα και πιθανά κακά περνάνε από το μυαλό μας και τα δευτερόλεπτα γίνονται ώρες. Και καλά να αργήσει, αλλά να μην μας ενημερώσει πρώτα; Τί ψυχή έχει ένα παλιοτηλεφώνημα, θα τής ξεραθεί το χέρι να πληκτρολογήσει πέντε νούμερα! Και πες άντε και το ξέχασε να μας πάρει, όταν τής τηλεφωνούμε, γιατί δεν το σηκώνει; Να μας πεθάνει θέλει;
  Και κάπως έτσι μητέρα και κόρη συνέχισαν τις εσωτερικές και εξωτερικές τους συζητήσεις μέχρι που η ώρα πήγε πέντε και τέταρτο, οπότε επιτέλους μπήκε ένα τέλος σε αυτή την ιστορία. Η Marinette μουτρωμένη κάθισε μόνη της να φάει, ενώ οι γονείς της πήγαν για ύπνο ρίχνοντάς της δολοφονικές ματιές. Ο μπαμπάς δεν μίλησε σχεδόν καθόλου. Μου το φιλάει για αργότερα, ξεφύσηξε εκνευρισμένη καθώς μασούσε μια μπουκιά παγωμένης ομελέτας. «Τί τραβάω!» μονολόγησε, αν και κάπου βαθιά μέσα της γνώριζε ότι τα πιο πολλά τα τράβαγαν οι γονείς της και όχι η ίδια.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now