Κεφάλαιο 44 Για λίγο ακόμα ηρεμία...

74 8 3
                                    

  Ο Felix γύρισε στο σπίτι αργά το απόγευμα με μάτια κενά από συναισθήματα κι ένα διαρκές κατσούφιασμα να κάνει απωθητικό το όμορφο πρόσωπό του. Δεν είχε προλάβει να κάνει ένα βήμα πέρα από το κατώφλι και δύο χέρια είχαν ήδη μπλεχτεί γύρω από τον κορμό του. Κοίταξε με ανέκφραστα μάτια την κοπέλα που σπαρταρούσε στα χέρια του με δάκρυα να χαράζουν τα ροδαλά της μάγουλα. Του φώναζε, τον έβριζε, τον καταριόταν που την τρόμαξε τόσο και δόξαζε τον Θεό που της τον επέστρεψε σώο και αβλαβή. Φοβάται μη χάσει τον μοναδικό συγγενή της. Λογικό, αφού η Katana δεν είναι η βιολογική της μητέρα και ο πατέρας της, ήταν δεν ήταν πατέρας της, πέθανε νωρίς. Είμαι ο αδερφός της, ο μόνος πραγματικός συγγενής της, αλλά ακόμα κι εγώ είμαι ένα ψέμα.
  Ο νέος έσπρωξε την Melody από πάνω του, όχι και πολύ απαλά και από ένστικτο κατευθύνθηκε προς το  δωμάτιό του κλειδώνοντας πίσω την πόρτα. «Felix, είσαι με τα καλά σου; Βγες από εκεί! Felix! Πρέπει να μιλήσουμε. Πού στο καλό ήσουνα και γιατί δεν απάνταγες στο κινητό σου; Felix, άνοιξε την πόρτα! Felix, FELIX!», ούρλιαζε η κοπέλα απʼ έξω, αλλά, σα να μίλαγε σε τοίχο, απόκριση δεν έπαιρνε. Ξαφνικά ένιωσε τελείως μόνη, αποκλεισμένη από τον κόσμο, όπου ζούσε ο αδερφός της λες και ο ίδιος την είχε πετάξει έξω αμπαρώνοντας από πίσω του. Η έφηβη κλαίγοντας γοερά αφέθηκε να γλιστρήσει ως το πάτωμα, όπου τυλιγμένη σε μπάλα έθαψε τα δάκρυα στα γόνατα της. Όχι, πάλι! Μου είχες υποσχεθεί!
  Από την άλλη μεριά της πόρτας ο Felix συνοφρυώθηκε ενοχλημένος από τα αχνά αναφιλητά της κοπέλας και την αγριοκοίταξε λες και μπορούσε να τον δει. Ο Plaggi είχε μείνει άναυδος με τον Κτήτορά του και δεν έβρισκε τί να του πει κι από πού να ξεκινήσει. Πρέπει να του πάρεις το miraculous! Αν τον καταπιεί το σκοτάδι θα έχουμε όχι μόνο έναν ακόμα Hawkmoth, αλλά και μια τσακισμένη ηρωίδα. Η όλη κατάσταση θα επηρεάσει συναισθηματικά την Κτήτορά μου και δεν θα μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά. Plaggi, όσο και να τον αγαπάς πρέπει να του πάρεις το miraculous, όσο υπάρχει ακόμα χρόνος, τα λόγια της Tikka αντήχησαν στο μυαλό του. Δεν πίστευε ότι θα χρειαζόταν τόσο γρήγορα να απαλλάξει το νέο από τα καθήκοντά του· νόμιζε πως είχε ακόμα λίγο χρόνο.
  Κρυμμένος πίσω από την βιβλιοθήκη, στο ελάχιστο κενό που δημιουργούσε με τον τοίχο, σκεφτόταν τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να αρπάξει το miraculous. Είχε μόνο μία ευκαιρία. Αν με διατάξει να μην αγγίξω ξανά το miraculous και να μην μιλήσω σε κανέναν, τότε δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα πια. Πρέπει να το πάρω πάση θυσία χωρίς να με καταλάβει, σκέφτηκε ξέροντας ότι τη στιγμή που το δαχτυλίδι θα άφηνε τον Felix, αυτόματα ο έφηβος θα έχανε κάθε δύναμη πάνω στο kwami.
  Ξαφνικά ένας χαρούμενος σκοπός πλημμύρισε το δωμάτιο ξαφνιάζοντας όλους τους ενοίκους του σπιτιού, αλλά σίγασε απότομα λες και κάποιος έκλεισε τον ήχο. Ωστόσο, μερικές στιγμές αργότερα η ίδια μελωδία ξανάρχισε ακάθεκτη για να κοπεί μαχαίρι άλλη μια φορά. Ξανά ο ρυθμός ξεκίνησε πάλι τον χαβά του και σταμάτησε πάλι, ακολουθούμενος τώρα από την τρεμάμενη φωνή της Melody. «Ναι... Alya;» ρώτησε διστακτικά ρουφώντας την μύτη της. Επικράτησε για λίγο σιωπή, καθώς η κοκκινομάλλα μιλούσε αθόρυβα στην άλλη άκρη της γραμμής.
  «Όχι... Ναι... Καλά είμαι τέλος πάντων. Εσύ τί θες;... Τώρα;... Εντάξει, αφού δεν μπορεί να περιμένει... Ναι, θα έρθω από το σπίτι σου... Τα λέμε», τερμάτισε την κλήση η Melody και με κάποιον μαγικό τρόπο μπόρεσε να μαζέψει τα κομμάτια της και να σταθεί όρθια. Έφυγε από την πόρτα του αδελφού της και χωρίς κουβέντα άφησε το σπίτι. Ούτε καν μου λέει πού στην οργή πηγαίνει πια! Εκνευρίστηκε ο Felix πετώντας ένα μαξιλάρι με δύναμη μακρυά, το οποίο βρήκε στον απέναντι τοίχο πετώντας μια φωτογραφία στην πορεία του. Ο νέος πλησίασε για να βρει το κάδρο σπασμένο και πίσω από το ραγισμένο γυαλί τα χαμογελαστά πρόσωπα δύο παιδιών, ενός κοριτσιού κι ενός αγοριού, αιώνια κολλημένα σε εκείνη την στιγμή. Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά έτσι! Σκέφτηκε θλιμμένα ενώ έσερνε τον δείκτη του πάνω στο χάρτινο πρόσωπο της Melody.
  Ο Plaggi παρακολουθούσε την όλη σκηνή από την κρυψώνα του πίσω από την βιβλιοθήκη και η καρδιά του μάτωσε σαν είδε ένα πικραμένο δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο του Felix. «Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να είναι τόσο περίπλοκα πλάσματα!» ξεφύσηξε σιγανά απηυδισμένος με το δίποδο είδος. «Plaggi!». Η φωνή του Felix τον επανέφερε στην πραγματικότητα κι έστρεψε το βλέμμα προς το αγόρι που ακόμα παρέμενε γονατισμένο στο πάτωμα με την σπασμένη φωτογραφία στο δεξί του χέρι. Το αριστερό του ήταν προτεταμένο προς το μέρος του kwami και πάνω στην παλάμη δέσποζε το miraculous.
  «Είσαι σίγουρος γιʼ αυτό;» ρώτησε το γατάκι πετώντας κοντά του για να προσγειωθεί με όλο του το βάρος πάνω στο τεντωμένο χέρι. Ο Felix απέφυγε το βλέμμα του. «Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να προστατεύσω το Παρίσι στην κατάστασή μου και μια τέτοια δύναμη είναι επικίνδυνη αν η καρδιά είναι γεμάτη με μίασμα», είπε απλά και σιγανά τοποθετώντας το δαχτυλίδι στις μικρές πατούσες του φίλου του. «Τα λέμε τότε, Felix», είπε δήθεν χαρωπά ο Plaggi, αλλά τα μικρά αυτιά του έπεσαν ελαφρά. Έφτασε ως το παράθυρο και χάθηκε στον θόρυβο της πόλης, αφού έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο μοναχικό αγόρι με την σκοτεινή αύρα.
  «Γιατί δεν με φώναξε πίσω πριν να φύγω; Δεν με ήθελε;» κλαψούρισε ο Plaggi φυσώντας δυνατά την μύτη του σε ένα ακόμα χαρτομάντηλο. Η Tikka φανερά απηυδισμένη του πέταξε άλλο ένα το οποίο γέμισε κι αυτό με μύξες και δάκρυα. «Πότε πιστεύεις ότι θα τελειώσεις Plaggi; Έχεις που κλαις εδώ και είκοσι λεπτά», παραπονέθηκε το μαυροκόκκινο kwami, που ήταν στα πρόθυρα να ξεσπάσει και αυτή στα κλάματα για συμπαράσταση. «Όσο θέλω θα κλαίω. Μου έδωσε το miraculous και με έδιωξε. Μόνο για να του δίνω δυνάμεις με είχε;» είπε με λυγμούς και η Tikka ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. «Plaggi, σε παρακαλώ σταμάτα!» μουρμούρισε αδύναμα.
  «Όχι κι εσύ, Tikka! Ξέρεις πόσες ώρες σε περίμενα να γυρίσεις; Τί στο καλό κάνατε στην Alya που σας πήρε δύο ολόκληρες ώρες;» συνέχισε το κλαψούρισμα ακάθεκτος ο γάτος και τυλίχτηκε γύρω από το θηλυκό kwami. «Μπα, που να σκάσεις, Plaggi! Ορίστε, με έκανες να κλάψω. Με συγχωρείς που αργήσαμε τόσο!» άρχισε να κλαίει και η Tikka αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. «Έχετε ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά. Ηρεμήστε λίγο!» τους είπε η Melody, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο κρατώντας το κεφάλι της που την πέθαινε στον πόνο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και εξουθενωμένη ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα από τα δύο θορυβώδη ζωύφια.
  «Συγγνώμη, Melody! Σε βάλαμε σε μπελά;» ρώτησε η Tikka, φυσώντας τη μύτη της σε ένα χαρτομάντιλο. Η κοπέλα κοίταξε τα πλάσματα, προτού απαντήσει. «Εσύ τί νομίζεις; Δεν άκουσες το κουδούνι που χτύπαγαν οι γειτόνισσες; Είδα κι έπαθα να τις πείσω ότι όλη αυτή την φασαρία την έκανε η τηλεόραση!» απάντησε λιγάκι εκνευρισμένη και με το δίκιο της. Όταν είχε γυρίσει στο σπίτι, πριν από περίπου είκοσι λεπτά, είχε βρει στο πάτωμα του δωματίου της ένα κοιμισμένο kwami, που σωστά μάντεψε ότι ανήκε στον Cat Blanc. Εκείνο με το που ξύπνησε άρχισε να κλαίει και να ωρύεται και η Tikka υποτίθεται ότι θα τον ηρεμούσε αλλά τελικά κατέληξε να τον συντροφεύει στο κλάμα.
  Για να δούμε πόσα προβλήματα έχουν χτυπήσει την πόρτα μου σήμερα. Πρώτον, ο Felix δεν μου μιλάει και επέστρεψε στην παλιά του κατάσταση να σπρώχνει τους πάντες μακρυά. Δεύτερον, η Alya φοβάται πως κάποιος προσπαθεί να την εκφοβίσει. Τρίτον, εμφανίστηκε ένας κλαίων Plaggi στο δωμάτιό μου που δεν βάζει γλώσσα μέσα του και τέταρτον οι γείτονες θα νομίζουν ότι απαγάγω και κακομεταχειρίζομαι παιδιά με τόση φασαρία! Σκέφτηκε θλιμμένη και μην μπορώντας να αντέξει άλλο όλη αυτή την πίεση έκλεισε τον διακόπτη της.
  «Ωχ! Tikka, νομίζω πως η Κτήτοράς σου τα τίναξε!», δήλωσε ξαφνικά ο Plaggi βλέποντας την Melody να πέφτει άτονα στο πάτωμα με κλειστά τα μάτια. Η Tikka τρομαγμένη σήκωσε το βλέμμα, αλλά σα να κατάλαβε κάτι ξεφύσηξε απηυδισμένα. «Δεν είναι τίποτα. Έτσι κάνει όλη την ώρα. Αυτό το κορίτσι δεν μπορεί να διαχειριστεί πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και έχει δημιουργήσει αυτόν τον αμυντικό μηχανισμό. Έτσι όταν ζορίζεται, ταβλιάζεται κάτω. Δεν είναι λιπόθυμη αυτή την στιγμή, απλά κοιμάται» ξεκαθάρισε την κατάσταση στον φίλο της κι αυτός σήκωσε τα φρύδια του σε μια ένδειξη απορίας. «Περίεργα πλάσματα οι άνθρωποι», μονολόγησε και η Tikka συμφώνησε με ένα νεύμα.
  Εν τω μεταξύ έξω στο σκοτάδι της πόλης μια κόκκινη φιγούρα πηδούσε από σπίτι σε σπίτι αναζητώντας πάλι τον Cat Noir. Πλέον ήταν τόσο φανερό, που θέλοντας και μη, η Ladybug τελικά το παραδέχτηκε, της έλειπε τρομαχτικά ο συνεργάτης της. Δεν το πιστεύω ότι ψάχνω πάλι αυτόν τον χαμένο γάτο. Αυτός ούτε καν προσπάθησε να με βρει. Τί έρωτες μού έλεγε τότε; Σκέφτηκε φουριόζα καθώς αιωρούνταν πάνω από τους δρόμους, τους νύχτα-μέρα πολυάσχολους και ανήσυχους.
  Προσγειώθηκε τελικά πάνω στον πύργο του Άιφελ κουρασμένη και απογοητευμένη. Ακόμα μια βραδιά θα περνούσε χωρίς να τον έχει βρει. «Αυτά συμβαίνουν, όταν υπάρχουν οι μυστικές ταυτότητες στην μέση. Ούτε κινητά δεν μπορέσαμε να ανταλλάξουμε», κατσούφιασε ατενίζοντας τα χρωματιστά φώτα του Παρισιού από κάτω της. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός με καφέ σύννεφα να τον λεκιάζουν απειλώντας να πνίξουν την πόλη με τα δάκρυά τους. Ο μουντός καιρός ταίριαζε γάντι στην διάθεση της κοπέλας, που ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο μόνη. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ στην ζεστή παρουσία του Cat Noir που τώρα ένιωθε λες και ο χειμώνας είχε φωλιάσει στην καρδιά της.
  «Να πάρει! Ποιόν κοροϊδεύω; Τον ερωτεύτηκα η άχρηστη!» επέτρεψε στον εαυτό της να το παραδεχτεί θάβοντας το πρόσωπο στα γόνατά της. Ούτε καν είχε καταλάβει πότε ξεθώριασαν τα συναισθήματα για τον Adrien και αντικαταστάθηκαν με αυτά για τον μαυροντυμένο ήρωα. Άραγε πότε άρχισε να μιλά κανονικά στον Adrien χωρίς να τραυλίζει; Πότε σταμάτησε να ενδιαφέρεται για το πού βρισκόταν; Πότε έπαψε να κοκκινίζει μπροστά του; Και πότε τελικά ερωτεύτηκε τον συνεργάτη της; Σκατά τα έχω κάνει. Δεν ξέρω καν το όνομα του Cat Noir!
  Κάθισε λίγο ακόμα εκεί μέχρι που το ρολόι μιας κοντινής εκκλησίας σήμανε εννιά. Ώρα να γυρίσω σπίτι για να μην ανησυχήσουν η μαμά κι ο μπαμπάς, σκέφτηκε και σηκώθηκε. Πέταξε το γιο γιό της φαινομενικά στο κενό, αλλά σαν ένιωσε αντίσταση το άφησε να την τραβήξει προς το μέρος του και απογειώθηκε. Πέρασε πάνω από διάφορα σπίτια χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Πλέον ένιωθε πιο πολύ σαν φάντασμα του εαυτού της, παρά σαν ηρωίδα.
  Ένα γάργαρο γέλιο, οδυνηρά γνωστό, τράβηξε την προσοχή της κάνοντάς την να κοκκαλώσει στην θέση της. Έψαξε με το βλέμμα τριγύρω και τελικά εντόπισε την πηγή μόλις λίγα μέτρα από κάτω της. Εκεί, στο πεζοδρόμιο, ήταν ο Adrien με τον πατέρα του, που γελούσαν ανέμελοι. Δεν ήταν ο Cat Noir, απογοητεύτηκε με το μυαλό της πάντα σφηνωμένο στην ιδέα του ήρωα. «Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τον Adrien να χαμογελά τόσο πλατιά», παρατήρησε, καθώς χάζευε το πρόσωπο του αγοριού που τόσον καιρό αγαπούσε μυστικά κι ένιωσε την καρδιά της να χάνει έναν χτύπο.
  Ξαφνιασμένη γούρλωσε τα μάτια κι ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Τί είναι αυτό τώρα; Μόλις δεν παραδέχτηκα ότι είμαι ερωτευμένη με τον Cat Noir; Αποφάσισε, σε παρακαλώ, καρδιά μου, για να ξέρω κι εγώ πότε να κοκκινίζω, μάλωσε την αναποφάσιστη καρδιά της, που τελευταία της είχε κάνει την ζωή άνω-κάτω. Αλλά ό,τι και να έλεγε δεν μπορούσε να διώξει την ξαφνική ζεστασιά που την τύλιξε απλά και μόνο βλέποντας εκείνο το φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπο του πάντα λίγο θλιμμένου Adrien. Τα λέμε στο σχολείο. Καλή νύχτα! Ευχήθηκε η Ladybug κι εξαφανίστηκε.
  Ενστικτωδώς πατέρας και γιος κοίταξαν το σημείο που πριν από ένα δευτερόλεπτο στεκόταν η ηρωίδα. «Είδες καμμιά κόκκινη σκιά εκεί πάνω;» ρώτησε παραξενεμένος ο Gabriel με το μυαλό του να έχει ήδη λύσει το μυστήριο. Τόσον καιρό σε κυνηγούσα και τώρα που τα παράτησα εμφανίζεσαι, Ladybug; Έσκασε ένα μικρό χαμόγελο ο πρώην κακός. «Όχι, δεν είδα τίποτα», είπε ψέμματα ο Adrien σκεπτόμενος την Λαίδη του και νιώθοντας ξαφνικά έντονα την απουσία της. «Πάμε;» ρώτησε ο πατέρας του, βγάζοντάς τον από την ονειροπόλησή του. «Ναι!», βιάστηκε να απαντήσει ο νέος σπρώχνοντας στο βάθος του μυαλού του τα συναισθήματα. Για την ώρα δεν ήθελε έρωτες, αλλά να επικεντρωθεί στην νέα σχέση με τον πατέρα του.
  Ωστόσο σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης καταχθόνιες δυνάμεις συνομωτούσαν ώστε κάτι τέτοιο να μη γίνει. «Φαίνεται πως παραιτήθηκε» ανακοίνωσε η La Peon στις δύο νέες της συνεργάτες. Εκείνες έγνεψαν καταφατικά και πήραν θέση γύρω από το στρογγυλό τραπέζι που φωτιζόταν από μία αδύναμη λάμπα, αφήνοντας το υπόλοιπο δωμάτιο στο σκοτάδι. Μύριζε υγρασία και αλκοόλ και έκανε κρύο ακόμα και μέσα από τις μαγικές στολές των miraculous. «Τί θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε μία από τις νεοφερμένες. «Εσείς τίποτα! Εγώ θα βεβαιωθώ ότι ο Hawkmoth θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του γιατί δεν έχει ακόμα επιτελέσει τον σκοπό του!», δήλωσε η La Peon και τα μάτια της έλαμψαν επικίνδυνα γεμάτα κακία.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora