Κεφάλαιο 18 Εξομολογήσεις

126 18 10
                                    

  Η Marinette στριφογύριζε στο κρεβάτι της ανήσυχη χάρη στα αγωνιώδη όνειρα, που έβλεπε. Τον ύπνο της τάραζε συνέχεια η φιγούρα του Cat Noir, που εμφανιζόταν κάθε τρεις και λίγο με ύφος πανικόβλητο. Προσπαθούσε να ξεφύγει από μια ρωγμή, η οποία τον ακολουθούσε παντού. Η Marinette ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά κάθε φορά που τον πλησίαζε εμφανιζόταν μπροστά της η Tikki. Το μικρό kwami προσπαθούσε κάτι να της πει, αλλά κάθε φορά η κοπέλα δεν άκουγε τα λόγια. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά ο Hawkmoth βρισκόνταν κάπου κοντά κρυμμένος στις σκιές γελώντας διαβολικά.
  Ένας δυνατός γδούπος σήκωσε την κοπέλα από τον ύπνο και την έκανε να πεταχτεί όρθια στο κρεβάτι, έτοιμη να επιτεθεί. Μα τί κάνω; Σπίτι μου είμαι. Δεν υπάρχει λόγος ανησυ... Η σκέψη της κόπηκε στην μέση από έναν ακόμα θόρυβο, που ερχόταν από ττην ταράτσα-μπαλκόνι της. Επιφυλακτικά η Marinette έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρό της. Εκεί στο φως του φεγγαριού είδε μια σκοτεινή φιγούρα στα τέσσερα να τρίβει έναν από τους αστραγάλους της.
Ιιιικ! Κλέφτης! Τί θα κάνω τώρα; Πρέπει να καλέσω την αστυνομία, σκέφτηκε, αλλά προτού προλάβει να βάλει το σχέδιό της σε δράση, άκουσε έναν σιγανό ψίθυρο. Η κοπέλα πάγωσε στην θέση της. Η σιγανή φωνή, που είχε τρυπώσει από το μισάνοιχτο παράθυρο δεν ανήκε σε κανέναν άλλο, παρά στον γκαφατζή συνεργάτη της, τον Cat Noir. Τί να ήθελε άραγε; Η Marinette ήθελε πολύ να το μάθει, αλλά δεν ήξερε πώς. Αν εμφανιστώ σαν Ladybug ίσως να υποψιαστεί ότι μένω κοντά. Αλλά σαν Marinette δεν του έχω ξαναμιλήσει, παρά μόνο, όταν το βοήθησα σε κανά δυο αποστολές και πάλι μερικές κουβέντες ανταλλάξαμε. Η κοπέλα έβρισκε για πολλοστή φορά τον εαυτό της να αμφιταλαντεύεται ανάνεσα στις δύο της ταυτότητες.
  Δεν ήταν η πρώτη φορά, που η προσωπική της ζωή μπλεκόταν με τα καθήκοντα της Ladybug. Πολλές φορές ένιωθε σα να περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί και με μία λάθος κίνηση θα γκρεμιζόταν στο χάος. Συχνά, δυστυχώς για την Marinette, ακόμα και η ίδια μπερδευόταν πλησιάζοντας πολύ κοντά στο να αποκαλύψει την ταυτότητά της σε κάποιον. Βρισκόταν πάντα χωρισμένη στα δύο, έχοντας δύσκολες αποφάσεις να πάρει. Από τη μία ήταν η ανέμελη εφηβική της ζωή με τους φίλους και την οικογένειά της, ενώ από την άλλη τα καθήκοντα και οι περιπέτειες της ηρωίδας. Ήταν πραγματικά θαύμα το πώς έβρισκε ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές πραγματικότητες.
  Τελικά, μετά από μερικά δεύτερα, πήρε την απόφασή της. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι κι από εκεί βγήκε στο μπαλκόνι της μέσω της καταπακτής. Τα αυτιά του ήρωα έστριψαν ανταποκρινόμενα στον θόρυβο και ένα ζευγάρι πράσινα μάτια την κάρφωσαν γεμάτα θλίψη. Η κοπέλα πάγωσε στη θέση της. Η χαρωπή και ανόητη συμπεριφορά του Cat Noir είχε εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω μόνο μιζέρια. Το αιώνιο χαμόγελο είχε γλιστρήσει από το πρόσωπό του και χαθεί στα βάθη της λησμονιάς. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε έτσι και ήλπιζε η τελευταία.
  «Cat Noir; Τί συμβαίνει;» ρώτησε αυθόρμητα ξεχνώντας για μια στιγμή, ότι δεν ήταν η Ladybug. Ο ήρωας την κοίταξε, προτού στρέψει βιαστικά το βλέμμα μακρυά και τρίψει τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του. «Δεν είναι τίποτα. Όλα καλά. Συγγνώμη αν σε ξύπνησα, Marinette. Θα φύγω αμέσως», είπε ο Cat Noir σχεδόν μηχανικά, με φωνή αχνή και πικραμένη. Ανέβηκε στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού, αλλά δεν πρόλαβε να πηδήξει. Δύο χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του εμποδίζοντάς τον. Είδε με έκπληξη δύο αστραφτερά μπλε μάτια να ξεπροβάλλουν πάνω από τον ώμο του γεμάτα ανησυχία. «Cat Noir ακόμα και οι ήρωες έχουν τις στιγμές αδυναμίας τους. Κάτι τέτοιες ώρες δεν είναι κακό να ζητάει κανείς βοήθεια και να εξομολογείται τα προβλήματά του. Ρισκάρεις τα πάντα για το Παρίσι και τους κατοίκους του· θα ήταν ντροπή αυτή τη φορά που εσύ μας χρειάζεσαι, να μην υπάρχει κανείς να σε βοηθήσει. Σε παρακαλώ, πες μου τί συμβαίνει», παρακάλεσε η Marinette σφίγγοντας ασυναίσθητα την λαβή της στον ήρωα. Αυτός χαμογέλασε θλιμμένα, ενώ η καρδιά του γέμιζε με μια αλλόκοτη ζεστασιά.
  Δεν πρόλαβε να σταματήσει τον εαυτό του, ούτε να συνειδητοποιήσει τί έκανε. Για πρώτη φορά στη ζωή του κάποιος ήταν εκεί για να ακούσει τα προβλήματά του και να του συμπαρασταθεί. «Ο πατέρας μου έμαθε ότι είμαι ο Cat Noir». Τα λόγια άφησαν τα χείλη του σα να είχαν δική τους θέληση, αβίαστα. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να αντιληφθεί αυτό που είχε ξεφουρνίσει, αλλά ήταν πια αργά. Πανικόβλητος στράφηκε προς την κοπέλα για να αντικρύσει μια σοκαρισμένη Marinette. Τα μάτια της κινδύνευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες και το σαγόνι της κόντευε να ακουμπήσει το πάτωμα.
Ωχ, την έσπασα! σκέφτηκε ο Cat Noir, καθώς η Marinette δεν έδειχνε σημεία ζωής για αρκετές στιγμές. «Marinette...;» ξεκίνησε δειλά περνώντας το χέρι του μπροστά από το πρόσωπό της, αλλά δεν πρόλαβε τελειώσει τη φράση του. Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Σαν από ένστικτο ο ήρωας οπισθοχώρησε. «Βρε παλιοανόητε αλητόγατε! Γιατί δεν προσέχεις ποτέ σου; Όλο κάνεις του κεφαλιού σου και δεν δίνεις σημασία στο τί συμβαίνει γύρω σου. Σε τσάκωσε ο πατέρας σου, ε; Εγώ ξέρω ότι, αν με έπιαναν οι γονείς μου, ούτε το όνομα της Ladybug δεν θα με άφηναν να αναφέρω...». Κάπου σε αυτό το σημείο η κοπέλα αντιλήφθηκε τη βλακεία που είχε ξεστομίσει και προσπάθησε να τα μπαλώσει με το γνωστό της τρόπο.
  «Εεε... Θέλω να πω αν, λέω αν, ήμουν η Ladybug... Όχι ότι είμαι... Οι γονείς μου δεν θα με άφηναν να κάνω κάτι τόσο επικίνδυνο, αν το μάθαιναν. Φυσικά δεν το ξέρουν και γιʼ αυτό δεν με έχουν αποκεφαλίσει ακόμα... Δηλαδή αν ήμουν η Ladybug θα με αποκεφάλιζαν... Αλλά δεν είμαι... Χαχαχα, αυτό θα ήταν χαζό. Ποιός θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο... ». Η Marinette άρχισε να σκουντουφλάει στη γλώσσα της, μπερδεύοντας τις σκέψεις, όσο περισσότερο αγχωνόταν. Ξαφνικά ο Cat Noir άρχισε να γελάει σα να μην υπήρχε αύριο, παρασύροντας ένα αμήχανο γελάκι από τη Marinette. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από αυτά που του αράδιαζε η φίλη του, αλλά σίγουρα τον είχε κάνει να νιώσει καλύτερα.
  «Χαχαχα, ευχαριστώ Marinette! Πάντα τα καταφέρνεις να μου φτιάχνεις την διάθεση», χαμογέλασε και το πρόσωπό του έλαμψε πιο πολύ κι απʼ το φεγγάρι, κάνοντας την καρδιά της κοπέλας να χτυπήσει δυνατά χωρίς λόγο. Κοκκίνισε ελαφρά απορώντας και η ίδια με τον εαυτό της. Ποτέ δεν κοκκίνιζε με τον Cat Noir. Συνήθως την εξόργιζε και ήθελε να του χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Ίσως κάτι να άλλαζε μέσα της, κάτι που δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα. Αλλά έτσι δούλευαν τα miraculous. Οι ήρωες μπορούσαν να λύσουν τα πιο δύσκολα μυστήρια και πάλι να μην μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους.
  Για λίγο ησύχασαν κοιτάζοντας τη σελήνη, που ταξίδευε στον ουρανό παρέα με τα άστρα. Η Marinette είχε επιτέλους ξεμπλέξει τα χέρια της από τη μέση του Cat Noir και είχε κάτσει δίπλα του, στηριζόμενη στο κιγλίδωμα. «Λοιπόν, θες να μου πεις τί έγινε;» ρώτησε δειλά, ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στον ήρωα. Αυτός δεν έδειξε ότι την άκουσε, μα η κοπέλα είδε το δεξί του αυτί να στρίβει προς το μέρος της. Ο νέος πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε ένα ρίγος να κατεβαίνει στη ραχοκοκκαλιά του. Αναστατωμένος χωρίς λόγο κοίταξε πάνω από τον ώμο του τρυπώντας τις σκιές με τη ματιά του, χωρίς ωστόσο να δει κάτι το ασυνήθιστο.
«Όλα καλά;» ψιθύρισε η Marinette, θορυβημένη και η ίδια από την ξαφνική επιφυλακτικότητα του ήρωα. «Ναι, μάλλον» απάντησε αφηρημένα ο Cat Noir, αποφασίζοντας τελικά να στρέψει το πρόσωπό του προς το μέρος της. Ο Hawkmoth κοίταξε προσεκτικά από τη γωνία του σπιτιού τους δύο νέους, ανακουφισμένος που δεν τον είχε δει ο ήρωας. Συναναστράφεται με πολίτες και μπερδεύει τις δύο ζωές του. Πολύ ανεύθυνο για ήρωα. Εγώ δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο στις μέρες μου, σκέφτηκε ο κακός αναθυμούμενος τις παλιές του δόξες και αναπόφευκτα, την συνεργάτη του, με το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει αμέσως.
  «Όταν επέστρεψα στο σπίτι, ο πατέρας μου βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο και με είδε να μεταμορφώνομαι. Δεν ήξερα τί να κάνω. Κοκκάλωσα και μετά αυτός άρχισε να φωνάζει και να απαιτεί το miraculous μου. Δεν ήθελε να είμαι άλλο ήρωας, γιατί λέει είναι πολύ επικίνδυνο. Ήθελα να του πω κάτι. Όλα αυτά που δεν του έχω πει τόσα χρόνια. Ότι δεν μπορώ άλλο την απομόνωση και ότι θέλω να βγαίνω πιο ελεύθερα από το σπίτι και ότι δεν θέλω άλλο να είμαι το μοντέλο του και ότι χρειάζομαι κι αυτόν να ακούει τα προβλήματά μου καμμιά φορά, αλλά δεν έβγαλα άχνα. Μόνο το έσκασα, όπως είχα έρθει».
  Ησυχία ακολούθησε τα λόγια του. Η Marinette δεν περίμενε μια τέτοια εξομολόγηση. Δεν είχε φανταστεί πως πίσω από το ανέμελο χαμόγελο του ανόητου Cat Noir βρισκόταν ένας έφηβος που πνιγόταν από μοναξιά. Περνούσαν τόσες ώρες μαζί πολεμώντας το έγκλημα, αλλά ποτέ δεν είχε προσέξει τα προβλήματά του. Γνώριζε, βέβαια, ότι δεν έπρεπε να μπλέκουν τις ζωές με και χωρίς τη μάσκα, μα αυτή τη φορά φαίνεται πως ήταν αναπόφευκτο. Ένιωσε μια βαθιά οργή για τον ανόητο πατέρα του Cat Noir, που δεν μπορούσε να καταλάβει τί χρειαζόταν ο γιος του.
  «Λυπάμαι, Cat Noir. Δεν είχα ιδέα. Μακάρι να το είχα προσέξει. Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά λόγω της μυστικής σου ταυτότητας, μα αν χρειαστείς ξανά κάποιον για να μιλήσεις, μπορείς πάντα να μου χτυπήσεις το παράθυρο, έτσι;» χαμογέλασε και η καρδιά του ήρωα χτύπησε δυνατά. Γιατί δεν είχε προσέξει πιο πριν πόσο καλή και συμπονετική ήταν η Marinette; Συνήθως γύρω του ήταν μια κινούμενη καταστροφή, που στραμπουλούσε τη γλώσσα της σε κάθε συλλαβή, μα τώρα μιλούσε καθαρά, με αυτοπεποίθηση και καλοσύνη σπάνια.
  «Ωστέ τέτοια καμώματα κάνει ο πατέρας σου. Θα ήθελα να του ψιθυρίσω δυο λόγια στο αυτί και να τον αρχίσω στις γρήγορες μέχρι να μου ξεβιδωθεί το χέρι μου από τον καρπό», είπε η Marinette υψώνοντας το χέρι στον ουρανό, σα για να τον φοβερίσει και κοπανώντας το δυνατά πάνω στα κάγκελα. Από την έκπληξη και τη δόνηση ο Cat Noir κόντεψε να κάνει βουτιά στο κενό, μα τελευταία στιγμή αρπάχτηκε από το κιγκλίδωμα και ισορρόπησε τον εαυτό του. «Σιγά, μη μας βαρέσεις κιόλας», αστειεύτηκε γελώντας με το θυμωμένο πρόσωπο της κοπέλας. «Γιατί; Δεν με έχεις ικανή να πάω τώρα αμέσως και να τα ψάλλω ένα χεράκι στον αδαή πατέρα σου; Κάποιος πρέπει να του κάνει μαθήματα για το πώς να φέρεται στα παιδιά του...».
  Η Marinette συνέχισε να μιλά, αναθεματίζοντας εν αγνοία της τον Gabriel Agreste, που τυχαία βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα. Ο Hawkmoth δεν έκατσε να ακούσει το τέλος της συζήτησης. Τα λάθη, που είχε κάνει στην ανατροφή του Adrien, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο, σταλμένα από το στόμα της νεαρής κοπέλας. Θα πάρω το miraculous μια άλλη φορά. Για την ώρα ας τον αφήσω να ηρεμίσει με τη φίλη του. Marinette, σωστά; Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, αποσύρθηκε αθόρυβα, όπως είχε έρθει και χάθηκε στα βάθη της νύχτας.
  Πηδώντας πάνω από τις στέγες με τη βοήθεια του σκήπτρου του, κατευθύνθηκε μηχανικά προς το σπίτι του, ενώ οι σκέψεις του πετούσαν μακρυά σε ένα ξανθομάλλικο αγόρι. Ένα αγόρι με το πιο πλατύ χαμόγελο του κόσμου, ένα χαμόγελο που ο ίδιος δεν μπορούσε πια να προκαλέσει. Επειδή είχε απομακρυνθεί από αυτό το παιδί όταν είχε ορκιστεί να το κάνει να χαμογελάσει ξανά και γιʼ αυτό είχε προδώσει τον εαυτό του και τον Nooroo. Αλλά το αγόρι πια ήταν τόσο μακρυά, που δεν μπορούσε να το φτάσει, πόσο περισσότερο να το κάνει να γελάσει. Κι όμως εκείνο το κορίτσι τα είχε καταφέρει μόνο με την αδέξια συμπεριφορά της, χωρίς δυνάμεις ή miraculous. Η αγάπη δεν ζητάει πολλά. Και ο Hawkmoth έμελλε να το μάθει αυτό με το δυσκολότερο τρόπο.
  «Αφέντη;». Η φωνή του Nooroo, αν και αχνή, ήταν γεμάτη με συμπόνια και ενδιαφέρον. Παρά την απότομη συμπεριφορά του Gabriel, ήξερε ότι ο παλιός ήρωας του Παρισιού βρισκόταν ακόμα μέσα του. Τον έβλεπε να καθρεπτίζεται μέσα στα μάτια του που και που και τότε το μικρό kwami δεν μπορούσε παρά να τον συμπονέσει. Μπορεί να ήταν τρομαχτικός και απότομος, αλλά ποτέ δεν τον είχε βλάψει και πάντα φρόντιζε να τον ταΐζει καλά. Ευχόταν μόνο να τον άφηνε να τον βοηθήσει όπως μπορούσε και να μην αναλάμβανε ο ίδιος όλο αυτό το βάρος.
  «Καλά είμαι, Nooroo. Ήταν δύσκολη μέρα. Πέσε να κοιμηθείς» ψιθύρισε κουρασμένα ο Gabriel, αλλά το kwami αναγνώρισε μια ζεστασιά στη φωνή του, την οποία είχε πολύ καιρό να ακούσει. «Και ο Adrien;» ρώτησε, έχοντας πάρει θάρρος από τον τόνο του Κτήτορά του. «Ασʼ τον απόψε. Δεν είναι παιδί πια. Εξάλλου είμαι σίγουρος ότι έχει μείνει έξω περισσότερα βράδυα απʼ όσα υποπτευόμαστε», απάντησε θλιμμένα ο άνδρας, πέφτοντας με τα ρούχα στο κρεβάτι. Ο Nooroo πέταξε από πάνω του και θαρραλέα άρπαξε τα σεντόνια και τον σκέπασε. Ο Gabriel άνοιξε το ένα του μάτι και χαμογέλασε στο kwami.
  «Έλα εδώ», μουρμούρισε ενώ άπλωνε το δεξί του χέρι προς το μωβ πλάσμα. Διστάζοντας για μια στιγμή, ο Nooroo προσγειώθηκε στην παλάμη του και ο Gabriel τον απώθεσε μαλακά πάνω στο μαξιλάρι του με το χέρι του προστατευτικά γύρω από το kwami. Ο Nooroo είχε μείνει άφωνος. Δεν ήξερε καν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί μαζί με τον Κτήτορά του. Του έλειπαν κάτι τέτοιες στιγμές και αναρωτιόταν τί είχε πιάσει τον Gabriel. Ίσως τελικά δεν ήταν όλα χαμένα. Ίσως υπήρχε ακόμα ελπίδα να γυρίσει ο Gabriel στον παλιό του εαυτό και ίσως η λύση να είχε έρθει με τη μορφή ενός κοριτσιού με μπλε μάτια και μαλλιά και ένα miraculous της Καταστροφής.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora