Κεφάλαιο 57 Με την σκοτεινή πλευρά

61 5 9
                                    

  Ο Gabriel σηκώθηκε νιώθοντας πιασμένος σε όλο του το σώμα. Τα μέλη του, αδύναμα, έτρεμαν ελαφρά με τις φλέβες να πετάγονται έξω δημιουργώντας γαλάζια ρυάκια. Με κόπο παραπάτησε μέχρι το μπάνιο, όπου αντίκρυσε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και βαθιές σακούλες γύρω τους, ενώ το ασπράδι στο εσωτερικό τους ήταν κοκκινισμένο από τα μικρά αιμοφόρα αγγεία που άγγιζαν τα όριά τους λόγω της κόπωσης. Τα, πάντα στην τρίχα, γκρίζα του μαλλιά πλέον ήταν εμφανώς πιο αραιά με αρχή καράφλας στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το σώμα του, λιπόσαρκο, αποτελούνταν από περισσεύον δέρμα που κρεμόταν, σα παλτό πάνω σε καλόγερο, από τα ευδιάκριτα πλέον κόκκαλα του σκελετού του.
  Ο γερασμένος άνδρας έπλυνε το πρόσωπό του και βγήκε πάλι παραπαίοντας από το μπάνιο για συρθεί ως την κουζίνα, όπου τον περίμενε ένα πλήρως εφοδιασμένο ψυγείο. Ένας ήχος σα μέταλλο που χτυπά σε πλακάκι του τράβηξε την προσοχή λίγο πριν διαβεί το κατώφλι και αργά έστρεψε το βλέμμα του στο έδαφος. Εκεί, ανάμεσα στις σκόνες, βρισκόταν πεσμένη η βέρα του, το μόνο σημάδι των όρκων που είχε πάρει, όταν παντρεύτηκε την Emilie. Την σήκωσε με προσοχή και την πέρασε στον παράμεσό του, αλλά το δάχτυλο ήταν πια πολύ λεπτό και η βέρα δεν στεκόταν. Ο Gabriel κατσούφιασε και την έβαλε στην τσέπη του, φοβούμενος μη τυχόν και τη χάσει.
  Μπήκε στην κουζίνα κι αφού έβρασε λίγο γάλα για να φάει κάθισε να το πιει με μπόλικα δημητριακά. Το κουτάλι ερχόταν μηχανικά στο στόμα του, καθώς το μυαλό είχε σταματήσει να παίρνει στροφές ώρα τώρα. Δεν σκεφτόταν, απλά κοίταζε τον τοίχο σοβαρά, κάτι ανάμεσα στον ξύπνιο και τον ύπνο. Του φαινόταν ότι όλα όσα συνέβαιναν δεν ήταν πραγματικά, αλλά γίνονταν σε κάποιον άλλο, τον οποίο ο ίδιος είχε την πολυτέλεια να παρατηρεί από ασφαλή απόσταση.
  «Σου φαίνεται καλά;» ρώτησε η Lepre την συνεργό της, καθώς παρατηρούσε τον Gabriel προσεχτικά από το μικρό παράθυρο της κουζίνας. «Δεν τον βλέπω να κρατάει για πολλή ακόμα. Πρέπει να ειδοποιήσουμε την La Peon να επισπεύσει τα σχέδιά της», απάντησε εκείνη και η Lepre έγνεψε καταφατικά ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στον άνδρα, που έδειχνε να γερνάει έναν ολόκληρο χρόνο κάθε μέρα. «Φύγαμε!» εξαφανίστηκαν πηδώντας με χάρη ακροβάτη δεξιά κι αριστερά μέχρι να φτάσουν στο έδαφος. Φορούσαν μαύρα αθλητικά κολάν και μαύρες ζακέτες με την κουκούλα κατεβασμένη χαμηλά, μια ενδυμασία που θα τράβαγε την προσοχή ακόμα και του πιο αφηρημένου, αλλά στις έξι ώρα το πρωί ελάχιστοι διαβάτες γυρνούσαν στους δρόμους και δεν ήθελαν να μπλέξουν με περίεργα ντυμένους τύπους.
  «Πάντως μας κόπηκε η μέση μέχρι να τον σύρουμε ως το κρεβάτι» σχολίασε η Serpe πιάνοντας για έμφαση την πονεμένη σπονδυλική της στήλη. «Ναι, αφού δεν μπορούσε να φτάσει ως το σπίτι, τί τον έπιασε πρωινιάτικα, αξημέρωτα τέσσερεις, να το σκάσει σα τον κλέφτη από το σπίτι του;» απόρησε απαυδησμένη άλλη κοπέλα. «Ναι, αλλά αν είχε μείνει εκεί, θα έπρεπε εμείς να βρούμε έναν τρόπο να τον φυγαδεύσουμε από το σπίτι του και μπορεί να χρειαζόταν να τον κουβαλήσουμε όλο το δρόνο», απάντησε η  Serpe, ευχαριστημένη που τουλάχιστον δεν είχε συμβεί το τελευταίο σενάριο.
  «Αλλά εγώ δεν έχω καταλάβει ακόμα. Γιατί ο Gabriel έπρεπε να φυγαδευθεί από το σπίτι του; Γιατί να μην έμενε και να συνέχιζε από το εκεί κρησφύγετό του τις επιχειρήσεις του και χρειάστηκε να κουβαληθεί στην άλλη άκρη του Παρισιού, στο δεύτερο κρησφύγετό του;» απόρησε η Lepre, που ακόμα δεν είχε κατανοήσει πλήρως το πολυμήχανο σχέδιο της La Peon. «Βρε κουφιοκέφαλο, χίλιες φορές το εξηγήσαμε, εσύ ακόμα να πάρεις χαμπάρι;» εκνευρίστηκε η άλλη με την αργόστροφη συνεργό της.
  «Ο Gabriel είναι απαραίτητο να παίξει για λίγο ακόμα τον Hawkmoth μέχρι να κάνει την κίνησή της η La Peon. Αλλά! Για να συμβεί αυτό, δεν μπορεί να μείνει σπίτι του, αφού εκεί είναι ο Adrien», συνέχισε. «Ε, και;» παρέμεινε μπερδεμένη η πρώτη, χωρίς να καταφέρνει να βγάλει άκρη. «Τί "ε, και"; Ο Gabriel γνωρίζει ότι ο γιος του ήταν ο Cat Noir και νιώθει τύψεις που άρπαξε έτσι το miraculous, τύψεις που μπορούν να τον κάνουν να δειλιάσει και να σταματήσει. Από την άλλη ο Adrien, χάρη στην ανακατωσούρα Natalie, ξέρει ότι ο Hawkmoth είναι ο πατέρας του και θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να του αποσπάσει τα miraculous ή να τον στριμώξει ψυχολογικά, ώστε να ενδώσει. Οπότε, όποιο από τα δύο κι αν γίνει πρώτο, η δουλειά μας χαλάει, εφʼ όσον ο Gabriel θα πάψει να είναι υπερκακός» εξήγησε όσο πιο απλοϊκά μπορούσε η Serpe την κατάσταση.
  «Α, μάλιστα» απάντησε ξερά η άλλη και η κοπέλα χτύπησε το κεφάλι με το χέρι της σε μια ένδειξη απελπισίας. «Δεν το κατάλαβες, ε;» ρώτησε εύστοχα και η Lepre ένευσε αρνητικά με ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Εντάξει, πάμε πάλι!» είπε με ψυχραιμία η Serpe που ήταν συνηθισμένη να εξηγεί τα πράγματα δύο και τρεις φορές στην άλλη μέχρι να γίνουν κατανοητά. Αυτό συνέβαινε από τότε που ήταν μικρές και αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των δύο κοριτσιών. Η μία ήταν καλή στις δολοπλοκίες και η άλλη στην δράση.
  «Πιστεύεις ότι θα σταθούν εμπόδιο στα σχέδιά μας αυτές οι δύο;» ρώτησε ένας από τους δύο μασκοφόρους που παρακολουθούσαν από ψηλά τις δύο παράνομες να απομακρύνονται. Η σύντροφός του κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν έχω την παραμικρή πίστη ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο! Πάντως είναι σοφό να περιμένουμε να ηρεμήσουν τα πράγματα πριν κάνουμε τη δική μας κίνηση», απάντησε αυτή. «Αυτό εννοείται! Εξάλλου έχουμε να ασχοληθούμε και με το δικό μας "θεματάκι", προτού αρχίσουμε να ανησυχούμε για άλλους» ανταπάντησε αυτός και η γυναίκα του έριξε μια ειρωνική πλάγια ματιά, μιας και το "θεματάκι" τους μόνο μικρούλι δεν ήταν.
  «Τα miraculous της Καταστροφής και της Δημιουργίας θα αφεθούν για το τέλος. Αλλά όταν έρθει η ώρα...» είπε η μασκοφορεμένη. «Ναι, ξέρω. Θα τα καταστρέψουμε» συμπλήρωσε ο συνεργός της με έναν σκοτεινό τόνο στην φωνή του. «Αυτός είναι ο κύριος στόχος της αποστολής μας... Και να βάλουμε τέλος σε εκείνο το "θεματάκι" για τον κοινό καλό, αγαπητέ μου!», μουρμούρισε η γυναίκα χαζεύοντας τον ορίζοντας από την θέση της πάνω στη στέγη του σπιτιού. Η σπάντεξ στολή της γυάλισε κοκκινόμαυρη στις πρώτες ακτίνες του ήλιου που ξεπρόβαλλαν πίσω από τα κτήρια. Δίπλα της ο συνεργός της στο "έγκλημα" φορούσε μια παρόμοια στολή από σπάντεξ με χρυσοκαστανές αποχρώσεις. Αυτή ήταν η αποστολή τους.
  Οι δύο κοπέλες δεν πρόσεξαν ποτέ τις δύο φιγούρες που για λίγο τις παρακολούθησαν από την στέγη ενός κοντινού κτηρίου και συνέχισαν ανενόχλητες το δρόμο τους για το κρησφύγετο της La Peon, το οποίο ήταν και ένα από τα τρία σπίτια που η κακιά είχε στο όνομά της. Μόλις έφθασαν μπήκαν μέσα στο σκοτεινό κτήριο, καθώς ο ήλιος δεν είχε καλά-καλά ξεπροβάλλει για να το φωτίσει με το καθάριο φως της μέρας. Επρόκειτο για ένα παλιό αρχοντικό με έναν τεράστιο κήπο που αγκάλιαζε το κυρίως οίκημα και διατρεχόταν από δεκάδες φιδογυριστά πλακόστρωτα μονοπάτια. Η αυλή περικλειόταν από ψηλά κάγκελα με αναρηχητικά φυτά και τριανταφυλιές να σκαρφαλώνουν πάνω τους κρατώντας τα ανεπιθύμητα βλέμματα μακρυά από το σπιτικό.
  Το αρχοντικό ήταν επιβλητικό και κάπως τρομαχτικό στην όψη. Είχε δύο ορόφους και η κάτοψή του ήταν τετράγωνη με έναν κυλινδρικό πυργίσκο σε κάθε μια από τις γωνίες του. Η σκεπή δεν ήταν ενιαία, αλλά αποτελούνταν από διάφορες μικρότερες τριγωνικές σκεπές με κεραμίδια βαμμένα στο χρώμα του κάρβουνου. Η υγρασία είχε βάψει με το γκρίζο χρώμα της τους τοίχους κατά τόπους, εκεί όπου συνήθιζε να τρέχει νερό, ενώ αγριόχορτα και αναριχητικά φυτά αναμετριόνταν με το πολυκαιρισμένο τσιμέντο σκαρφαλώντας πάνω του φτάνοντας μερικές φορές και τα ημικυκλικά παράθυρα. Η βαριά ξύλινη πόρτα κοσμούσε την κεντρική είσοδο και χάρη στη νέα τεχνολογία, παρά το βάρος της, ακόμα κι ένα παιδάκι μπορούσε να την ανοίξει.
  «Πάντως να έχει τόσο μεγάλο κήπο και να μην τον εκμεταλλεύεται;» παρατήρησε η Lepre, καθώς ανέβαινε την σκάλα ακριβώς μπροστά από την είσοδο. Στο πλατύσκαλο που υπήρχε αργότερα η σκάλα έσπαγε σε δύο, η μία με κατεύθυνση προς τα δεξιά και η άλλη προς τα ζερβά. Ωστόσο αυτό ήταν περισσότερο ένα διακοσμητικό στοιχείο, αφού και οι δύο κατέλειγαν στον δεύτερο όροφο του αρχοντικού. «Κάνεις την La Peon για άνθρωπο που ασχολείται με την κηπουρική;» ειρωνεύτηκε η Serpe, παίρνοντας την δεξιά σκάλα. Η συνεργός της για να την εκνευρίσει πήρε την αριστερή. «Όπως και να ʼχει είναι κρίμα ένας τόσο ωραίος κήπος να γεμίζει με αγριόχορτα και να μην υπάρχει ούτε ένα λουλούδι, πέρα από τις τριανταφυλιές στα κάγκελα», φώναξε η Lepre μιας και τώρα απείχε μια σεβαστή απόσταση από την συνομιλήτριά της.
  Οι δυο κοπέλες συναντήθηκαν στην οροφή των σκαλοπατιών και σμίγοντας ξανά κατευθύνθηκαν προς τη δεξιά πλευρά του διαδρόμου που ξανοιγόταν μπροστά τους, γεμάτος πόρτες που οδηγούσαν σε ξεχασμένα και γεμάτα σκόνη υπνοδωμάτια. Τα κορίτσια προσπέρασαν βιαστικά τα τρία πρώτα και στάθηκαν μπροστά από το τέταρτο για να χτυπήσουν διακριτικά την πόρτα από ξύλο βελανιδιάς. Το πάτωμα από έλατο έτριξε κάτω από τα πόδια τους καθώς η Lepre μετατόπιζε το βάρος της από το ένα στο άλλο, ενώ περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση από μέσα.
  Αναπάντεχα η πόρτα άνοιξε για να φανερώσει ένα σκοτεινό δωμάτιο με το τεράστιο ημικυκλικό παράθυρό του ακριβώς απέναντι από την πόρτα. Η La Peon αυτοπροσώπως είχε ανοίξει την θύρα γεμάτη βιάση να μάθει πώς είχε πάει η δουλειά που είχε αναθέσει στις ανιψιές της. «Λοιπόν;» ρώτησε, χωρίς οι κοπέλες να έχουν προλάβει καν να κάνουν ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο. «Όλα καλά. Το έσκασε μόνος του από το σπίτι, αλλά στα τρία τέταρτα της διαδρομής εξαντλήθηκε και χρειάστηκε να τον κουβαλήσουμε εμείς ημιλιπόθυμο ως το δεύτερο κρησφύγετο», έδωσε αναφορά η Serpe. «Και περιμέναμε μέχρι να ξυπνήσει και τον είδαμε να σηκώνεται και δεν φάνηκε να έχει ιδέα για το ότι τον σύραμε μέχρι εκεί. Πάντως δεν έδειχνε και πολύ καλά. Σα ψοφίμι που περπατούσε έμοιαζε» συμπλήρωσε παραστατικά η άλλη με την La Peon να την κοίτα συνοφρυωμένη.
  «Κάνατε καλή δουλειά. Τώρα βιαστήτε γιατί μπορεί να σας θέλει ο Μεγάλος. Αν μιλήσετε μαζί του, στείλτε του τα χαιρετίσματα», είπε η γυναίκα και τα κορίτσια αποχώρησαν βιαστικά. Αυτή η Lepre είναι σίγουρα ανιψιά μου; Είναι δυνατόν μια απόγονος της πιο φημισμένης οικογενείας στην Ευρώπη να είναι τόσο αργόστροφο και αδέξιο πλάσμα; Ούτε μια πρόταση δεν άρθρωσε με την επισημότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις, σκέφτηκε η κακιά ευχόμενη να η δεύτερη ανιψιά της να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Από μικρή ήταν ασθενικό παιδί και το γεγονός ότι επιβίωσε αποτελούσε από μόνο του κατόρθωμα, ωστόσο το μυαλό της δεν στρόφαρε με τίποτα. Ένα τέτοιο παιδί κανονικά θα ήταν ανεπίτρεπτο να ζήσει μέσα στην οικογένεια, αλλά επειδή ήταν κόρη του Μεγάλου κανείς δεν τόλμησε να το αναφέρει.
  Ώστε ο Gabriel δεν πρόκειται να αντέξει για πολύ ακόμα. Κι εγώ όμως δεν χρειάζομαι πάρα πολύ χρόνο. Μόνο μερικές παραπάνω μέρες. Είμαι τόσο κοντά να τον βρω. Ακολούθησα τα ίχνη του στις πέντε ηπείρους κι επιτέλους τον εντόπισα εδώ, στο Παρίσι, σκέφτηκε ονειρευόμενη τη στιγμή που θα έπαιρνε την γλυκειά της εκδίκηση και θα έκανε τον κόσμο δικό της. Κλασσικός σκοπός κακού, αλλά όλοι οι άπληστοι άνθρωποι γιʼ αυτό διψάνε: λεφτά και δύναμη. Γιατί, αυτό είναι που μετράει περισσότερο γιʼ αυτούς, το πώς θα περάσουν πιο άνετα οι ίδιοι, ακόμα κι αν οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν ή και θα τερματίσουν τις ζωές των ομοειδών τους. Η La Peon είχε συνηθίσει να πατά επί πτωμάτων για να αναρριχηθεί στην κορυφή. Έτσι είχε φτάσει ως εδώ και ακόμα και ο Μεγάλος την σεβόταν.
  Λίγο ακόμα, σκέφτηκε ενώ έσκυβε πάνω από την φωτογραφία του ανθρώπου που κυνηγούσε τόσον καιρό. Του μόνου ατόμου που μπορούσε να της δώσει αυτό που επιθυμούσε, έναν κόσμο στον οποίο η ίδια στεκόταν στην κορυφή με τον Gabriel στο πλάι της να την υπηρετεί σαν υπάκουο σκυλάκι, χωρίς καμμιά Emilie να μπαίνει για δεύτερη φορά στα πόδια της καταστρέφοντάς τα πάντα. Θα σε βρω αρχαίε γιαπωνέζε και μόλις το κάνω κανείς δεν θα μπορεί να με σταματήσει, κάρφωσε με πείσμα μία πινέζα πάνω στην φωτογραφία και την κρέμασε στον πίνακα, όπου βρίσκονταν όλα τα στοιχεία της έρευνάς της, καρφιτσωμένα με πινέζες που ενώνονταν με μια κόκκινη κλωστή.
  Η La Peon γύρισε την πλάτη της στον πίνακα κι εγκατέλειψε το δωμάτιο αποφασισμένη να κάνει ένα χαλαρωτικό μπάνιο για να διώξει το στρες των τελευταίων ημερών. Πίσω της στραβοκρεμασμένη κρεμόταν η φωτογραφία του ανθρώπου, θολή καθώς ήταν από μια τυχαία κάμερα κυκλοφορίας και ο κόσμος περνούσε βιαστικά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να κρύψει τον γνωστό τριγωνικό γενάκι, το γιαπωνέζικο καπέλο σε σχήμα κώνου και το κόκκινο πουκάμισο χαβάης με τα λευκά λουλούδια. Κάτω από την εικόνα η γυναίκα είχε γράψει με μεγάλα πλαγιαστά γράμματα το όνομα του θύματός της, Fu.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Où les histoires vivent. Découvrez maintenant