Κεφάλαιο 67 Πέφτουν οι μάσκες

54 4 7
                                    

Σημείωμα συγγραφέα:
Είμαι γατόφιλος και τρελαίνομαι με τις τετράποδες χνουδόμπαλες. Δυστυχώς, δεν έχω γάτα στο σπίτι, αλλά μου αρέσει να χαϊδεύω τις αδέσποτες της γειτονιάς.

  Cat Noir; Η Marinette συνοφρυώθηκε. «Μαμά, θα πάρω την Alya τηλέφωνο για μια εργασία που έχουμε και θα κατέβω σε πέντε λεπτά». Η μητέρα της γύρισε το κεφάλι που είχε σχεδόν χαθεί στο άνοιγμα της καταπακτής για να της ρίξει ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Καλά, αλλά να μην αργήσεις», αποκρίθηκε και κατέβηκε τα εναπομείναντα σκαλοπάτια βγαίνοντας έξω από το οπτικό πεδίο της κοπέλας. Η γαλανομάτα βεβαιώθηκε ότι η μαμά της βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση και γύρισε βιαστικά για να σταθεί στην άκρη του μπαλκονιού κουνώντας το χέρι στον ήρωα που είχε κουρνιάσει στο απέναντι κτήριο. Ο Cat Noir την κοίταξε, έκπληκτος που τον είχε προσέξει.
  Έδωσε ένα σάλτο και με μια ελαφριά βοήθεια από την ράβδο του που προεκτάθηκε με μια σκέψη, έφτασε δίπλα στην Marinette. «Γεια, Marinette», είπε υποκλινόμενος βαθιά και η κοπέλα ανταπόδωσε με μια ελαφριά υπόκλιση και η ίδια χαμογελώντας αχνά. «Γεια σου, Cat Noir. Τί σε φέρνει στα μέρη μας;» ρώτησε χαλαρά, αλλά με το πλάι του ματιού της σάρωσε το νέο με ανησυχία. Δεν φαίνεται καλά. Και στο τηλέφωνο είχε ακουστεί κάπως. «Πέρναγα από την γειτονιά». Η απάντηση ήρθε σχεδόν ανέμελη, αλλά η σκοτεινιά στο βλέμμα του Cat Noir τον πρόδωσε. Οι δυο τους δεν μίλησαν για λίγο, παρά κοίταζαν μακρυά με τα χέρια να στηρίζουν τον άνω κορμό ακουμπισμένα στα κιγκλιδώματα του μπαλκονιού.
«Cat Noir». Ο προανεφερθέντας ήρωας γύρισε ελαφρά το κεφάλι του προς το μέρος της για να ακούσει, αλλά η Marinette δεν είπε τίποτα άλλο. Βλέποντας το ύφος της, ο νέος έστριψε λίγο περισσότερο. Τα φρύδια  της ήταν συνοφρυωμένα, ενώ τα μάτια της αντανακλούσαν απορία και ανησυχία. Ο Cat Noir έστρεψε το βλέμμα ξανά προς τα κτήρια μισοκλείνοντας τα μάτια του που τυφλώνονταν από την αντανάκλαση του μεσημεριανού φωτός πάνω στις επιφάνειες. Η κοπέλα γύρισε κι αυτή μπροστά, αλλά μπορούσε να νιώσει το ανήσυχο βλέμμα της να πετάγεται πάνω του που και που.
  «Ο πατέρας μου...». Η φωνή του βγήκε σαν ψίθυρος, αλλά η γαλανομάτα το περίμενε και δεν έχασε λέξη. Ωστόσο, συνέχιζε να κοιτάζει τυφλά μπροστά της φοβούμενη μήπως το βλέμμα της έκανε τον ήρωα να νιώσει άβολα. «... έκανε κάτι ασυγχώρητο... Δεν το ήξερα, αλλά όταν το έμαθα προσπάθησα να τον σταματήσω». Ξεροκατάπιε. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν για μια στιγμή προτού να συνεχίσει. «Δεν... Δεν ξέρω. Ήταν κακό παράδειγμα πατέρα, αλλά ήταν και η μόνη οικογένεια που είχα. Ξέρω ότι έκανα το σωστό, έπρεπε να τον καταδώσω, αλλά νιώθω τόσο άσχημα. Τόσο ανόητος, αφελής, ηλίθιος. Τόσον καιρό θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι, μα δεν ήθελα καν να πιστέψω την πιθανότητα». Μια έκφραση πόνου και ενοχής ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του με τα μάτια να εκπέμπουν καθαρή απόγνωση.
  «Αν το είχα καταλάβει νωρίτερα, αν δεν ήμουν τόσο τυφλός... Όλα αυτά, όλα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Είμαι ένας άχρηστος ηλίθιος, ένας βλα-». Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο του και ο ήρωας σχεδόν αναπήδησε από την έκπληξη. «Σταμάτα!» διέταξε η Marinette και τα μάτια της ανταριασμένα έλαμπαν από θυμό. Ασυναίσθητα ο Cat Noir έκανε να τραβηχτεί, αλλά η λαβή της κοπέλας τον καθήλωνε στη θέση του χωρίς άλλη επιλογή. «Δεν ξέρω όλη την ιστορία και ούτε θα σε πιέσω για λεπτομέρειες, γιατί ξέρω ότι πρέπει να διαφυλάξεις την μυστική σου ταυτότητα, αλλά δεν θα ανεχτώ να συνεχίσεις να σκέφτεσαι τέτοια για τον εαυτό σου».
  Τα δάχτυλα σφίχτηκαν γύρω από τον ώμο του απειλώντας να σπάσουν τα κόκκαλα και ο Cat Noir κοίταξε έκπληκτος το ντροπαλό κορίτσι μπροστά του που σχεδόν είχε υποστεί μετάλλαξη προσωπικότητας. «Ο πατέρας σου δεν ξέρω τί άνθρωπος είναι, αλλά αν έκανε κάτι παράνομο, τότε είχες κάθε δικαίωμα να τον καταδώσεις και μάλιστα ήσουν πολύ γενναίος που το κατόρθωσες. Η κακία κρύβεται μέσα σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα και δεν μπορούμε να την ξεφορτωθούμε. Οπότε είτε γονιός, είτε παιδί, είτε φίλος, όταν κάνει κάτι που καταπατά τους νόμους, πρέπει να τους σταματήσουμε όσο επίπονο κι αν είναι. Ακριβώς επειδή τους αγαπάμε και δεν θέλουμε να καταντήσουν τέρατα· είναι μέρος της ευθύνης μας». Η φωνή της ήταν αυστηρή, αλλά ο Cat Noir ήξερε τους σκοπούς της.
  Το βλέμμα του μαλάκωσε και μια αχτίδα ευγνωμοσύνης έλαμψε. «Σʼ ευχαριστώ, Marinette», χαμογέλασε αχνά και η καρδιά της κοπέλας ράγισε από τον πόνο και την πίκρα στην φωνή του. Μπορούσε ξεκάθαρα να αντιληφθεί ότι το χαμόγελο ήταν βεβιασμένο, ένα κόλπο για να την πείσει ότι ήταν καλά. Ο Cat Noir ήταν τέτοιος τύπος. Δεν ήθελε να σκοτίζει τους άλλους με τις στενοχώριες του, αλλά προτιμούσε να μοιράζει χαμόγελα. Όμως, όλα αυτά τα συναισθήματα, όλες αυτές οι στιγμές μοναξιάς είχαν συσσωρευτεί μέσα του και τον έσπαγαν σιγά-σιγά σε μικρά κομμάτια. Η εύθραυστη ισορροπία που τόσον καιρό κρατούσε είχε θρυψαλιαστεί και το βάρος όλων αυτών είχε πέσει βίαια στις πλάτες του νέου.
  Γιατί δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. Το μυαλό της Marinette γέμισε με αναμνήσεις του συνεργάτη της και έδωσε προσοχή σε λεπτομέρειες που δεν είχε προσέξει ποτέ πριν. Το διαρκώς χαμογελαστό πρόσωπο έμοιαζε σαν μια προσπάθεια απόκρυψης της θλίψης του. Τα ανόητα λογοπαίγνια, που αν και απαίσια, πάντα την έκαναν να γελά, ήταν η απελπισμένη προσπάθεια του να την κάνει να του δώσει σημασία, σα να είχε έλλειψη. Ο συμπονετικός και υπερπροστατευτικός, μερικές φορές, χαρακτήρας του έμοιαζε να ζητά απεγνωσμένα να βοηθήσει τους άλλους για να μην νιώσει κανείς αβοήθητος όπως ο ίδιος. Και υπήρχαν κι άλλα, τόσα πολλά άλλα σημάδια και ενδείξεις, τα οποία Ladybug και Marinette είχαν αποτύχει να αναγνωρίσουν μέχρι τώρα.
  «Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω τώρα. Τα λέμε, Mari», είπε ο Cat Noir, αλλά την επόμενη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στον ώμο από την λαβή της Marinette και βρέθηκε αναπάντεχα στην αγκαλιά της. «Θα είμαι πάντα εδώ, Cat Noir. Θα είμαι για πάντα φίλη σου. Μπορείς να μου μιλήσεις για τα πάντα και στο υπόσχομαι ότι θα σε βοηθήσω. Αλλά... Μην τα κρατάς μέσα σου, μην με κλειδώνεις απʼ έξω. Θα σε καταστρέψουν». Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του ήρωα καθώς τύλιγε σφιχτά τα χέρια του γύρω από το σώμα της Marinette. Η ζεστή αγκαλιά της άρχισε να διώχνει την παγωνιά της μοναξιάς που είχε συσσωρευτεί τόσα χρόνια μες την ψυχή του και για πρώτη φορά αφέθηκε να κλάψει. Να νιώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα που καταχώνιαζε για χρόνια.
  Η κοπέλα δεν μίλαγε, απλά του χάϊδευε την πλάτη πότε-πότε μουρμουρίζοντας ένα "όλα θα πάνε καλά". Αλλά ο Cat Noir δεν έλεγε να ηρεμήσει. Η μοναξιά, που ένιωθε τόσα χρόνια να τον πνίγει, φάνταζε τρισχειρότερη τώρα που ο πατέρας του θα έμπαινε στη φυλακή. Τί θα έκανε ο ίδιος από εδώ και πέρα; Όντας ανήλικος κάποιος έπρεπε να τον πάρει υπό την εποπτεία του, αλλά ο Adrien γνώριζε ότι ο πατέρας του δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους συγγενείς, ούτε τους δικούς του, ούτε από την μεριά της μαμάς του. Θα ήταν ένας παρείσακτος και μπορεί να χρειαζόταν να φύγει από το Παρίσι.
  Όλα αυτά ήθελε να τα πει, να τα πει σε κάποιον για να φύγει λίγο από το βάρος από πάνω του. Ήθελε κάποιος να τον παρηγορήσει, να ενδιαφερθεί να μάθει τί του συμβαίνει, να δει τον Adrien, όχι τον γιο του Gabriel ή το διάσημο μοντέλο. Το γεγονός ότι η Marinette είχε δει πίσω από την μάσκα του τον γέμιζε με ευγνωμοσύνη, αλλά δεν μπορούσε να την καταχραστεί. Δεν μπορούσε να πει τίποτα απʼ όλα αυτά όντας ο Cat Noir για να μην την βάλει σε κίνδυνο λόγω της ταυτότητάς του. Αν η Mari ανακάλυπτε ποιός ήταν θα την έβαζε στο στόχαστρο.
  Ο Hawkmoth μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά εκείνες οι Κτήτορες που είδα σήμερα το πρωί γυρνούν ελεύθερες, όπως και η Κτήτορας του παγωνιού. Δεν μπορώ να της μιλήσω και ως Adrien δεν μπορώ έτσι απλά να αρχίσω να την φορτώνω με τα προβλήματά μου. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά αναγκάζοντας τα δάκρυα να σταματήσουν. «Σʼ ευχαριστώ, Marinette, αλλά δεν μπορώ να μοιραστώ περισσότερα. Εύχομαι να ήμασταν κοντά με τον πολίτη-εαυτό μου. Τότε δεν θα υπήρχαν μυστικές ταυτότητες στη μέση». Γύρισε την πλάτη του ανεβαίνοντας στο κάγκελο του μπαλκονιού. Αν δεν τον σταματήσεις τώρα, θα τον χάσεις. Ούρλιαξε το μυαλό της Marinette και η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι είχε δίκιο. Ο Cat Noir θα συντριβόταν κάτω από εκείνα τα συναισθήματα και δεν θα ήταν ποτέ ο ίδιος.
  Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, καθώς αυτό που επρόκειτο να πράξει, την έκανε νευρική. Ξεροκατάπιε χωρίς να νιώθει καθόλου έτοιμη για όσα θα επακολουθούσαν, αλλά δεν θα άφηνε τον συνεργάτη της να υποφέρει χωρίς να έχει η ίδια προσπαθήσει να βοηθήσει. «Cat Noir, ανόητε γάτε, δεν υπάρχουν μυστικές ταυτότητες ανάμεσά μας», είπε πιο γενναία απʼ όσο ένιωθε. Ο ήρωας γύρισε το κεφάλι για να την κοιτάξει παραξενεμένος. Η Marinette το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει, πριν κλείσει τα μάτια και καλέσει την μεταμόρφωση με την γνωστή φράση. «Tikki, βάλε τις βούλες». Και τότε φως την τύλιξε. «Ladybug;». Το στόμα του Cat Noir έχασκε μέχρι το πάτωμα καθώς παρακολουθούσε την συμμαθήτριά του να γίνεται η συνεργάτης του στην προστασία του Παρισιού.
  «Ήταν καιρός να πέσουν οι μάσκες», είπε η κοπέλα χαμογελώντας αμήχανα μέσα στη στολή της. «Ήταν λογοπαίγνιο αυτό, Λαίδη μου;» ανασήκωσε ένα φρύδι ο Cat Noir και η συνεργάτης του άφησε ένα γελάκι. «Μπορεί». Η Ladybug πήδηξε με τη βοήθεια του γιο-γιο της στην διπλανή ταράτσα κάνοντας νόημα στον έφηβο να την ακολουθήσει, πράγμα που έκανε. Οι δυο τους άρχισαν να κατευθύνονται προς το συνηθισμένο τους στέκι, ενώ η Ladybug έπαιρνε τηλέφωνο την μαμά της.
  «Ναι;» απάντησε η Sabine. «Μαμά, πάω να κάνω την άσκηση που σου έλεγα με την Alya. Είναι επείγουσα, οπότε θα γυρίσω αργότερα. Εσύ με τον μπαμπά φάτε, μην με περιμένετε», είπε πειστικά η κοπέλα. «Εντάξει, καρδιά μου. Μην ξεχαστείς όμως με την πάρλα» ήρθε η απάντηση και οι δύο γυναίκες τερμάτισαν ταυτόχρονα την κλήση.
  Ο Tom είδε το πονηρό χαμόγελο της γυναίκας του και δεν άντεξε να μη ρωτήσει. «Τί έγινε;». Η Sabine κοίταξε την νεαρή πελάτισσα με τα ποτροκαλοκάστανα μαλλιά μπροστά της πριν απαντήσει. «Η Marinette έφυγε για να κάνει μια εργασία με την Alya». Δυσπιστία πλανήθηκε στον αέρα καθώς και τα τρία άτομα μέσα στο ζαχαροπλαστείο ήξεραν ότι κάποιο λάκκο είχε η φάβα. «Και πώς και δεν το ξέρω εγώ;» απόρησε συνοφρυωμένη η Alya που είχε περάσει να δώσει στην φίλη της το στυλό που είχε δανειστεί όσο έπαιζαν "όνομα-ζώο-φυτό" στην καφετέρια. «Έλα μʼ ντε!», είπε ο Tom. «Μάλλον η Marinette μας δουλεύει όλους ψιλό γαζί», αποκρίθηκε η μητέρα εκνευρισμένα. «Κάτσε να γυρίσει σπίτι».
  Η Ladybug και ο Cat Noir, εν τω μεταξύ, προσγειώνονταν πάνω στον πύργο του Άιφελ, κοντά στην κορυφή. «Tikki, βγάλε τις βούλες». Στη θέση της ηρωίδας στεκόταν για άλλη μια φορά μια αμήχανη Marinette που τελικά έκατσε σταυροπόδι πάνω στο ζεστό μέταλλο. Ο Cat Noir χαμογέλασε νευρικά, χωρίς να νιώθει έτοιμος γιʼ αυτό. Όμως, η λαίδη του είχε μοιραστεί την ταυτότητά της μαζί του και δεν ήθελε να την απογοητεύσει. «Plagg, μέσα τα νύχια», μουρμούρισε και η μεταμόρφωσή του εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω μόνο τον πραγματικό του εαυτό. Τα μάτια της Marinette γούρλωσαν, μόλις αντίκρυσε το ροδαλό από το κλάμα πρόσωπο του Adrien. Χαμογέλασε άφωνη και ο νέος κάθισε δίπλα της νιώθωντας υπερβολικά άβολα για να σταθεί όρθιος.
  «Απογοητεύτηκες;». Ήταν η πρώτη λέξη που ξέφυγε από το στόμα του, καθώς η ανασφάλειά του τον κατελάμβανε. «Γιατί να απογοητευτώ, χαζούλη;», αποκρίθηκε η Marinette συμπεριφερόμενη στον Adrien όπως στον Cat Noir. Βέβαια, η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την ευτυχία που τα δύο άτομα που αγαπούσε τελικά ήταν ένα, αλλά κράτησε υπό έλεγχο τα συναισθήματά της για την ώρα. Ο Adrien δεν έψαχνε για κοπέλα αυτή τη στιγμή, αλλά για μια φίλη.
  «Είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι ο Hawkmoth ήταν ο Gabriel Agreste». Σʼ αυτά τα λόγια ο Adrien σφίχτηκε. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και γύρισε αλλού το βλέμμα. Αντί να απαντήσει τράβηξε από την τσέπη του την καρφίτσα και την έδωσε στην Marinette. «Αυτό είναι το miraculous των Υπερ-ηρώων;» ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα, ενώ το στριφογύριζε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ο Adrien δεν απάντησε και πάλι βρίσκοντάς το ακόμα πιο δύσκολο να ανοιχτεί τώρα στην κοπέλα.
  Η Marinette δαγκώθηκε αντιλαμβανόμενη την καταθλιπτική ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. «Adrien, αυτό που έκανες ήταν πολύ γενναίο και δεν πρόδωσες τον πατέρα σου. Έπρεπε να τον σταματήσεις προτού κάποιος τραυματιζόταν άσχημα», είπε απαλά η κοπέλα περνώντας το δεξί της χέρι γύρω από τους ώμους του Adrien. Δεν είχε χρόνο για ντροπές αυτή την στιγμή που ο συνεργάτης και φίλος της την χρειαζόταν. Όλα τα συναισθήματά της τα είχε καταπιέσει για χάρη του εφήβου και θα ασχολιόταν μαζί τους αργότερα όσο ήθελε. Όμως, τώρα έπρεπε να τον βοηθήσει.
  Ο Adrien χαμογέλασε. «Τί;» απόρησε η κοπέλα. «Απλά σκέφτομαι πόσο έχεις αλλάξει. Παλιά ούτε που μπορούσες να αντέξεις την παρουσία μου και τώρα...». Ναιπ, αυτή είναι η σωστή περιγραφή, αν και τον απέφευγα γιατί μπέρδευα τα λόγια μου και πάντα κατέληγα να λέω βλακείες, θυμήθηκε. «Είχα κάποια θέματα αυτοπεποίθησης, αλλά μην ανησυχείς, τα ʼλυσα», είπε εύθυμα κάνοντας τον Adrien να ανασηκώσει το ένα φρύδι. «Δεν με σιχαινόσουν;». Η Marinette γύρισε απότομα το κεφάλι της σχεδόν βρίσκοντας στο δικό του. «Όχι, βέβαια!» είπε κατηγορηματικά.
  Ο Adrien τραβήχτηκε μακρύτερα σηκώνοντας παράλληλα τα χέρια σε μια ένδειξη παραίτησης. Η σιωπή αγκάλιασε για άλλη μια φορά τους δύο έφηβους και η Marinette δεν ήξερε πώς έπρεπε να την σπάσει. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά χωρίς κανένας από τους δύο να κουνιέται και στο τέλος ο Adrien ήταν αυτός που έκανε την αρχή. «Ο πατέρας μου... πραγματικά νόμιζα ότι είχε αλλάξει. Τον τελευταίο καιρό προσπαθούσε αληθινά να είναι δίπλα μου. Βέβαια, του πήρε λίγα χρόνια να το συνειδητοποίησει, αλλά τα κατάφερε εν τέλει». Ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Αλλά μετά, απλά άλλαξε πίσω στον παλιό του εαυτό. Εξαφανίστηκε από το σπίτι, ενώ ήταν σε άσχημη κατάσταση υγείας και έστειλε το akuma».
  Η Marinette άκουγε σιωπηλή με την ραγισμένη φωνή του Adrien να την πονάει στην καρδιά. Ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να μην αφήσει ξανά κανέναν να τον πειράξει, αλλά φοβόταν μήπως τον τρόμαζε. Αργά βήματα, όλα θα έρθουν στην ώρα τους, υπενθύμισε στον εαυτό της. «Δεν ήθελα να τον παλέψω. Μόνο να μιλήσουμε. Αλλά επιτέθηκε από το πουθενά και ήταν και ο Felix εκεί που επιτέθηκε πίσω και μετά επιτέθηκα εγώ στον Felix και ο πατέρας μου στον Felix και θα τον σκότωνε, οπότε έπρεπε να επέμβω. Τον σταμάτησα και πήρα την αστυνομία». Ένας αχνός λυγμός του ξέφυγε και το σώμα του άρχισε να τρέμει.
  Η κοπέλα δεν καταλάβαινε πολλά απʼ όσα έλεγε, αλλά δεν τον διέκοψε. Μόνο έπιασε το χέρι του με το δικό της για να τον ηρεμήσει, ενώ παράλληλα τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ο Adrien αποτράβηξε το βλέμμα του, καθώς φοβόταν να της δείξει τον χαμό και την καταστροφή που καιροφυλακτούσε στα δικά του. «Τώρα δεν... Δεν ξέρω καν τί θα γίνει. Μάλλον θα με αναλάβουν συγγενείς, αλλά δεν είχαμε ποτέ καλές σχέσεις με κανέναν στην οικογένεια και τώρα... Μπορεί να χρειαστεί να φύγω από το Παρί-». Σταμάτησε ξαφνιασμένος νιώθωντας στο πλάι του κεφαλιού του το κεφάλι της Marinette.
  «Όλα θα πάνε καλά. Δεν πρόκειται να φύγεις από το Παρίσι. Και είμαι σίγουρη ότι οι συγγενείς σου κρατάνε μούτρα στον πατέρα σου, όχι σε σένα. Εξάλλου, είμαι εγώ εδώ, όπως και η Alya και ο Nino. Δεν είσαι μόνος». Η τελευταία πρόταση αντήχησε για πρώτη φορά μέσα στο μυαλό του νέου και ασυναίσθητα γύρισε να κοιτάξει την Marinette. Η κοπέλα τραβήχτηκε για να την δει καλύτερα και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά χαϊδεύοντας ανάλαφρα μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά του. «Δεν είμαι;» ρώτησε αναζητώντας επιβεβαίωση. «Δεν είσαι!» χαμογέλασε η Marinette και του άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.
 

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Onde histórias criam vida. Descubra agora