Διαλεχτά Παιδιά

982 33 23
                                    

"Συνεχίζεται η απεργία πείνας του επίδοξου ληστή Ιορδάνη Γκαλλή, πάρα τις προειδοποιήσεις των γιατρών για σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του. Μετά από την απαίτηση του για έφεση, στράφηκε σε διαμαρτυρία. Ο κρατούμενος συνεχίζει την απεργία πείνας εδώ και δεκατέσσερις μέρες. Αλλάζουμε το θέμα μας, για να δούμε το ντύσιμο που έφερε χτές η Μισέλ Ομπάμα..."

Ήμουν στο δέυτερο καφέ της ημέρας και ήταν ακόμα νωρίς. Παρακολουθούσα τηλεόραση στη μικρή τουαλέτα στην οποία κάναμε διάλειμμα ενώ τα μάτια μου έκλειναν απ'την νύστα.

"Του κεφαλιού του αυτός. Έτσι όπως το πάει θα είναι με το ένα πόδι στο τάφο. Μια βδομάδα τώρα ακόμα αρνείται να φάει μπουκιά. Κρίμα, τόσο ωραίο και ευγενικό αγόρι." Είπε η κυρία Νικολέτα, και έφτιαξε τον κότσο της με τη φουρκέτα στο στόμα.

"Κούκλος είναι." Είπε η Λίτσα, επίσης πρακτικάρια νοσηλεύτρια σαν εμένα, κοιτώντας με μέ νόημα. "Εσύ τι λες Εβελίνα, που έχετε μιλήσει και λίγο;" 

"Πως είναι ωραίος, είναι. Είναι και έξυπνος πολύ, όποτε μπαίνω στο δωμάτιο είναι με το βιβλίο στο χέρι." Είπα, "Πάω λοιπόν." Έστειλα τον εσπρέσο στον κάδο, και βγήκα έξω με τον πιεσομετρητή.

Στάθηκα έξω απο το δωμάτιο που φυλασσόταν και περίμενα να μου ανοίξει ο αστυνομικός την πόρτα. Με κοίταξε απο πάνω μέχρι κάτω και μου επέτρεψε να μπώ. Μόλις γύρισα τη πλάτη μου σε εκείνον έκανα μια ενοχλημένη γκριμάτσα.

"Καλώς την." Έιπε χαλαρά με μια καθημερινή φωνή. Ήταν ασυνήθιστο να με χαιρετά τόσο ψύχραιμα άτομο στην δικιά του κατάσταση. Ήταν ξαπλωμένος με το δεξί του χέρι δεμένο στο κρεβάτι. Ένας αστυνομικός που καθόταν δίπλα από τη πόρτα με τα χέρια πίσω από τη πλάτη μας κοιτούσε επίμονα. Ο Ιορδάνης, ηταν ασυνήθιστη φυσιογνωμία, ήταν ψιλόλιγνος, και είχε μικρά λουλούδια τατουάζ διάσπαρτα στα χέρια, όμως δεν τον έκαναν άγριο. Είχε έντονη γαμψή μύτη και πολύ φωτεινό χαμόγελο. 

"Γειά σου Ιορδάνη, καλημέρα." Είχε ενέργεια, περιέργως, παρά το πόσο υποσιτισμένος ήταν, και διάβαζε Πιότρ Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια. "Έχεις μπεί σε λούκι, ε;" Του σήκωσα το μανίκι και τύλιξα το πιεσόμετρο γύρω απο το μπράτσο του.

"Θύμισέ μου το όνομά σου."

"Εβελίνα."

"Α, ναι. Τι ωραίο όνομα." Είπε και μου χαμογέλασε. Τον κοίταξα ενώ πατούσα τα κουμπιά. Με κοιτούσε γοητευτικά και με σκέρτσο. Γέλασα βρίσκωντας το οτί είχε όρεξη να με φλερτάρει ακόμα και στην κατάστασή του, αστείο.

"Να τελειώνουμε λίγο με τη ψιλή κουβεντούλα ε;" Είπε θυμωμένα ο αστυνομικός στην πόρτα, που φύλαγε τον Ιορδάνη.

Γύρισα να τον κοιτάξω χωρίς να κρύβω την ενόχληση μου αλλά γυρισα μπροστά ξανά.

"Πως το βλέπεις; Θα κρατήσεις πολύ την απεργία;" Ρώτησα για να σπάσω την άβολη παρέμβαση του αστυνομικού.

"Θα κρατήσω την απεργία μέχρι να πάρω αυτό που ζητάω. Δεν γίνεται για μια ληστεία σε τράπεζα να με καταδικάσουν σε ισόβια φυλάκιση. Έτσι κι αλλιώς σύντομα γίνονται εκλογές και ο κόσμος είναι σε αναταραχή."

"Δεν λήστεψες μόνο μαλακισμένο. Σκότωσες συνάδερφο μας με ευθεία βολή. Και είπα, τέλος η ψιλή κουβεντούλα. Πάρε του την πίεση, μην μιλάτε, και φύγε. Κατανοητό;"

"Συγνώμη, απογορεύεται και να μιλάω με ανθρώπους;" 

"Χαμήλωσε τη φωνή σου. Βρίσκεσαι σε νοσοκομείο." Τον διέταξε.

"Εσύ τώρα δηλαδή μου επιβάλλεις τον νόμο και την κοινή ειρήνη; Δες πως είσαι, σαράντα κιλά."

"Έλα, σταμάτα." Του είπα και ο αστυνομικός αναστέναξε νευριασμένος.

"Μα την Παναγία, θα σου σπάσω τη μούρη. Συνέχισε τις μαλακίες." 

 "Τώρα τι προσπαθείς να βρεις, άκρη;" Τον ρώτησα πολύ, πολύ ψιθυριστά.

"Ώπα." Είπε εξίσου χαμηλόφωνα. Έβαλα το δάχτυλό μου πάνω στα χείλια μου κάνωντας του νόημα να σωπάσει. Χαμογέλασε και γύρισε να κοιτάξει έξω απο το παράθυρο. Η ησυχία συνέχισε μέχρι που ξετύλιξα το περιβραχιόνιο απο το χέρι του και σημείωσα την πίεση του σε ένα μπλοκάκι. "Έχεις χαμηλή πίεση. Φάε κάτι. Δεν μπορώ να σκέφτομαι οτί θα σου ρίξουν φαί στο στομάχι με σωλήνα."

"Δεν θα σπάσω την απεργία, μέχρι να πάρω αυτά που απαιτώ." Είπε και μάζεψα το πιεσόμετρο για να φύγω. Πρίν απομακρυνθώ, μου έπιασε το χέρι σφιχτά.

"Πότε θα ξαναπεράσεις;" Με ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου ανήξερη. "Εγώ θα περιμένω." Είπε και χαμογέλασα, βγαίνωντας απο το δωμάτιο.

Όπως αποχωρούσα σέρνοντας το πιεσόμετρο, ο αστυνομικός έξω απο την πόρτα με κοιτούσε επίμονα, και θυμωμένα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί το πρόσωπό μου.

Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την ΝύχταWhere stories live. Discover now