Κεφάλαιο 18

320 60 33
                                    

5 χρόνια μετά.

Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Σήμερα θα δεθούν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται με τα ιερά δεσμά του γάμου.

Σας προσκαλούμε στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μας. έλεγε το προσκλητήριο και ήταν τα πιο σωστά λόγια για να περιγράψουν τη σημερινή μέρα.

Ο Νικήτας ήταν στο σπίτι του και έφτιαχνε τη γραβάτα του. Είχε αγχωθεί πολύ. Ήθελε να είναι όλα υπέροχα και να μην πάει τίποτα στραβά.

Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και μέσα μπαίνει ένα μικρό ζιζάνιο τριών χρονών.

<Νικήτααααααα!!> φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του.

<Πέτρο μου!> είπε σηκώνοντας τον ψηλά και φιλώντας του το μικρό του κεφαλάκι. <Νομίζω ότι μόλις σε δει η νύφη θα παρατήσει τον γαμπρό και θα παντρευτεί εσένα τόσο όμορφος που είσαι.> του έκανε το κομπλιμέντο και αμέσως στο δωμάτιο ακούστηκε το δυνατό παιδικό γέλιο του Πέτρου. <Η μαμά που είναι;> τον ρώτησε μετά από λίγο.

<Με ζήτησε κανείς;> ακούει την φωνή της και γυρίζει να την αντικρίζει. Στην αγκαλιά της ήταν η μόλις ενός έτους Λυδία. Ήταν πολύ όμορφο μωρό και μεγάλα καστανά μάτια. <Από το ένα μέχρι το δέκα πόσο άγχος έχεις για σήμερα;> τον ρώτησε γλυκά η Ελένη.

<Είκοσι.> της απάντησε γελώντας. Άφησε κάτω τον μικρό και πήρε στην αγκαλιά του την μικρή Λυδία. Ήταν η αδυναμία του. Πέρναγε πολύ χρόνο μαζί της. Πάντα ήθελε ένα κοριτσάκι που να μοιάζει στην μητέρα του. <Εσύ πως είσαι;> την ρώτησε με ενδιαφέρον.

<Πολύ ήρεμη. Η νύφη πάλι καθόλου. Μας έχει τρελάνει όλους.> του είπε σε στιλ χιούμορ αλλά η πραγματικότητα ήταν χειρότερη.

<Να πάω να την δω ή θα φωνάζει πάλι;> της πρότεινε ελπίζοντας να πει ναι.

<Νικήτα άστο καλύτερα. Είναι ήδη πάρα πολύ αγχωμένη και πραγματικά δεν θέλεις να ξεσπάσει πάνω σου.> του απάντησε προσπαθώντας να τον αποτρέψει.

<Καλά.> υποχώρησε. <Λοιπόν, πρέπει να πάμε στην εκκλησία. Θα πάω μαζί με τον Στάθη. Θες να πάρω και εσένα με τα παιδία ή θα πάτε με τον άντρα σου;> την ρώτησε για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες.

<Θα πάω με τον Βασίλη. Είναι ήδη κάτω και περιμένει. Ο Στάθης που είναι;> ρώτησε αφού σε όλο το σπίτι δεν είδε πουθενά τον αδελφό της.

<Μέσα ετοιμάζεται. Απλά έχει κλειδώσει. Δεν θέλει να τον ενοχλήσει κανείς λέει> της απάντησε εκείνος και άρχισαν να κατεβαίνουν στον κάτω όροφο. <Επ, Βασίλη τι κάνεις;> τον ρώτησε ευγενικά.

ΟΙ 6 ΦΟΙΤΗΤΕΣNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ