Κεφάλαιο 13

394 70 101
                                    

Η στιγμή που αντίκρισαν ο ένας τον άλλον από τόσο κοντά ήταν σαν όνειρο. Ήταν κάτι μαγικό που δεν υπήρχαν λέξεις για να μπορέσει ο Απόλλωνας να το περιγράψει... Τόσο φτωχό λεξιλόγιο είχε εκείνη την στιγμή. Όλα ήταν φτωχά και τιποτένια εκείνη την στιγμή, εκτός από την κόρη του. Ξαφνικά ένιωσε να μην πατάει στην γη. Την ύπαρξη του πια δεν κρατούσαν στην γη τα λεφτά, η εξουσία και όλα όσα είχε καταφέρει. Την ύπαρξη του πια την κρατούσε στην γη αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα, που μπορούσε να το πάρει αγκαλιά με το ένα του χέρι. Αυτό το πλάσμα που δεν ζύγιζε σχεδόν τίποτα, που δεν ήξερε ακόμα να μιλάει, που ακόμα δεν έκανε καλά καλά τα πρώτα του βήματα, ήταν όλος του ο κόσμος. Όλη η αλήθεια... Ήταν πατέρας...

Την κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια και δεν χόρταινε. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα από χαρά και συγκίνηση.

<<Δεν της αρέσει να την κοιτάνε τόσο έντονα>> είπε η Μαρία. <<Μπορεί να την τρομάξεις>>.

Μα, προς έκπληξη της, η μικρή μόλις τον είδε, έμεινε να τον κοιτάει και εκείνη μαγεμένη, σαν να έβλεπε το πιο όμορφο τοπίο του κόσμου. Με ορθάνοιχτα μάτια έμεινε να τον κοιτάει ενθουσιασμένη. Άπλωσε το χεράκι της πάνω του και αυτός το έπιασε, με το δικό του, πελώριο χέρι, να τρέμει σαν φτερό στον άνεμο. Σχεδόν αμέσως άπλωσε τα δύο της χεράκια προς το μέρος του για να του δείξει ότι θέλει να την πάρει αγκαλιά και εκείνος αμέσως υπάκουσε. Την πήρε στην αγκαλιά του και έμεινε να την κοιτάει άφωνος, σοκαρισμένος, έκπληκτος. Αυτό το θαύμα ήταν δικό του... Αυτός ο πανέμορφος άγγελος του άνηκε... Νόμιζε πως από την χαρά, η καρδιά του θα σκάσει.

Η Μαρία έμεινε να τους παρατηρεί, χαμογελώντας έτσι που κοιταζόντουσαν στα μάτια και κατάλαβε αμέσως... Ήταν έρωτας με την πρώτη μάτια. Η μικρή μόλις χόρτασε λίγο να τον κοιτάει, ξάπλωσε το κεφαλάκι της πάνω στο στέρνο του και ο Απόλλωνας έκλεισε τα μάτια. Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα, κύλισε ένα δάκρυ.

Η Μαρία τους παρατηρούσε με ποίκιλα συναισθήματα. Ταυτόχρονα χαιρόταν μα και ζήλευε. Η μικρή φαινόταν απόλυτα γοητευμένη και μαγεμένη από τον πατέρας της. Η κοπέλα πλέων θα μοιραζόταν την αγάπη της κόρης της και όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί το έβλεπε καθαρά. Εκείνος θα ήταν από εδώ και πέρα η αδυναμία της. Και εκείνη θα την αγαπούσε η κόρη της, αλλά για εκείνον θα ένιωθε κάτι μαγικό.

Η Δημητρούλα είχε κοιμηθεί πάνω στην αγκαλιά του Απόλλωνα. Είχε ακουμπισμένο το αυτάκι της στην καρδιά του και κοιμόταν γαλήνια, σαν να βρήκε να ξαπλώσει σε ένα μικρό κομμάτι παραδείσου. Ο Απόλλωνας είχε κλείσει και εκείνος τα μάτια του και με πρωτόγνωρη γαλήνη, τον πήρε ένας απαλός ύπνος, σαν να κοιμάται πάνω σε σύννεφα.

Η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα 2. Οι μάσκες πέφτουν.Onde histórias criam vida. Descubra agora