Κεφάλαιο 31

471 74 211
                                    

Και έτσι ο καιρός περνούσε όμορφα... Για πρώτη φορά στην ζωή του Απόλλωνα. Τόσο όμορφα και χωρίς άγχος.

Πούλησε το δικηγορικό του γραφείο και πλέον δούλευε από το σπίτι του. Έτσι κι' αλλιώς το γραφείο που είχε κάνει στο σπίτι, ήταν πλήρως εξοπλισμένο με ότι χρειαζόταν και έτσι σκέφτηκε να δουλεύει από εκεί για να μην αφήνει μόνες τους την γυναίκα του και το παιδί του. Οι ασκούμενοι του πήραν τον δρόμο τους και ο Απόλλωνας κράτησε μόνο την γραμματέα του, την Κατερίνα που ήταν μια εξαιρετική γυναίκα και που έγιναν πολύ καλές φίλες με την Μαρία. Είχαν κάνει και μια πόρτα στο γραφείο του, στο πίσω μέρος του σπιτιού για να μπαίνουν από εκεί οι πελάτες. Στον Απόλλωνα δεν άρεσε καθόλου η ιδέα να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και να περνάνε από το σαλόνι του και την κουζίνα του όποιος πελάτης ήθελε να τον δει. Οπότε με αυτόν τον τρόπο, κανένας ξένος δεν έμπαινε μέσα στο σπίτι του.

<<Βρε καρδούλα μου...>> έκανε ικετεύοντας ο Απόλλωνας την κόρη του. <<Τόσα παραμύθια έχουμε. Γιατί πρέπει εκείνο;>>.

<<Είναι το αγαπημένο μου>> είπε η Δημητρούλα και του χαμογέλασε ναζιάρικα. <<Θέλω να μου το διαβάσεις σε λίγο που θα με βάλετε για νάνι>>. Τον πίεζε να βρει το αγαπημένο της παραμύθι, τον 'Ζαχαρένιο' να της το διαβάσει, αλλά ο Απόλλωνας δεν είχε ιδέα που ήταν. Δεν μπορούσαν να το βρούνε ανάμεσα σε τόσα παραμύθια και παιχνίδια.

<<Θα το έψαχνα εγώ αγάπη μου>> του είπε η Μαρία. <<Αλλά πίτσα ζητήσατε. Πρέπει να περιμένω να γίνει. Φοβάμαι μην μου αρπάξει>>.

<<Καλά, καλά. Πάω στην σοφίτα να το βρω>>. Ο Απόλλωνας ανέβηκε τις μικρές, ξύλινες σκάλες τις σοφίτας και ανέβηκε πάνω. Άναψε ένα μικρό φωτάκι και κοίταξε προβληματισμένος τριγύρω.

<<Πως θα βγάλω άκρη εδώ μέσα;>> αναρωτήθηκε και κοίταξε μπερδεμένος γύρο του. Υπήρχαν παντού κούτες με παιχνίδια, κούτες με χριστουγεννιάτικα, κούτες με αποκριάτικες στολές ακόμα και με πασχαλινά κουνέλια και αυγά. Άρχισε να ανοίγει κούτες και να ψάχνει αλλά τίποτα.

Ξαφνικά το είδε. Ήταν σε μια γωνία, πάνω σε ένα τραπέζι. <<Το βρήκα!>> φώναξε και το πήρε. Γύρισε να φύγει, μα κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι πίσω. Το παραμύθι δεν ήταν πάνω σε ένα τραπέζι, όπως νόμιζε, αλλά πάνω σε ένα μπαούλο. Το είχε δει άλλη μια φορά αυτό το μπαούλο. Όταν είχε αγοράσει το σπίτι για τα κορίτσια, ήταν από τα λίγα πράγματα που η Μαρία πήρε από το παλιό της σπίτι που νοίκιαζε. Το άνοιξε από περιέργεια να ρίξει μια ματιά και έπειτα το έκλεισε και σηκώθηκε να φύγει...

Η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα 2. Οι μάσκες πέφτουν.حيث تعيش القصص. اكتشف الآن