Την αλήθεια!

168 16 2
                                    

Ισμήνης POV

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει, και η μάνα μου δείχνει να σοκάρεται.
«Καλησπέρα»
Τελικά την χαιρετάει πρώτος ο Στράτος. Επιμένει να μας κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα.
«Δεν θα μας πεις να περάσουμε;»
Αναρωτιέμαι, έχοντας επίγνωση ότι βρίσκεται ακόμη σε σοκ.
«Τι κάνεις με αυτόν εδώ;»
Με ρωτάει μπερδεμένη.
«Αν και δεν υπάρχει λόγος, θέλω να σου ανακοινώσω μία πολύ σοβαρή μου απόφαση»
Δηλώνω, αγνοώντας να απαντήσω στο ερώτημα της. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της, παίρνοντας παράλληλα την πιο υπεροπτική της έκφραση.
«Ακόμα δεν μου εξήγησες τι δουλειά έχει αυτός εδώ πέρα»
Επιμένει, προκαλώντας τον θυμό μου.
«Αν υπάρχει θέμα, μπορώ να φύγω»
Πετάγεται ο Στράτος, κοιτάζοντας διστακτικά την μάνα μου.
«Αν υπάρχει θέμα; δεν φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει;»
Ρωτάει με αλαζονεία.
«Θα μας αφήσεις να μπούμε η όχι;»
Ρωτάω ανεβάζοντας επίτηδες λίγο τον τόνο της φωνής μου, για να προκαλέσω την προσοχή της. Και το πετυχαίνω! Ξαφνικά, νιώθω το χέρι του να ζουλά το δικό μου. Τον κοιτάζω.
«Μπορώ να περιμένω εδώ»
Μου προτείνει χαμηλόφωνα. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου ως απάντηση. Δε θα τον αφήσω να περιμένει έξω σαν το σκυλί. Είμαστε μαζί, και καλά θα κάνει η μάνα μου να το δεχτεί σύντομα.
«Τέλος πάντων, περάστε»
Μας δίνει την άδεια τελικά, κάνοντας στην άκρη. Μπορεί να θεωρηθεί ως πρόοδος αυτή της η κίνηση. Περπατάμε προς το σαλόνι, με εκείνη να μας ακολουθεί.
«Τι έγινε; αποφασίσατε να παντρευτείτε;»
Μπορώ να αναγνωρίσω εύκολα τον σαρκασμό στην χροιά της. Γυρίζω από την άλλη, έτοιμη να την αντιμετωπίσω.
«Παραιτήθηκα»
Της το ανακοινώνω ωμά, χωρίς προλόγους. Τα μάτια της γουρλώνουν από το σοκ.
«Τι έκανες;»
«Αυτό που άκουσες μαμά»
Απαντάω λιτά. Η έκφραση της δηλώνει μονάχα σοκ.
«Γιατί;»
«Για πολλούς λόγους»
Δεν θα αρχίσω να εξηγώ. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα, είναι τις λεπτομέρειες.
«Καταστραφήκαμε»
Αναγγέλλει, καθώς καταρρέει στην πολυθρόνα. Αγνοώ την πρόταση της και συνεχίζω.
«Σκοπεύω να φύγω από την Αθήνα»
Της ανακοινώνω λιτά. Γυρίζει αργά το κεφάλι για να με κοιτάξει.
«Ισμήνη.... τι λες;»
Πετάει, παντελώς σαστισμένη.
«Παράτησες τα πάντα για έναν επιπόλαιο έρωτα; για έναν άντρα που δεν μπορεί να σου προσφέρει καμία άνεση; είσαι σοβαρή;»
Ο τόνος της ανεβαίνει σταδιακά. Αυτόματα τσιτώνομαι.
«Δε θα κρίνεις εσύ τη δική μου την ζωή»
Λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ. Γιατί είμαι στο όριο να την παρατήσω και να φύγω!
«Ήθελα απλά να είσαι ενήμερη, να μη φύγω και σε αφήσω με ερωτηματικά»
Προσθέτω, έτοιμη να κάνω μεταβολή για να φύγω.
«Ποιος θα πληρώσει το χρέος; Χριστέ μου, καταστραφήκαμε»
Κοκαλώνω.
«Ποιο χρέος;»
Αναρωτιέμαι, κοιτώντας την έντονα. Το κεφάλι της έχει χαμηλώσει, και με τα δάχτυλα της τρίβει τους κροτάφους της.
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν γνωρίζεις για τον πατέρα σου»
Λέει, αφήνοντας το χέρι της να πέσει από το πρόσωπο της. Τα φρύδια μου σμίγουν.
«Μπορεί στο μυαλό σου να τον έχεις σαν πρότυπο, σαν έναν ήρωα....»
Την αφήνω να συνεχίσει, νιώθοντας την ανάσα μου να κόβεται σταδιακά. Το βλέμμα της ανεβαίνει γρήγορα στο δικό μου.
«Αλλα μόνο αυτό δεν ήταν»
Θυμό. Το μόνο που βλέπω στο πρόσωπο της, είναι θυμός. Δεν την έχω ξανά ακούσει να μιλάει έτσι για τον πατέρα.
«Τι θες να πεις;»
Φοβάμαι να ακούσω την συνέχεια. Την παρακολουθώ να ρουθουνίζει ειρωνικά.
«Αφότου παράτησε την υπόθεση του χωριού, ο πατέρας σου άρχισε να πίνει. Εσύ δεν ήσουν τότε εδώ, γι' αυτό δεν το ξέρεις»
Να πίνει; τι είναι αυτά που λέει; ο πατέρας μου δεν ήταν τέτοιος.
«Η πολιτική του καριέρα είχε πάρει την κάτω βόλτα. Είχε κάνει και ένα δάνειο τότε, ήταν και οι σπουδές σου στην μέση....»
«Τι δάνειο;»
Μένω σε αυτό. Με κοιτάζει.
«Ο πατέρας σου ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι για σένα. Αλλά δεν κατάφερε να το ξεχρεώσει, και όταν πέθανε....»
Κόβει την πρόταση της, σα να μη θέλει να μου εξηγήσει. Η ανάσα μου έχει γίνει βαριά πλέον.
«Δανείστηκα χρήματα από τον Μιχάλη για να ξεχρεώσουμε»
Η αποκάλυψη έρχεται σαν κεραμίδα στο κεφάλι μου, προκαλώντας μου ζάλη.
«Θα μπορούσα να το είχα παρατήσει εκείνο το σπίτι, να μην με νοιάξει....»
Μου εξηγεί, κρατώντας το βλέμμα της μακριά από το δικό μου.
«Ήθελα όμως να έχεις ένα δώρο από τον πατέρα σου»
Το σπίτι στο Βόλο, αυτό εννοεί. Το θυμάμαι. Κάποτε είχα ζητήσει από τον πατέρα μου να μου φτιάξει ένα σπίτι στην παραλία. Ήταν κάτι σαν.... παιδικό όνειρο. Κι εκείνος μου το έκανε το χατίρι. Θεέ μου, φοβάμαι ότι θα σωριαστώ κάτω.
«Και ποια ήταν η ανταλλαγή γι' αυτό το δάνειο; να παντρευτώ τον Μιχάλη;»
Της το πετάω ευθέως, νιώθοντας ήδη κάποιους κόμπους δακρύων πίσω από τα μάτια μου. Κατεβάζει ξανά το κεφάλι της, αποφεύγοντας να με αντιμετωπίσει.
«Ήθελα ένα καλύτερο μέλλον για σένα»
Ψελλίζει. Γελάω ειρωνικά.
«Όχι μαμά, απλώς βρήκες την τέλεια ευκαιρία!»
Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ξαφνικά νιώθω σαν.... σαν αντικείμενο! Λες και πουλήθηκα σε τιμή προσφοράς. Υψώνω για μερικά δευτερόλεπτα το βλέμμα μου στον ουρανό.
«Ο γάμος μου θα ήταν η εξόφληση σου στον Μιχάλη. Σε ενδιέφερε περισσότερο να καλύψεις εσένα, παρά να δεις ευτυχισμένη την κόρη σου»
Δεν υπάρχει τελικά μεγαλύτερη απογοήτευση από αυτήν που μπορούν να σου δώσουν οι γονείς σου. Δεν είχα ιδέα για όλα αυτά.
«Γι' αυτό έχεις τέτοια άρνηση απέναντι στον Στράτο»
Συνειδητοποιώ. Με κοιτάζει, αλλά είναι για λίγο.
«Δεν θέλω να διαλύσεις την ζωή σου δίπλα σε έναν άντρα που δεν μπορεί να σου προσφέρει καμία άνεση»
Επιμένει σε αυτήν την θεωρία λοιπόν. Αναστενάζω με απογοήτευση.
«Κοίταξε τον! Και μετά.... κοίτα και σένα....»
Μου ζητάει, με μια απαξίωση στην χροιά της.
«Δεν έχετε τίποτα κοινό. Φαντάζεσαι τι ζωή μπορεί να έχεις δίπλα του;»
Αναρωτιέται, πριν ρουθουνίσει ειρωνικά. Βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ. Το κεφάλι μου είναι παγωμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά.
«Την απόφαση μου την έχω πάρει ήδη»
Της ανακοινώνω, πριν κάνω μεταβολή και φύγω έξω από αυτό το σπίτι.
«Ισμήνη»
Ο Στράτος με ακολουθεί.
«Ισμήνη, περίμενε»
Λέει ενώ φτάνει κοντά μου. Μοιραζόμαστε έντονα βλέμματα, γεμάτα ερωτηματικά και πόνο.
«Στράτο, θέλω να μείνω για λίγο μόνη μου»
«Δεν μπορώ να σε αφήσω σε τέτοια κατάσταση»
Απαντάει αμέσως, δείχνοντας κατηγορηματικός. Αφήνω μια ανάσα.
«Στράτο, σε παρακαλώ!»
Κατά τύχη, βλέπω ένα ταξί να περνάει από τον δρόμο. Αμέσως σηκώνω το χέρι μου, κάνοντας του νόημα να σταματήσει.
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο.... μόνη!»
Του εξηγώ, πριν μπω μέσα στο ταξί. Το αμάξι ξεκινάει και ο Στράτος μένει πίσω, να με κοιτάζει σαν χαμένος.

Η πτώσηWhere stories live. Discover now