Κεφάλαιο 7

310 11 0
                                    

Κυριακη 9 το πρωη μέσα στον ύπνο μου ακούω κάτι να χτυπάει μοιάζει με ξυπνητήρι. «Παρακαλώ» ακούω να λέει ο Γιώργος. Γύρισα πλευρό προσπαθώντας να συνεχισω τον ύπνο μου αλλά μάταια.

«Όχι αύριο δεν θα έρθω και γενικά όλοι την βδομάδα άκυροσε τα όλα. Πες ότι κάτι μου έτυχε.»

«Τι έγινε» μουρμούρισα.
«Θα σου πω όταν ξυπνήσεις.» Πετάχτηκε επάνω και πήγε στο μπάνιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Σηκώθηκα πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Δεν ένιωθα και τελείως καλά αλλά αύριο θα πηγενα στην δουλειά.

Ένιωσα δυο χέρια να με περνούν αγκαλιά. Με φίλησε στον λαιμό και έκατσε στο σκαμπό της κουζίνας.

Χαμογελώντας του πήγα τον καφέ και το έδωσα ένα πεταχτό φιλί.

«Τι δουλειά κανείς» ρώτησε ξαφνικά.
Και τότε σκέφτηκα πως δεν του είχα πει ποτέ τίποτα για αυτό το θέμα.

«Δασκάλα μωρό μου»
Με κοίταξε με αυτά τα μάτια που ακόμα δεν έχω καταλάβει τι χρωμα έχουν τελικά.
Πήρε ένα πονηρό ύφος «ξέρεις θα σου πήγαιναν πολύ και τα γυαλιά μαζί με ένα βιβλίο. Κόλαση θα ήσουν»

«Α δηλαδή τώρα είμαι ξενερωτη» τον ειρωνεύτηκα.

«Ίσως» είπε γελώντας « έχω μια ιδέα βέβαια δεν ξέρω αν θα ήθελες αλλά θα στην πω. Εγώ έχω καταγωγή από την Μανη. Πρόσφατα έχω αγοράσει και ένα σπίτι εκεί. Οι γονείς μου ζουν στο πατρικό μου. Και έχω παρά πολύ καιρό να τους δω και είχα σκεφτεί μα πηγαινα αυτην την βδομάδα.» Με κοίταξε γλυκά και συνέχεισε. «Θα ήθελες να πάμε μαζί» είπε σαν να με παρακαλάει.

Θα ήθελα πολύ να πάω αλλά πέρα ότι δεν έχω πάρει άδεια. Δεν ξέρω και αν πρέπει να γνωρίσω τους δικούς του εδώ καλά καλά δεν ξέρω αυτόν.
«Γιώργο σε ευχαριστώ αλλά δεν ξέρω. Πρώτον τι θα κάνω με την δουλειά μου δεύτερον έδω δεν ξέρω εσένα καλά καλά ακόμα μήπως είναι λίγο νωρίς για να γνωρίσω τους δικούς σου. Πιστεύω δεν είναι καλη ιδέα. Αλλά μπορείς να πας μόνος δεν υπάρχει θέμα.» Είδα το χαμόγελο του να σβήνει αλλά δεν τα παράτησε. Φυσικά και είχε επυχηριματα. Γιώργος Αλεξάνδρου είναι αυτός.

«Ωραία ωραία άκου. Στην δουλειά θα πάρεις να πεις ότι είσαι άρρωστη. Θα σου γράψω εγώ αναρρωτική. Τώρα όσο για τους γονείς μου εμείς θα μηνουμε στο δικό μου σπίτι αμμα δεν θες να έρθεις μαζί μου όταν θα πάω να τους δω δεν πειράζει το καταλαβαίνω.»

Τώρα εγώ τι να κάνω από την μια θέλω και από την άλλη. «Έλα ρε Ελένη σε παρακαλώ»

«Καλά καλά εντάξει θα πάμε» είπα και άρχισε να χερεσται σαν μικρό παιδί που το κάναν δώρο.

«Ωραία άκου θα πάω να σου γράψω αναρρωτική περνεις τηλεφωνώ τώρα κιόλα να πεις ότι δεν θα πας αυτήν την βδομάδα. Ετοιμάζεσαι και φυγαμαι.» Είπε και με φίλησε με πάθος.

«Μωρό μου ηρέμησε. Δεν περίμενα να χαρείς τόσο πολύ»

«Ε εντάξει ξέρω ότι θα σου αρέσει πολύ το μέρος και θα περάσουμε χρόνο μαζί» είπε σφυγκοντας με πάνω του.

Λιγες ώρες αργότερα...

Ήμασταν στο δρόμο για την Μανη. Έχω δει πολλές φωτογραφίες και πραγματικά το μέρος φαίνεται να είναι μαγικό. Ο Γιώργος κοιτούσε τον δρόμο και φαινόταν σκεπτικός. « τι έχεις» τον ρώτησα.

Μου χαμογέλασε χαϊδεύοντας μου το χέρι. « τίποτα όλα καλά»

«Γιώργο μπορεί να μην σε ξέρω καιρό αλλά κάτι έχεις το βλέπω. Αλλά αν δεν θέλεις να μου πεις το σέβομαι» με φίλησε στο μάγουλο πεταχτά και σημεχεισε να οδηγεί χορης να πει κουβέντα.

«Η μάνα μου έχει καρκίνο στο στήθος» είπε μετά από λίγο και έμεινα παγωτό να τον κοιτάζω.
«Συγνώμη» προσπάθησα να πω
«Δεν χρειάζεται να ζητάν συγνώμη εσυ δεν φταις για κάτι. Δύστυχος το ανακαλύψαμε αργά και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει» είπε χτυπώντας δυνατά το χέρι στο τιμόνι.

«Μωρό μου λυπάμαι. Αλλά να ξέρεις είμαι έδω.» Με κοίταξε χαμογελώντας ψεύτικα προσπαθώντας να κρύψει την θλίψη του.

«Πρώτη φορά με λες έτσι»
«Φάνηκε να σας άρεσε όμως κύριε Αλεξάνδρου»

«Ίσως» είπε και δίναμοσε την μουσική.
Δεν εκφράζεται εύκολα από όσο έχω καταλάβει.

Στο δρόμο μου έλεγε διαφορά γελούσαμε πέρασε ευχάριστα η ώρα. Φτάσαμε στη Αρεοπολη.
Είναι υπέροχο χωριό με ωραία γραφικά πέτρινα σπίτια. Βγήκαμε από το χωριό και αρχησαμε να ανεβενουμε ψηλά σε ενα λόφο που έβλεπες όλη την Αρεοπολη. Ο Γιώργος σταμάτησε μπροστά από μια μεγάλη καγκελόπορτα και πάτησε το κουμπη για να άνοιξη η πόρτα. Το σπίτι ηταν τεράστιο και πέτρινο. Ήταν μεγάλο αλλά και γραφικό.

« κυρία Κασιμη φτάσαμε» μου είπε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Κατέβηκα και εγώ και τον πλησίασα. « σου αρέσει εδώ» έγνεψα καταφατικά ναι. « έλα πάμε μέσα» μου είπε και με άφησε να περάσω πρώτη. « ωραία θέα μουρμούρισε» και με χτύπησε στον ποπό.

«Γιώργο» τσιρίξα και προχωρισα γρυγορα μέσα. «Το σπίτι σου είναι τέλειο» είπε κοιτώντας γύρο μου.
«Μμμμ» μουρμούρισε. « τι θα ήθελες να κάνουμε».

«Εγώ σήμερα μιας και είναι βράδυ και οδηγούσες τόσες ώρες λέω να χαλαρώναμε σπίτι και αύριο κάνουμε ότι θες.»

«Εντάξει κοριτσάρα μου. Αν και θα ήθελα να πηγαινα να έβλεπα την μάνα μου λίγο. Σε παρακαλώ θέλεις να έρθεις μαζί δεν θα κάτσουμε πολύ»

Πως μπορείς να του αντισταθείς όταν γίνεται ο γλυκός Γιώργος αναρωτήθηκα.
«Εντάξει» είπα διστακτικά.
« ωραία ετοιμάσου δεν θα κάτσουμε πολύ το υπόσχομαι»είπε φίλωντας με με πάθος.


Θα ήθελα πολύ να μου πείτε αν σας αρέσει η ιστορία. Και αν θα θέλατε να την συνεχίσω

Με την πρώτη μάτια Where stories live. Discover now