Κεφαλαιο 9

235 9 0
                                    

Πρωί Δευτέρας συκωθηκα με το ζόρι από το κρεβάτι. Απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά. Μου έλειπε ο Γιώργος τον είχα συνηθίσει τόσες μέρες. Στην Μανη περάσαμε υπέροχα και οι γονείς του φάνηκαν καλοί άνθρωποι.

Κοίταξα το κινητό είχα μυνημα από το Γιώργο. Χαμογέλασα αυθόρμητα.
Γυναικολόγος: καλημέρα κοριτσάκι μου.

Το είχε στείλει πολύ πρωί καλα τι ώρα σηκώθηκε αναρωτήθηκα.
Κάλεσα το νούμερο και περίμενα
«Καλημέρα σας κυρία Κασιμη πως μπορώ να φανώ χρήσιμος» είπε χαχανίζοντας.

«Καλημέρα μωρό μου» είπα κουρασμένη.
«Ωχ τι έγινε, δεν σε ακούω κεφάτη. Όλα καλα.» Με ρώτησε.

«Μμμ καλαααα» είπα βαρετά δεν ήθελα να του πω ότι μου έλειψε μην το πάρει και πάνω του.

«Μάλλον σας έλειψα κυρία μου»

« μεγάλη ιδέα έχετε για τον εαυτό σας κύριε Αλεξάνδρου. Αγάπη σε αφήνω γιατί έχω αργήσει. Θα τα πούμε αργότερα σε φίλο καλημέρα»

«Καλημέρα μωρό μου»

Έκλεισα βιαστικά το τηλεφωνώ και εξαφανίστηκα για την δουλειά είχα αργήσει είδη 10 λεπτά.
Είχα πολλά να κάνω σήμερα και έπρεπε να καλύψουμε την ύλη που είχε χαθεί από
Την βδομάδα που έλειπα. Αναστέναξα και μπήκα στο σχολείο.

Σχόλασα αργά το απόγευμα ο Γιώργος δεν με είχε ξανά πάρει τηλεφωνώ.
Εφτασα σπίτι και τον πήρα τηλέφωνο. Δεν απαντούσε. Είχα αρχησει να ανυσηχω.

Έφτασε βράδυ και τίποτα. Το πολύ πολύ να με βαρέθηκε σκεφτικά και αμέσως βούρκωσα. Αρχησα να κλαίω βουβά. Με πλήγωσε δεν το περίμενα αυτό από τον Γιώργο.

Τέσσερις μέρες αργότερα.....

Τα ματια μου κόκκινα και πρησμένα. Οι μαύροι κούκλοι εχουν κάνει πια την εμφάνιση τους. Όσο και να βάφτηκα δεν μπόρεσα να Καλυψώ το χαλί μου.

Είναι ένας μαλακας και μίσος φώναζα στον εαυτό μου ανεβοκατεβαίνοντας πάνω κάτω στο σαλόνι.

Δεν έχω ξανά θυμώσει τόσο πολύ με άνθρωπο. Έκανε την πλάκα του. Δεν είχε τα κότσια τουλάχιστον να μου το πει από κοντά.

Ήρθε η ώρα όμως να του τα πω και από την καλή και από την ανάποδη σκέφτηκα. Πήρα τα κλειδιά από το αμάξι και έκλεισα δυνατά την πόρτα πίσω μου.

Ξεκίνησα με τόσα νεύρα που σε 10 λεπτά είχα φτάσει στο ιατριο. Χτύπησα και μου άνοιξαν. Εφτασα επάνω τα νεύρα μου είχαν βαρέσει κόκκινο. Μπήκα μέσα έβρισα την κοπέλα αν ήταν μόνος του μου είπε ναι.

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Καθόταν στο γραφείο και φαινωταν χάλια αλλά δεν με νοιάζει φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο.

«Ποσό μαλακας μπορεί να είσαι. Δεν είχες τα κότσια από την αρχή να μου πεις. Κοριτσάκι μου θέλω μόνο να κάνω την πλάκα μου πες μου δεν είχες τα κότσια. Σε ρωτάω γιατί δεν μιλάς» τον ρώτησα ενώ δάκρυα έτρεχαν πλέον από τα μάτια μου.

Με κοίταξε παθητικά φαινόταν κουρασμένος.
« φύγε» μου είπε δυνατά.
« φύγε από εδώ τώρα»

« σε λείπαμε» του είπα και έφυγα.
Την Μαρία κορόιδευα αλλά τώρα που τα λούστηκα. Είδα και εγώ την γλυκά.

Μερια Γιώργου

Είχα φυγή από το γραφείο και ήμουν σπίτι. Ξέσπασα πάνω της και της συμπεριφέρθηκα σαν μαλακας. Είχα αράξει στον καναπέ και έπινα ουίσκι. Στεναχωριθηκα πολύ με το θάνατο την μάνας μου μου ήρθε πολύ απότομο όλο αυτό. Αλλά δεν έπρεπε να ξεσπάσω στην Ελένη. Αυτή το μόνο που έκανε ήταν να μου δείχνει την αγάπη την και εγώ ο μαλακας τι έκανα ρώτησα τον εαυτού. Πήρα το τηλεφωνώ και την κάλεσα αλλά εννοείτε πως δεν απάντησε. Την είχα πληγώσει πολύ.

Πήρα ξανά για να αφήσω μυνημα « σήκωσε το ρε μωρό μου σε έχω πάρει πάνω από 50 φορές» είπα στον τηλεφωνητή και το έστειλα. Θα πάω σπίτι της σκέφτηκα.

Εφτασα σπίτι τις χτυπούσα αλλά τίποτα.
Έκατσα στα σκαλιά τις πολυκατοικίας.
Την πήρα ξανά τηλεφωνώ αλλά τίποτα.
«Ελένη σε παρακαλώ άσε με να ανέβω πάνω σε παρακαλώ. Συγνώμη» μουρμούρισα και προσπάθησα να το στείλω. Είχα μεθύσει. Ούτε και εγώ ξέρω ποσό είχα πιει.

Με την πρώτη μάτια Donde viven las historias. Descúbrelo ahora