Κεφάλαιο 5

347 12 0
                                    

Ήμουν στο δρόμο για το σπίτι. «Γαμωτο γαμωτο γαμωτο» φώναξα χτυπώντας το χέρι στο τιμόνι. Πως μπορεί και με τρελενει έτσι. Συμπεριφέρθηκα σαν μαλακας στο γραφείο. Δεν μπορώ να κρατηθώ μακριά της. Αλλά μάλλον πρέπει.

Πάρκαρα και ανέβηκα σπίτι έφαγα και έπεσα για ύπνο. Αύριο το πρωί έχω χειρουργείο και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς.

Μετά από 3 μέρες.....

Βγηκα από την αίθουσα τοκετού. Όλα πήγαν καλά. Άλλο ένα όμορφο πλασματάκι ήρθε στον κόσμο. Λατρεύω τα παιδιά και σκέφτομαι ότι θα ήθελα ένα δικό μου πολύ. Αλλά με αυτές του κυκλοφορούσα καμία δεν ήταν για σοβαρή σχέση απλά με κουράζαν κοιτούσαν όλες τον τίτλο. Γιατρός σου λέει μετά. Αχ τέλος πάντων είπα από μέσα μου ας πάω να πάρω έναν καφέ γιατί πιο μετά έχω άλλη μια γεννά.

Στο γραφείο που καθόμουν σκεφτόμουν την Ελένη. Έδω και 3 μέρες τίποτα. Βέβαια τώρα θα μου πεις σαν τι ήθελες να κάνει που φέρθηκες να μην πω πως. Θα την πάρω τηλεφωνώ. Κάλεσα το νούμερο αλλά τίποτα δεν το σηκώνει κανείς. Μπορεί και να δουλεύει. «Τι δουλειά να κάνει άραγε» σκεφτόμουν μόνος μου.

Μετά την δεύτερη γεννά την ξανά πήρα τηλεφωνώ αλλά τίποτα. Θα σκάσω που μπορεί να είναι. Συνέχισα να την παίρνω τηλέφωνο. Την πηρα αρκετές φορές αλλά τίποτα. Έτσι αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο και να πάω από εκεί που μένει.

Έβαλα ένα τζιν και ενα λευκό μπλουζάκι και έφυγα.

Εφτασα σχετικά γρήγορα παρόλο που ήταν Παρασκευή βράδυ. Πήρα την ανθοδέσμη που της είχα πάρει και την ώρα που πηγαινα να χτυπήσω το κουδούνι κάποιος βγήκε από την πολυκατοικία. Έτσι δεν το χτύπησα γιατί υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην με αφήσει να μπω. Αρχησα να ψάχνω ενα ενα τα κουδούνια έως που το βρήκα ήταν ενα διαμέρισμα στον 4ο όροφο.

Χτύπησα το κουδούνι. Δεν άνοιξε. Ρε λες να μην είναι έδω. Ας χτυπήσω άλλη μια φορά. Και την ώρα που χτυπάω το κουδούνι ανοίγω η πόρτα.

«Ποιος ειν. Τι κανείς εσυ εδώ. Φύγε αμέσως» είπε μόλις με είδε.

Όταν την είδα έτσι χάλια τρόμαξα γιατί κατά κάποιο τρόπο εφτεγα και εγώ. Ηταν κρυομενη δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

«Ελένη τι έχεις δεν είσαι καλά»

Με κοίταξε ειρωνικά και γέλασε αλλά ίσα που εβγενε η φωνή της «άσε μας ρε Γιώργο που σε πήρε ο πόνος»

Μπήκα μέσα και έκλισα την πόρτα πίσω μου. « ρε Γιώργο φύγε τι θες πια»

«Εσένα» της είπα και με κοίταξε περίεργα «αλλα αυτό θα το συζητισουμε αλλα φορα. Έλα έδω ρε Ελένη.» Της είπα και την έπιασα από την μέση με το ένα χέρι. Ακούμπησα τα χείλι μου πάνω στο μέτωπο της και έκαιγε. Πρέπει να έχει πυρετό. « πες μου που είναι το θερμόμετρο»

Με κοίταξε πιο γλυκά από τι συνηθηζε. Είχε ηρεμίσει κάπως. « δεν εχω πυρετό και τώρα μπορείς να πηγενεις» ψυθίρισε.

Το πείσμα της μέσα. «Ρε γαμωτο μην με κανείς να φωνάζω που είναι το θερμόμετρο Ελένη μιλά.»

Με κοίταξε μην μπορώντας να μιλήσει μου εδιξε το συρτάρι με το χέρι της. Το άνοιξα είχε μέσα το θερμόμετρο και κάτι χάπια όμως κανένα δεν έκανε για την περίπτωση της.

Την πλησίασα και την χάιδεψα στα μαλλιά. Μύριζαν υπέροχα ακόμα και από απόσταση. Δεν τραβήχτηκε στο άγγιγμα μου. Θα το πάρω ως καλό αυτό.
«Έλα να κάτσουμε στον καναπέ και βάλε αυτό» τις έδειχνα το θερμόμετρο. Το έκανε δεν αρνήθηκε. Μόλις ακούστηκε ο ηχως από το θερμόμετρο το έβγαλε και μου το έδωσε. Έλεγε 39. Άρχισα να ανυσηχω.

« έχεις πολύ πυρετό άκου πάμε μέσα να ξαπλωσεις και θα πάω στο φαρμακείο να σου πάρω κάποια φάρμακα»

« δεν χριαζεται σε ευχαριστώ»

Την σήκωσα στα χέρια αγκαλιά και την πήγα στο δωμάτιο της. « ρε Γιώργο άσε με τι κανείς. Δεν σου έφτανε ότι έγινε στο ιατριο ήρθες να συνεχίσεις και εδώ. Φύγε θα είμαι καλά.»

«Ακου θα ξαπλωσεις και θα πάω στο φαρμακείο να σου πάρω φάρμακα. Αν δεν πέσει ο πυρετός εγώ από εδώ δεν φεύγω και αυτό βάλτο καλά στο μυαλό σου» έσκασα και ένα χαμόγελο στο τέλος. Δεν είπε τίποτα. Βγήκα στο σαλόνι. Βρήκα τα κλειδιά του σπιτιού και έφυγα για το φαρμακείο. Μετά από λίγο επέστρεψα σπίτι και δεν Ακουγόταν τίποτα πήγα σιγά σιγά στο δοματιο τουρτούριζε μέσα στο παπλομα και ήταν μούσκεμα στον υδροτα.

« άκουσε με πρέπει να σηκωθείς να πάμε στο μπάνιο να κανείς ένα κρύο μπάνιο»

«Τι κρύο όχι κρύο εγώ κρυώνω πολύ»

«Πρέπει όμως έλα βοήθησε με» σηκώθηκε και έκατσε στο κρεβάτι. Ήταν τόσο χάλια «πρέπει να βγάλουμε τα ρούχα έστω τα από πάνω αν δεν θες όλα.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Της έβγαλα τα ρούχα εκτός από τα εσώρουχα. Την πήρα αγκαλιά και την πήγα στο μπάνιο. Ήταν τόσο γλυκια τόσο ήρεμη. Σαν Άγγελος. Ρύθμισα το νερό χλιαρό προς κρύο. « έλα μπες σε παρακαλώ»
Δεν έμπαινε κρύωνε. Μπήκα και εγώ στο ντουξ και την τράβηξα στην αγκαλιά μου. Καθόταν εκεί αμίλητη εγώ κι αυτή κάτω από το κρύο νερό. Μυρίζει τόσο ωραία. Ένιωθα την ανάσα της στο στήθος μου.

Την έβγαλα από το ντουζ την έβγαλα τα εσώρουχα βάλαμε αλλά ντύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι ξανά. Της έδωσα και ένα χάπι. Αφού μου έδωσε το ποτήρι με το νερό το ακούμπησα στο κομοδίνο. Με ρώτησε «γιατί όλα αυτά»
«Κοιμήσου» της απάντησα. Και πήγα να συκωθω από το κρεβάτι. «Κάτσε μαζί μου» μουρμούρισε.
«Τώρα να βγάλω τα ρούχα έχουν βράχη» της είπα και την χάιδεψα στο μάγουλο. Βγήκα από το δοματιο και έβγαλα τα ρούχα τα απλωσα στο μπαλκόνι. Έχει πολύ καλό καιρό τώρα και θα στεγνώσουν αμέσως άσε που δεν κάνει και κρύο. Γύρισα στο δωμάτιο και είχε αποκομίσει. Την παρατηρούσα όσο κοιμόταν. Ήταν ήρεμη και όμορφη. Πολύ όμορφη. Πήγα στο σαλόνι ήταν νωρίς ακόμα χάζεψα λίγο στην τηλεωραση και μετά πήγα μέσα ήθελα να την παρακολουθο έπρεπε να πέσει ο πυρετός.

Με την πρώτη μάτια Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora