Κεφάλαιο 10

238 10 0
                                    


«Μου έχει αφήσει τόσα μυνηματα»
Είπα στην Μαρία ενώ σκούπιζα τα δάκρυα μου. « φεύγα πάω σπίτι δεν αντέχω άλλο θέλω να ξαπλώσω» είπα στην Μαρία και έφυγα.

Κόντευα να φτάσω σπίτι. Έβλεπα κάποιον να κάθετε. Στην αρχή σκεφτικά ότι μπορεί να ειναη ο Γιώργος αλλά μετά σκέφτηκα και την συμπεριφορά του και είπα στον εαυτό μου να μην έχει αυταπάτες.

Πλησίασα στα σκαλιά ήταν ο Γιώργος χάλια. Μύριζε από 10 μέτρα μακριά αλκοόλ. «Γιωργο» είπα και τον σκούντηξα  

Ήταν μεθυσμένος χάλια με τα χίλια ζόρια τον σήκωσα και τον ανέβασα σπίτι. Τον λυπήθηκα και από την άλλη ήθελα να του περάσω το κομοδίνο κολάρο.

Τον βοήθησα να ξεντυθει και ξάπλωσε. Τον πειρε κατευθιαν ο ύπνος. Καλύτερα όμως γιατί δεν θα μπορούσαμε να σηνενοηθουνε.

Πήγα και ξάπλωσα στον καναπέ. Έτσι όπως μου συμπεριφέρθηκε μπορεί να τον μάζεψα σπίτι αλλά δεν πρόκριτε να γίνει κάτι μεταξύ μας. Μου συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα.

Ήταν η ώρα 7 το πρωί είχα σηκωθεί από τον καναπέ. Δεν είχα κλείσει μάτι όλη νύχτα. Πήγα στην κουζίνα και ξεκίνησα να φτιάχνω καφέ. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Δεν αντέδρασα. Ήρθε και έκατσε στον καναπέ χωρίς να πει τίποτα λες και δεν είχε γίνει τίποτα.

Πήρα τον καφέ και προχώρησα προς την τζαμαρία. Στάθηκα δεν είπε τίποτα αλλά ούτε που με κοιτούσε. Κοιτούσε το πάτωμα και έπαιζε με το κορδόνι της φόρμας του. 

«Δεν σηκώνεις τηλεφωνώ. Έρχομαι στο ιατριο και με διώχνεις. Μετά με περνεις τηλεφωνώ και μου ζητάς συγνώμη. Σε βρησκω στα σκαλιά της πόρτας μου τυφλά στο μεθύσει. Τι κανείς Γιώργο πια.»

Δεν μίλησε σηνεχισε να κοιτάει το πάτωμα. Αγανακτισμένη κούνησα το κεφαλή μου. « ωραία ξέρεις κάτι αρκετά ασχολήθηκα. Σήκω και φύγε σε παρακαλώ.» Του είπα και κοίταξα έξω από την τζαμαρία. Δεν άντεχα να τον κοιτάζω.

Αναστέναξε « παιθανε η μάνα μου» ξεστόμισε σιγανά. Ακουστικέ ένας δυνατός ήχος από την κούπα με τον καφέ που μου έπεσε από τα χέρια. « τι είπες» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω. Δεν είπε κάτι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.

Πήγα κοντά του και τον πήρα αγκαλιά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τώρα εξηγούντε πολλά.

Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά μου.
Με κοίταξε «συγνώμη» μου είπε.  «Συγνώμη για την συμπεριφορά μου αλλά δεν μπόρεσα να το διαχηριστο. Έγιναν οκά πολύ ξαφνικά. Την Δευτέρα το μεσημέρι με πήρε η πατέρας μου και μου είπε ότι ήταν στο νοσοκομείο η μάνα μου δεν ήταν καλά. Μέχρι να φράσω δεν την πρόλαβα καν είχε πεθάνει. Την μέρα που ήρθες στο γραφείο μου ότι είχα γυρίσει από την κειδια. Ξέρω ότι ξέσπασα σε λάθος άνθρωπο αλλά δεν μπορούσα να το ελενχω»

Με την πρώτη μάτια Where stories live. Discover now