Ο Ήλιος έφλεγε το λευκό της δέρμα, μια ανησυχητική ρόδινη απόχρωση να εμφανίζεται στους ώμους και την εκτεθειμένη πλάτη της. Η Λούνα δεν μπορούσε να προσδιορίσει πόσο περπατούσαν, αν είχε περάσει μία ή δύο ώρες. Κάθε εκατοστό της πονούσε. Οι βράχοι είχαν γδάρει τα γυμνά μπράτσα της και μέρος των ποδιών της. Η ουλή από τις λεπίδες του Αρθούρου είχε ξεραθεί, μαζί με το υπόλοιπο αίμα που στέγνωσε πάνω της. Η αίσθηση ήταν αηδιαστική. Οι σόλες από τις μπότες της έκαιγαν τις αραχνοΰφαντες κάλτσες και τις πατούσες της. Το νευρικό της σύστημα θα έσβηνε αν δεν ήταν το περιστασιακό τράβηγμα του σκοινιού κάθε φορά που έχανε το βήμα της. Η σιωπή έθρεφε τις τύψεις της και άσχημες σκέψεις πυροδοτήθηκαν όταν κατάφερε μια ματιά προς τον εκπαιδευτή της. Ήταν ακόμη αναίσθητος, δεμένος γερά στην ράχη ενός δυνατού καφετιού αλόγου με ξανθές πιτσιλιές.
"Συγκεντρώσου!"
Η επιτακτική διαταγή του στρατιώτη ακολουθήθηκε από ένα βάναυσο τράνταγμα. Η καστανή κοπέλα έσφιξε το σαγόνι καθώς του προσέφερε την προσοχή της. Ο άντρας ήταν νεαρός, περίπου στην ηλικία της αδερφής της. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο, τονίζοντας το στρογγυλό πρόσωπο του με τα ψηλά ζυγωματικά και τα γουρλωμένα πορφυρά μάτια. Ο Μανδύας γέλασε άκαρδα στη συμπεριφορά της, εστιάζοντας στον σύντροφο του.
"Καλή δεν είναι;"
Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Ηλικιακά, πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα πέντε, δεδομένου των ρυτίδων που σχηματίζονταν δίπλα στα αμυγδαλωτά μάτια του και στο μέτωπο του. Λευκές τρίχες κοσμούσαν τους κροτάφους του, ανακατεμένες στα σκούρα μαλλιά του.
"Έχω δει ομορφότερες"Η Λούνα οριακά ανακουφίστηκε με την προσβολή. Το τελευταίο που ήθελε ήταν η προσοχή των αχρείων πάνω της. Ο δεσμοφύλακας της, όμως, δεν φαινόταν διατεθειμένος να την αφήσει στην ησυχία της. Τράβηξε τα δεσμά της βίαια, διασκεδάζοντας όταν η κοπέλα παραλίγο να πέσει. Έγλειψε επιδεικτικά τα ξεραμένα χείλη του. Η νεαρή αναγούλιασε στην κίνηση.
"Εγώ λέω να πάρω μια γεύση αν δεν την σημαδέψει ο Στρατηγός"
"Μην είσαι αισιόδοξος-"Ο νους της Λούνας απομακρύνθηκε από την εξελισσόμενη συζήτηση, καθώς μια αρρωστημένη δυσφορία την κυρίευσε. Οι ερωτήσεις έπλεαν στο κεφάλι της σαν μανιασμένη θάλασσα. Η βασικότερη όλων ήταν το τι εννοούσαν οι Μανδύες με το σημάδεμα και πώς αυτό θα τους απέτρεπε από το να την ακουμπήσουν. Η μόνη απάντηση που είχε, δεδομένων των ελάχιστων πληροφοριών ήταν δυσοίωνη.
Η φουρτούνα στο μυαλό της δεν της επέτρεψε να ανταπεξέλθει στο βραχώδες έδαφος. Έχασε το βηματισμό της, αλλά αυτή τη φορά δεν κατάφερε να ισορροπήσει. Τα γόνατα της εγκατέλειψαν και βρέθηκε ενάντια σε αιχμηρές πέτρες. Το δέρμα της σκιζόταν, οι πληγές αιμορραγούσαν πάνω που κατάφεραν να κλείσουν. Τα γέλια αντήχησαν σαν μικροσκοπικές βελόνες που τρυπούσαν την καρδιά της, όσο ο αναβάτης συνέχισε την πορεία του, αυξάνοντας ταχύτητα. Σερνόταν στο χώμα, παλεύοντας να σηκωθεί σαν ψάρι που σπαρταρούσε έξω από λίμνη. Βούρκωσε και ως αποτέλεσμα δάγκωσε δυνατά τη γλώσσα της για να μην τους προσφέρει την ευχαρίστηση να την δουν διαλυμένη.
Ύστερα όλα έπαυσαν.
Το άλογο σταμάτησε να κινείται και εκείνη ξάπλωσε ανάσκελα στο βραχώδες τοπίο, ανασαίνοντας άστατα. Το δέρμα της έφλεγε από την τριβή. Μια ριπή αέρα πέρασε από την σκισμένη της φόρμα, η οποία εξέθετε πλέον ένα σημείο από το γόνατο της μέχρι το μηρό της. Η πληγή αιμορραγούσε βίαια, το πορφυρό να έχει καλύψει κάθε εκατοστό. Η σκιά πάνω από το κεφάλι της, θόλωσε την όραση της, όμως ήταν υπερβολικά ηττημένη για να κινηθεί.
"Πηγαίνετε εσείς. Είμαι πίσω σας"
Η φωνή του της προκάλεσε ένα καινούργιο κύμα οργής. Ψυχρή και τελεσίδικη, δεν επέτρεψε αμφισβητήσεις. Αφουγκράστηκε τα ζωντανά που απομακρύνονταν και η ψυχή της γαλήνεψε για λίγο.
Μέχρι να θυμηθεί ότι βρισκόταν μόνη της με το θηρίο.
YOU ARE READING
Dandelion (#SCBC2024)
General FictionΗ γροθιά της ήρθε σε επαφή με το γυαλί αυθόρμητα και ο καθρέφτης ράγισε. Εξέπνευσε άγρια, σαν ανήμερο άλογο και χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά το γυαλί αποχώρησε από το πλαίσιο και το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια. Ολόκληρος ο κόσμος γύριζε και η μυρωδ...