9. ΙΘΥΝΟΥΣ

31 2 31
                                    

Το Σκοτεινό Κάστρο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα είκοσι οχτώ αιχμηρών πυργίσκων που εκτείνονταν επιθετικά προς τον μολυβένιο ουρανό της Άκρης του Κόσμου. Χτισμένο πάνω σε απόκρημνα όρη, έμοιαζε περισσότερο με κτίσμα στο οποίο θα κατοικούσε ο Θάνατος ο ίδιος, παρά ένας Άρχοντας. Πλήθος πέτρινων σκαλιών ξεπηδούσαν από τη βάση του όρους έως την τεράστια ατσάλινη πύλη και ο διαβάτης χρειαζόταν τουλάχιστον μισή ώρα για να φτάσει πεζός στη κορυφή. Παράλληλα εκτεινόταν ένας λείος δρομίσκος από χώμα και μαύρο οπάλι, αρκετά φαρδύς για τα υπέρογκα στρατεύματα του Θανάσιμου. Πελώρια τείχη περικύκλωναν περήφανα την πύλη, σκοπευτές άγρυπνοι και έτοιμοι για πόλεμο να παρακολουθούν από ειδικά κουβούκλια στη κορυφή. Στρατιώτες διέσχιζαν τακτικά τους διαδρόμους των τειχών, με πανοπλίες στο χρώμα του αίματος. Το κεντρικό κτήριο φάνταζε απροσπέλαστο και πράγματι, είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά αισιόδοξους εισβολείς για τουλάχιστον δύο εκατονταετίες.

Το Συνέδριο δεν ήταν μακριά από την Αίθουσα του Θρόνου. Σε αντίθεση με τη μαυροντυμένη αμφίεση του δεύτερου, το δώμα του Συνεδρίου έστεκε σε αποχρώσεις χρυσού και βουργουνδί και χωριζόταν σε δύο επίπεδα. Ο ημιόροφος κάλυπτε το ήμισυ του χώρου, προσβάσιμος από μία τεράστια στριφογυριστή σκάλα με χρυσοκέντητους εξώστες και σκαλοπάτια από ρουμπίνι. Βιβλιοθήκες εκτείνονταν περιμετρικά του ημικυκλίου, έως τα τούβλινα τετράγωνα παράθυρα του ταβανιού. Στο ισόγειο, η ορθογώνια τραπεζαρία από κεχριμπάρι λάμβανε το περισσότερο χώρο, με καθίσματα ομοίου υλικού να την περιστοιχίζουν. Από την απέναντι πλευρά, δίπλα στην είσοδο, ένα μεγαλοπρεπές τζάκι διατηρούσε την αίθουσα ζεστή, καθώς, αν και καλοκαίρι, ο αέρας ήταν παγωμένος σαν ριπή χιονιού. Αν και ολόγιομο από τους Στρατηγούς, τους στρατιώτες, τους ακολούθους και τις υπηρέτριες που μέχρι πριν λίγο κινούνταν σπασμωδικά, ο χώρος είχε πνιγεί σε μία αποπνικτική σιγή.
Ο κρότος από ποτήρια που έσπασαν, τάραξε τους παρευρεθέντες απότομα. Ο Θανάσιμος, όρθιος πλέον από την θέση του στη κορυφή της τραπέζης, είχε κοπανήσει με τόση δύναμη το έπιπλο, που τα κρυστάλλινα ποτήρια ανασηκώθηκαν στον αέρα και κατέρρευσαν στο πάτωμα.
"Ποιος γαμημένος πήρε τέτοια πρωτοβουλία;"

Η αθυροστομία του άφησε άπαντες σύξυλους. Σοκαρισμένοι ανασκαλεύτηκαν στις θέσεις τους, χωρίς να αρθρώνουν κουβέντα. Ο Ριχάρδος φύσηξε σαν μαινόμενο κτήνος, το πορφυρό στις ίριδες του να φωτίζει πιο δυνατά από τον κρυστάλλινο πολυέλαιο. Μέχρι και η φωτιά στο τζάκι φάνηκε να σμίκρυνε στην οργή του. Στην έλλειψη απάντησης, ο άντρας φούντωσε ακόμη περισσότερο. Έπιασε ένα από τα μαχαίρια που φυλούσε στη ζώνη του και το κάρφωσε με δύναμη πάνω στη τεράστια τράπεζα, η λεπίδα να ξεσκίζει το ξύλο. Η ρωγμή επεκτάθηκε μέχρι τη μέση του επίπλου, το όπλο να έχει βυθιστεί μέχρι τη λαβή. Από την άλλη άκρη της τράπεζας, ο Βέλκοζ χτύπησε τα δάκτυλα του ρυθμικά. Κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν κουνήθηκε. Ο Θανάσιμος μαινόταν σαν θηρίο, δέσμιος της οργής που κατέκλυσε το νου του σαν ομίχλη. Όρθωσε το ανάστημα του, η κατάμαυρη πανοπλία του να γυαλίζει επιθετικά. Εξέτασε μεμονωμένα καθένα από τους Στρατηγούς, το βλέμμα του να μένει λίγο παραπάνω στην ήρεμη μορφή του Βέλκοζ.
"Καλώς. Αφού κανείς δεν είναι διατεθειμένος να μιλήσει, θα το λύσουμε αλλιώς"
Βολεύτηκε στην θέση του, μια μολυβένια αύρα να ελίσσεται σαν φίδι ανάμεσα από τα γαντοφορεμένα δάκτυλα του. Ήταν έξαλλος, η στάση του σώματος του να προμηνύει όλεθρο.

Dandelion (#SCBC2024)Where stories live. Discover now