Οι διάδρομοι πνίγηκαν στην σιγή καθώς το μέσο της ημέρας αγκάλιαζε την πλάση. Οι περισσότεροι αποσύρθηκαν στους κοιτώνες τους μετά τις προπονήσεις, επιθυμώντας λίγη ξεκούραση. Εν αντιθέσει με τους λοιπούς και τους φίλους της, η Λιόν διέσχιζε τους μακρόστενους διαδρόμους που οδηγούσαν στην Μεγάλη Αίθουσα, νευρική. Ένα κομμάτι του εαυτού της ανησυχούσε ότι δεν θα ήταν όλα έτοιμα για την επιστροφή της Λούνας, η οποία θα γινόταν σύντομα.
Ένα άλλο την βασάνισε με εφιάλτες.
Έδιωξε βίαια μακάβρια αισθήματα και άρωμα θειαφιού και θανάτου. Η ελάτη με τα χρυσαφένια πόμολα φαινόταν τερατώδης, ζαλίζοντας την. Κοντοστάθηκε ενώπιον της, η απουσία των φρουρών να της σημαίνει συναγερμό.
Είναι μεσημέρι, θα ξεκουράζονται.
Άφησε μια τρεμάμενη αναπνοή, καθώς τα ακροδάχτυλα της ακούμπησαν το ξύλο. Δίστασε να αρθρώσει το ξόρκι, ενώ η επιφάνεια έφλεγε το δέρμα της, σαν να προμήνυε κάτι δυσοίωνο.
Το κεφάλι της βούιζε καθώς προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Οι μάγειρες θα είχαν φέρει τα φαγητά, το τραπέζι θα ήταν στρωμένο και η Λούνα θα κατέφθανε σε λίγο, μαζί με τον Άρη. Έπρεπε μονάχα να εισέλθει στην Μεγάλη Αίθουσα για λίγο, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καθωσπρέπει και να εξέλθει. Μόνο για λίγο.
Οι σκέψεις της προσέφεραν λίγο κουράγιο και η γλώσσα της κινήθηκε μηχανικά. Η δίφυλλη είσοδος άνοιξε αργά, το αργόσυρτο μούγκρισμα των μεντεσέδων να αντηχεί τόσο βασανιστικά στα αυτιά της, σαν να επιθυμούσε να την διώξει. Τέντωσε το κορμί της και βημάτισε στο χρυσαφένιο χαλί, πριν τα πόδια της να σταματήσουν να την υπακούν. Η Αίθουσα λούστηκε στην ησυχία, το σκοτάδι να περιβάλλει το χώρο. Ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν, τα δύο επόμενα βήματα να εύχεται να μην τα έκανε ποτέ.Στο τραπέζι δεν είχαν παραμείνει παρά αποφάγια: κόκαλα, λίπη και καρποί. Η διακόσμηση είχε γίνει ερείπιο, σκισμένη σε κομμάτια και πεταμένη σε διάσκορπα σημεία του δώματος. Οι μοβ και κίτρινες γιρλάντες είχαν μετατραπεί σε άχρηστο κομφετί, οι πεταλούδες ήταν διαμελισμένες. Οι πολυτελείς κουρτίνες είχαν βεβηλωθεί και αντικατασταθεί με μαύρα πανιά σαν να επιτέθηκε η άβυσσος στον χώρο. Πηγή φωτός μερικά κεριά πάνω στη τραπεζαρία, τα οποία προσέδιδαν θηριώδη όψη στο σκηνικό. Ο τρόμος την βρήκε απευθείας στη ροή του αίματος, χιονοστιβάδα που πλάκωνε τις τελευταίες ελπίδες της.
Η πρώτη φυσική αντίδραση της, ήταν να τρέξει. Ολόκληρο το σώμα της στράφηκε προς την έξοδο, αλλά έμεινε στήλη άλατος στην πανοπλία που θόλωσε το οπτικό της πεδίο. Αντανακλαστικά, οπισθοχώρησε, ώσπου οι γλουτοί της χτύπησαν ενάντια στη γωνία της τραπέζης. Ο κρότος που ακολούθησε το κλείσιμο της πόρτας δεν άγγιξε ούτε στο ελάχιστο εκείνον που συντάραξε το κορμί της στην όψη δύο πορφυρών ιρίδων.
"Τι στο Θάνατο κάνεις εσύ εδώ;"
YOU ARE READING
Dandelion (#SCBC2024)
General FictionΗ γροθιά της ήρθε σε επαφή με το γυαλί αυθόρμητα και ο καθρέφτης ράγισε. Εξέπνευσε άγρια, σαν ανήμερο άλογο και χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά το γυαλί αποχώρησε από το πλαίσιο και το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια. Ολόκληρος ο κόσμος γύριζε και η μυρωδ...