21. ΑΛΩΣΙΣ

30 4 41
                                    

Το λευκό άλογο με τα πορφυρά μάτια χλιμίντρισε σαν δαίμονας καθώς έτρεχε μέσα στο Δάσος των Ψιθύρων φρενιασμένο. Ο αναβάτης του χτύπησε τα πλευρά του ζωντανού με την άκρη της αρβύλας του, πιέζοντας το περισσότερο. Αγνόησε το αν το στράτευμα του κατάφερνε να ακολουθήσει το ρυθμό του, έπρεπε να φτάσει εγκαίρως. Η καταιγίδα λυσσομανούσε γύρω του, το δάσος ανέπνεε μια οσμή υγρασίας και χώματος. Το άτι πήδηξε με δεξιοτεχνία πάνω από ένα πεσμένο κορμό και οι πρώτες αχνές τολύπες καπνού άρχισαν να διαγράφονται στον ορίζοντα. Το λευκό κτήριο της Ακαδημίας έστεκε σαν σπίθα στο μπλαβί πέπλο της νύχτας. Οι φλόγες ανεγείρονταν τερατώδης, οι εστίες τόσες πολλές που η νύχτα έγινε μέρα. Ο άντρας άκουγε την καρδιά του να πάλλεται με ένταση στα πλευρά του. Ήταν προετοιμασμένος για τον όγκο των στρατιωτών που θα αντίκριζε, το κοράκι τον είχε ενημερώσει. Θα ρήμαζαν το κτίσμα σε μερικά λεπτά, αν δεν το είχαν ήδη πράξει.
Ένας λοφίσκος αναγέρθηκε ενώπιον του και τράβηξε τα γκέμια του Ιζέλ απότομα, το ζώο να σταματάει μόλις λίγα βήματα από την απότομη πλαγιά. Μπροστά του εκτεινόταν η Μεγαλούπολη, ανέγγιχτη και αδαής ως προς το χάος που μαινόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά. Ο Επαναστάτης είχε επιλέξει τη πλαγία οδό, ανάμεσα στα όρη του Κρείβ και το Δάσος των Ψιθύρων για να μη γίνει αντιληπτός.
"Αφάνισε το μισό στρατό;" αναφώνησε έκπληκτος ο Ράντιον δίπλα του, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Ο άντρας δε μπόρεσε να μη μειδιάσει θριαμβευτικά σε αυτό το σχόλιο.
"Σου είπα, είναι πεισματάρα"
Σκάναρε τα απομεινάρια του κτηρίου, όταν ένας βρυχηθμός τράνταξε τα σωθικά του. Παρακολούθησε το κτήνος και ύστερα τη πτώση του, διακρίνοντας τη φιγούρα της ενάντια στα πετρώματα. Στην όψη του Βόρειου κοντά της, θόλωσε. Δε περίμενε την επόμενη λέξη του Στρατηγού του. Άδραξε τα γκέμια του Ιζέλ και κατηφόρισε μανιωδώς την απότομη πλαγιά.
Πρέπει να προλάβω.

-

Ολόκληρη η υπόσταση της ήταν υπό διάλυση. Κώδωνες κίνδυνου έκρουαν βασανιστικά στα αυτιά της, σαν ενοχλητικό σμήνος από μέλισσες. Τοποθέτησε τις παλάμες της στο έδαφος και ώθησε με το ζόρι το κορμί της να ανακαθίσει. Σταγόνες αίματος προσγειώθηκαν στην ανάστροφο του χεριού της. Δεν άργησε να κατανοήσει ότι κάπου στο πρόσωπο απέκτησε ένα βαθύ κόψιμο. Το καταραμένο την έτσουζε ήδη. Ο οξύς πόνος στο πλευρό την προκάλεσε να λουφάξει, το κρύο να εισβάλλει στους πόρους του δέρματος της. Το κυπαρισσί έπεσε στον ατάραχο ξένο με μίσος.
"Πάνω από το πτώμα μου", εξέφρασε σαν αγρίμι, φλόγες να ανακλούν στις λευκές ίριδες της. Μια σφαίρα εξαπολύθηκε προς τη πλευρά του άντρα, το γέλιο του σαν ξυράφι στη καρδιά της. Άπλωσε τη καλυμμένη με πίσσα παλάμη του και η Λιόν μαρτύρησε έντρομη την μαγεία της να απορροφάται. Ανάσανα βαθιά, ικανοποιημένος.
"Δεν μου είσαι χρήσιμη νεκρή, γλυκιά μου"
Τα λεγόμενα του τη συντάραξαν. Σύρθηκε μακριά του με μάτια γουρλωμένα όσο ο Επαναστάτης μείωνε την απόσταση. Αρπάχτηκε με το αριστερό από το χάλασμα πίσω της για να ισορροπήσει, το δεξί να αδράζει τρεμάμενο τη λαβή του σπαθιού της. Το ένιωθε σαν να ζύγιζε δύο τόνους και το χέρι της σαν να είναι φτιαγμένο από ζελέ. Ο κόσμος γύρω της έμοιαζε να ρέει σε αργή κίνηση. Το όπλο γλίστρησε από τη παλάμη της όταν κατάφερε να το κρατήσει και μια έντονη μυρωδιά μούχλας της προκάλεσε τάση για εμετό. Στήριξε το σώμα της ενάντια στο βράχο, εκείνο να αρνείται να σταθεί ίσια.
"Τι-;" ψιθύρισε λιπόψυχη, εστιάζοντας στην απειλή μπροστά της. Οι ετερόχρωμες ίριδες μπλέχτηκαν με τη θολούρα του τοπίου. Ο άντρας σήκωσε τη παλάμη του προς το μέρος της, μια λιλά λάμψη να πηγάζει μέσα από τη πίσσα. Η Λιόν μαζεύτηκε για να αποφύγει τη δηλητηριώδη επίδραση του αμέθυστου μάταια. Το καθίκι την είχε στριμώξει. Μια αχόρταγη δίψα διαγράφηκε στο βλέμμα του και ένα γέλιο τόσο ψυχρό που θα ισοπέδωνε ηφαίστεια. Το κράτημα γύρω από το λαιμό της ήταν ακαριαίο και αισθάνθηκε να της στερείται το οξυγόνο. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το μπράτσο του, παλεύοντας να το ξεριζώσει από πάνω της, με τον ίδιο τρόπο που πάλευε για ανάσα.
"Έχω πολύ καιρό να γευτώ αυτή τη δύναμη"
"Άφησε-" την φράση της έκοψε στη μέση το ίδιο της το ουρλιαχτό. Αισθάνθηκε σαν να τη λούζουν με λάβα. Καπνοί αναγέρθηκαν από το σώμα της, ο πόνος φριχτός και αβάσταχτος. Παρατήρησε τη μαγεία της να εγκαταλείπει το στήθος της και να διασχίζει το μπράτσο του άντρα σαν λευκόχρυσο ποτάμι. Φώλιασε στο δικό του, οι ίριδες του να λαμποκοπούν πίσω από τη καπνισμένη μάσκα. Τα άκρα της μούδιασαν άκαμπτα, ξεχνώντας τελείως την πάλη. Κατέρρεε, πονούσε σε σημείο που ήθελε να κλάψει, αλλά οι αδένες της είχαν στερέψει από ζωή όπως και οι φωνητικές της χορδές.
Όταν ο ξένος ικανοποιήθηκε, την ελευθέρωσε και την άφησε να πέσει φαρδιά στο έδαφος. Άκουγε μονάχα της ρηχές της ανάσες. Λούφαξε με κόπο, συρίζοντας σαν λαβωμένο ζώο. Η μορφή του άντρα βρέθηκε κουρκουδιστά μπροστά της, καλύπτοντας πλήρως το οπτικό της πεδίο.
"Αναζωογονητική η ενέργεια σου, γλυκιά μου", τη χλεύασε άκαρδα, χαϊδεύοντας με το ακροδάχτυλο του το πληγωμένο μάγουλο της. Προσπάθησε να συγκρατήσει την αναγούλα της και να συρθεί μακριά του αλλά ήταν εξουθενωμένη. Η αδρεναλίνη της μάχης υποχωρούσε και άφηνε πίσω της αποκαΐδια και στάχτη.
"Τι έκανες;", ρώτησε με δυσκολία, πασχίζοντας να κρατήσει τα βλέφαρα της ανοιχτά.
"Πήρα δύναμη, Κόρη των Άστρων. Κάτι που ο καταραμένος ο Σκοτεινός Αφέντης μου στερούσε εδώ και πολύ καιρό"
"Ο Μάγιστρος-"
"Ώρα να φύγουμε" βολιδοσκόπησε ξαφνικά, αρπάζοντας τον δεξί καρπό της. Έμεινε να βλεφαρίζει ζαλισμένη, η ήττα να τρυπάει σαν ιός τη ψυχή της. Σφάλισε ένα λιλά βραχιόλι γύρω από το γυμνό δέρμα της, ο ηλεκτρισμός να διαπερνάει με ορμή της φλέβες της. Μόρφασε, τρομερά κουρασμένη για να βγάλει το παραμικρό ήχο.
"Δεν πάω πουθενά μαζί σου" μουρμούρισε μέσα από σφιγμένα δόντια, τα σωθικά της να ζεματούν.
Ο άντρας όρθωσε το ανάστημα του, τραβώντας το ταλαιπωρημένο σώμα της και γελώντας άκαρδα. Την εγκλώβισε ανάμεσα σε εκείνον και τον βράχο, τα μάτια του δαιμονικά.
"Δεν έχεις επιλογή, γλυκιά μου"
"Γαμημένο κάθαρμα!"
Η φωνή ήταν γνώριμη και οικεία, αλλά στη ζάλη της δεν κατάφερε να της δώσει ταυτότητα. Ένα χέρι άδραξε τον ξένο από τον ώμο και τον απομάκρυνε βίαια από εκείνη. Γονάτισε στο έδαφος, η ενέργεια της να την έχει εγκαταλείψει. Ο ξερός ήχος από γροθιές αντήχησε στο κοίλο χώρο και από κάπου στο βάθος, μια πολεμική σάλπιγγα ελευθέρωσε ένα στεναγμό. Έπεσε στο πλάι, προσπαθώντας να αποδιώξει τη νύστα από τα μάτια της. Δύο μαύρες αρβύλες βρέθηκαν στο οπτικό της πεδίο και μία παλάμη τυλίχτηκε γύρω από το πήχη της, σηκώνοντας την ακούραστα από τα χαλάσματα. Μπράτσα τύλιξαν σταθερά τη μέση και τα γόνατα της, πορφυρές ίριδες να διαπερνούν τη θολούρα. "Εδώ είμαι, πυγολαμπίδα. Είσαι ασφαλής πλέον"
Ο κόσμος σώπασε και σκοτείνιασε απότομα.

Ο Ριχάρδος την κουβάλησε μακριά από το πεδίο της μάχης, καθώς οι Σκοτεινοί άρχισαν να συγκρούονται με τους εναπομείναντες Επαναστάτες. Στα πλαϊνά του Κτηρίου, κρυμμένος στις σκιές, ανέμενε ο Ράντιον καβάλα στο καφετί άλογο του. Ο Ψυχοφάγος εναπόθεσε το αναίσθητο κορμί της Λιόν προσεκτικά στα χέρια του συντρόφου του. Εκείνος την βόλεψε στο κάθισμα όσο καλύτερα μπορούσε, κλέβοντας ένα ανήσυχο βλέμμα προς τη μεριά του χάους.
"Το σίγουρο είναι ότι τη σακάτεψε", άρθρωσε προβληματισμένος, μετανιώνοντας με το που είδε την οργή να διαγράφεται έντονα στα χαρακτηριστικά του Αφέντη του.
"Πήγαινε την στο Κάστρο. Θα τους καθυστερήσω για να μην σας ακολουθήσουν"
"Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να πας εσύ; Είναι αποδεκατισμένοι, μπορώ να τους αντιμετωπίσω", αποκρίθηκε προβληματισμένος, παρατηρώντας τα χείλη της κοπέλας να έχουν μπλαβίσει.
"Δεν αμφέβαλλα ποτέ Στρατηγέ", εξήγησε ο Θανάσιμος, τα χαρακτηριστικά του να αποκτούν μια δαιμονική όψη. "Ο μπάσταρδος όμως είναι δικός μου. Για την ώρα, έχεις πιο σημαντική αποστολή"
Ο Ράντιον ένευσε, στρέφοντας το ζωντανό του προς το δρόμο της επιστροφής. Το ασημί εξέτασε τη φιγούρα του άντρα, το αιμοδιψές κτήνος να έχει λάβει τα ηνία.
"Πρόσεχε. Θα σε περιμένουμε σπίτι"
Μ'αυτή τη φράση, εκκίνησε για τη διαδρομή του Σκοτεινού Κάστρου. Ο Ψυχοφάγος ανάπνευσε ανακουφισμένος, γνωρίζοντας ότι είχε καταφέρει να τη πάρει αποκεί. Η καρδιά του σκίρτησε, ούτε ο ίδιος δε συνειδητοποίησε ότι είχε προλάβει. Λίγο ακόμα και-.
Αποδίωξε τις μακάβριες σκέψεις του και κράτησε τη λαβή του ξίφους του γερά. Συγκεντρώθηκε στην οχλοβοή της μάχης και ρίχτηκε σαν μαινόμενο κτήνος. Κινούνταν στο πεδίο, σκίζοντας σάρκες, λαιμούς και σωθικά. Σαν να μύρισαν την παρουσία του, οι Επαναστάτες χίμηξαν πάνω του, αποζητώντας το θρυλικό κεφάλι του. Ήθελε να γελάσει με τις αφελείς προσδοκίες του. Δε χρειαζόταν καν τη μαγεία του για να τους νικήσει.
Έψαξε το χώρο φευγαλέα για να βρει το καθίκι. Ένας στρατιώτης ήρθε ουρλιάζοντας σαν λαβωμένο σκυλί από τα αριστερά του, με το ξίφος τεταμένο. Ο Ριχάρδος τον χτύπησε διαγώνια, σκίζοντας ολόκληρη τη κοιλιακή του χώρα. Ο άντρας κραύγασε, προτού βρεθεί νεκρός στο έδαφος.
"Άρχοντα, ο Βόρειος ξεφεύγει!" ένας από τους Λοχαγούς του φώναξε, δείχνοντας προς την μεριά της Μεγαλούπολης. Ο Επαναστάτης καβαλίκεψε το άλογο του και έτρεχε μακριά, ακολουθούμενος από τους επιζήσαντες. Ο Σκοτεινός έβρισε δυνατά, πετώντας το ξίφος του αγανακτισμένος στο χώμα.
"Φερνάντο, ακολουθήστε τον. Φέρτε τον μου ζωντανό!"
Ο μπάσταρδος θα πεθάνει από το δικό μου χέρι.


Dandelion (#SCBC2024)Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum