"Αυτά είναι τα τελευταία", ψιθύρισε ο Τζόνας, σελώνοντας το σταχτί άλογο του. Το Τάγμα είχε φωλιάσει στους στάβλους, η Λιόν να χαϊδεύει τη μουσούδα της Γουίνι νωχελικά. Πέρασε το δείκτη της μέσα από τη λεπτή αλυσίδα του κολιέ της στο στήθος της, αγγίζοντας νευρικά το μαύρο ξίφος. Το σκοτάδι είχε πλαγιάσει για τα καλά στο ερημωμένο κτίσμα. Οι σκιές θα τους προσέφεραν εύκολη διαφυγή. Οι πρώτες παχιές σταγόνες είχαν ξεκινήσει ήδη να πέφτουν στο εβένινο δέρμα του μανδύα της, το μπαρούτι να πλησιάζει από τις σκιές. Είχαν καθυστερήσει πολύ. Υπολόγιζε ότι σε εκατό μέτρα θα έφταναν στα τείχη.
"Πάμε", διέταξε αυστηρά, τείνοντας τη παλάμη της προς τη βαριά τροχαλία. Τα γρανάζια κροτάλισαν μεταξύ τους, προτού αρχίσουν να λειτουργούν με ένα απαίσιο τρίξιμο. Η πύλη σείστηκε καθώς ο μηχανισμός ενεργοποιήθηκε και οι αλυσίδες ανύψωναν το ατσάλινο πλέγμα. Τα δίδυμα πέρασαν πρώτοι, ρίχνοντας μια ανιχνευτική ματιά τριγύρω. Αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε κανείς, έκαναν νόημα στους υπόλοιπους να ακολουθήσουν. Η Αϊρέν έριξε ένα αγχωμένο βλέμμα προς την παιδική της φίλη, η οποία ακόμη δεν είχε πεζέψει το άλογο της.
"Είμαι πίσω σας", τη καθησύχασε κατανοώντας τη δυσφορία της.
Ο Άρης βγήκε τελευταίος και η Λιόν ανέβηκε στο άλογο της, διατηρώντας ακόμη τη μαγεία γύρω από τη τροχαλία. Πριν προλάβει να κάνει βήμα ωστόσο, δύο φιγούρες εμφανίστηκαν από το πυκνό δάσος. Τα βέλη τους ήταν τεταμένα και οι αιχμές λαμπύριζαν. Η Φύλακας καταράστηκε και κλώτσησε τα πλευρά της Γουίνι, για να ξεκινήσουν. Ο εχθρός έριξε πυρ, το βέλος να προσγειώνεται στις οπλές του ζώου και να ανατινάσσεται με κρότο. Το ζωντανό τρόμαξε και ανασηκώθηκε στα δύο πίσω πόδια με τέτοια ορμή, που η καστανομάλλα βρέθηκε στο έδαφος, Η πλάτη της συγκρούστηκε με τα πετρώματα και ένα επιφώνημα πόνου έσκισε τον αέρα.
"Λιόν!", η φωνή του Άρη αντήχησε στην ομίχλη, αλλά μέχρι να επιστρέψει ήταν αργά. Ο δεύτερος τοξοβόλος ελευθέρωσε τη χορδή του όπλου του. Το βέλος καρφώθηκε με φόρα επάνω στην ατσάλινη πόρτα και μία μοβ αύρα τύλιξε ακαριαία την έξοδο σαν τείχος. Επεκτάθηκε από το έδαφος έως τις επάλξεις, παγιδεύοντας και τους έντεκα πύργους σε ένα αδιαπέραστο θόλο."Γαμώτο!", εξέφρασε η Λιόν εκνευρισμένη, ρίχνοντας μια γροθιά προς την δαμασκηνί επιφάνεια. Ένα κύμα ηλεκτρισμού διαπέρασε το δέρμα της και παρατήρησε το κάψιμο στην παλάμη της σοκαρισμένη. Μια ζαλάδα άρχισε να την καταβάλλει και η όραση της θόλωσε. Το τείχος του αμέθυστου έρρεε χλευάζοντας την. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο εχθρός της την ήθελε εδώ, πάση θυσία.
"Λιόν!", οι φωνές ακούστηκαν πιο δυνατές από την εξωτερική πλευρά της πύλης. Είχαν κατέβει από τα ζωντανά τους και προσπαθούσαν μάταια να σπάσουν τον αμέθυστο με τη μαγεία τους. Η ενέργεια προσγειωνόταν στο τοίχο και απορροφούνταν άμεσα από το πέτρωμα. Τα αγχωμένα βλέμματα των φίλων της, επέτειναν τη ζαλάδα της. Κούνησε το κεφάλι για να βρει τη μιλιά της, ο θυμός να την καψαλίζει πιο πολύ από ποτέ.
"Πηγαίνετε. Δεν υπάρχει χρόνος."
"Δεν σ'αφήνουμε πίσω", επενέβη η Στέλλα με ίριδες που λαμπύριζαν.
"Δεν είναι ώρα για ηρωισμούς! Αν χαθείτε και εσείς, τι θα απογίνει η Λούνα;" ούρλιαξε η καστανομάλλα με απόγνωση, ρυάκια βροχής να σχηματίζονται στα μάγουλα της. Τα βρεγμένα μαλλιά της είχαν ατονήσει και κολλούσαν στο πρόσωπο της. Ο κόσμος γύρω της μαινόταν με την καταιγίδα, η οποία ήταν πλέον κανονική θύελλα. "Θα είμαι καλά. Θα έρθω να σας βρω. Το υπόσχομαι."
YOU ARE READING
Dandelion (#SCBC2024)
General FictionΗ γροθιά της ήρθε σε επαφή με το γυαλί αυθόρμητα και ο καθρέφτης ράγισε. Εξέπνευσε άγρια, σαν ανήμερο άλογο και χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά το γυαλί αποχώρησε από το πλαίσιο και το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια. Ολόκληρος ο κόσμος γύριζε και η μυρωδ...