81

1 0 0
                                    

Μάιος 2023

"Κέι;"

"Ναι...; Ποιος είναι...;"

Λίγες μέρες μετά τον γάμο, η Βαλέρια, παρά τους αρχικούς της δισταγμούς, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην Κάτια για να δει τι κάνει, αν είναι καλά. Χρησιμοποίησε όμως το σταθερό του μαγαζιού για να την καλέσει, όχι το κινητό της, με αποτέλεσμα να μην την αναγνωρίσει, πράγμα που την πλήγωσε βαθιά. Μπορεί η Κάτια να μην αισθανόταν ποτέ για εκείνη όσα αισθάνθηκε για την Αλίκη, αλλά τουλάχιστον, ύστερα από τόσα χρόνια φιλίας, το ηχόχρωμα της φωνής της περίμενε να της έχει εντυπωθεί...

"Η Βαλ είμαι, σου τηλεφωνώ από το μαγαζί!"

"Α, Βαλ, εσύ; Τι κάνεις; Πώς πάνε οι δουλειές;"

"Εγώ καλά είμαι και οι δουλειές πηγαίνουν μια χαρά, ευτυχώς!"

"Ωραία, τέλεια! Χαίρομαι!"

Ίσως μία από τις πιο άβολες τηλεφωνικές συνομιλίες της ζωής της: η Κάτια δεν φαινόταν πρόθυμη να ανοιχτεί παραπάνω και η Βαλέρια, παρότι το διέκρινε αμέσως, δεν είχε ιδέα αν ήταν σωστό να πάρει το ρίσκο και να τη ρωτήσει ευθέως για τα πως ένιωθε...

"Την παλεύεις...;"

"Τι εννοείς...;"

"Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Κέι, μην προσπαθείς να το παίξεις άνετη!"

"Κοίτα, Βαλ, στη φάση που είμαι, αν δεν προσπαθήσω να το παίξω άνετη, θα αποτρελαθώ τελείως! Οπότε, σε παρακαλώ, ας μιλήσουμε για ό,τι άλλο αγαπάς κι ας αφήσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα στην άκρη..."

"Μα εσένα αγαπάω, τίποτα άλλο... Για 'σένα θέλω να μιλήσω, για το πως νιώθεις, τα συναισθήματα σου...", η πρώτη, αυθόρμητη σκέψη που έκανε η Βαλέρια μόλις άκουσε την άρνηση της να μιλήσει. Δεν γινόταν, ωστόσο, να την πει φωναχτά, ούτε να την πιέσει να εκφραστεί. Όσα έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια, ως κουμπάρα των Κουντουριώτηδων και πίσω, ως δήθεν κολλητή της Αλίκης, αποτελούσαν τραυματικά βιώματα ακόμη ανεπεξέργαστα. Η Κάτια δεν χρειαζόταν χαριτωμένα λογάκια ενθάρρυνσης, μα συστηματική ψυχοθεραπεία. Μία ουσιαστική ευκαιρία να αναρρώσει ψυχικά, ώστε να κλείσει επιτέλους το κεφάλαιο και να βγει από αυτήν την αυτοκαταστροφική λούπα. Να βρει ξανά τη χαμένη της όρεξη για ζωή...

"Εντάξει, όπως θέλεις! Συγγνώμη που το πήγα προς τα 'κει!"

"Μη ζητάς συγγνώμη, ντε! Καταλαβαίνω ότι νοιάζεσαι και να 'σαι σίγουρη ότι με συγκινεί το ενδιαφέρον σου, απλά..."

"Τέλος πάντων, άλλο θέμα! Από 'δω πότε θα περάσεις; Τόσος καιρός πάει που άνοιξα και ακόμα δεν μου 'χεις κάνει ποδαρικό! Μέχρι κι ο Μάνος σε πρόλαβε!"

"Είμαι απαράδεκτη, το ξέρω! Ό,τι και να μου σούρεις, δίκαιο θα 'ναι! Κάτσε να ηρεμήσω λίγο και σου υπόσχομαι πως μία από τις επόμενες μέρες θα περάσω!"

Η Βαλέρια χαμογέλασε. Για πολλοστή φορά, αρκέστηκε σε μερικά ψίχουλα, ενώ πεινούσε για ολόκληρη τη φρατζόλα...

"Θα σε περιμένω! Λοιπόν, σε κλείνω τώρα γιατί πρέπει να εξυπηρετήσω! Μπήκε πελάτης!"

"Roger, μαγαζάτορα της χρονιάς! Τα λέμε!"

"Χαχαχα, τα λέμε, Κέι!"

"Καλή συνέχεια, Βαλ!"

Η Βαλέρια έκλεισε το τηλέφωνο και μόλις σηκώθηκε από το γραφείο της, κοίταξε προς την είσοδο. Αυτό που αντίκρισε, όμως, την καθήλωσε: τελικά δεν επρόκειτο για πελάτη, αλλά για μία απροειδοποίητη επίσκεψη του σκοτεινού της παρελθόντος. Μπροστά της, σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου, έστεκαν ένας ψηλόλιγνος, καστανομάλλης νεαρός με στρόγγυλα γυαλιά και μία γυναίκα, αρκετά πιο κοντή και τροφαντή, με πιο χτυπητό στοιχείο στην εμφάνιση της, τις ολόισιες, πράσινες σαν το γρασίδι τούφες της...

"Βρε, βρε, χρόνια και ζαμάνια!" της είπαν σχεδόν ταυτόχρονα...

"Εσείς...!" τους απάντησε τραυλίζοντας, παλεύοντας να συνέλθει από το σοκ...

Τα ονόματα τους, Τζέι και Χλόη...

Όταν η άνοιξη μας άγγιξε... (When spring touched us...) [Μάιος]Where stories live. Discover now