ΜΑΖΙ

11 2 8
                                    

POV : ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Μετά από καιρό, καταφέρνω να χτυπάω αυτόν τον σάκο χωρίς να έχω νεύρα. Πάντα διάλεγα το μποξ για να ξεσπάσω τα νεύρα μου. Χτυπώντας τον σάκο, κατάφερνα να ξεσπάω εκεί και όχι πάνω στους ανθρώπους. Τώρα τελευταία όμως, διαλέγω το μποξ ως έναν τρόπο χαλάρωσης. Απλά με χαλαρώνει. Μου προκαλεί γαλήνη.

Παλιά κάθε μπουνιά που έριχνα στον σάκο αντιστοιχούσε σε μια μπουνιά που ήθελα να ρίξω σε κάποιον. Ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελα να τους χτυπήσω. Για παράδειγμα ο πατέρας μου. Η επιθυμία μου να τον δείρω μεγάλωνε όλο και πιο πολύ μέσα μου. Ας μην ξεχάσω και τον Χάρη. Έριξα πολλές μπουνιές στον σάκο που κανονικά θα έπρεπε να τις ρίξω σε εκείνον. Που να βρίσκεται αυτός άραγε; Ελπίζω κάπου πολύ μακριά.

Ενώ τώρα, χτυπάω αυτόν τον σάκο ως Χόμπι. Τον χτυπάω επειδή μου αρέσει και όχι επειδή το χρειάζομαι. Ίσως θα μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το μποξ. Αλλά νομίζω ότι είμαι αρκετά ψηλός για μποξέρ. Οι περισσότεροι συνήθως είναι κοντοί.

Τότε, η πόρτα ανοίγει και αμέσως γυρνάω να κοιτάξω. Η όμορφη μου ήρθε να με δει απροειδοποίητά. Αυτό θα πει έκπληξη.

Μόλις μπαίνει στο δωμάτιο, την πλησιάζω και της δίνω ένα φιλί. «Πως και από εδώ;», την ρωτάω ενώ κάθεται στο κρεβάτι μου. Μάλλον θα της άνοιξε η Άννα.

«Θα βγω με την Μαρία σε κάνα μισάωρο και επειδή είχα λίγο χρόνο είπα να έρθω να σε δω». Την γλυκιά μου. Έχει τόσο λίγο χρόνο αλλά και πάλι ήρθε να με δει. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ φυσικά. Και μισό λεπτό να είχα, θα πήγαινα να την δω για να της δώσω έστω ένα φιλί.

«Πάνω στην προπόνηση με πέτυχες», της είπα ενώ έπιασα τον σάκο. Θα ήθελα πολύ να την δω να ρίχνει μπουνιές στον σάκο. Θα το έκανε τόσο αθώα και από την πρώτη μπουνιά θα πονούσε. Θα ήταν σκέτη γλύκα.

«Το βλέπω», μου απαντάει ενώ κοιτάζει πιο χαμηλά. Φυσικά και κοιτάζει το σώμα μου. Είχα προσέξει και την προηγούμενη φορά στην θάλασσα πως με κοιτούσε. Είμαι σίγουρος ότι την είχα ανάψει αρκετά. Θα φροντίσω κάθε φορά που παίζω μποξ να φοράω μόνο μια βερμούδα σε περίπτωση που έρθει απροειδοποίητά. Αν είναι να με κοιτάει πάντα έτσι, θα φροντίσω να μην ξανά φορέσω μπλούζα.

«Έι μικρή! Σαν πολύ χαμηλά δεν κοιτάς;» την ρωτάω με παιχνιδιάρικη διάθεση. Αμέσως σηκώνει το κεφάλι της και αυτό που αντικρίζω είναι ένα κατακόκκινο προσωπάκι. Η γλυκιά μου ντράπηκε. «Κοκκίνησες όμορφη», της λέω και αμέσως κρύβει το πρόσωπο της με τα χέρια της.

After The Bitter End Where stories live. Discover now