Έχουν περάσει τρεις ολόκληρες εβδομάδες από τότε που άνοιξαν τα σχολεία. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες που επανέλαβα ακριβώς την ίδια ρουτίνα. Τα πράγματα στο σχολείο δεν κυλάνε τόσο εύκολα. Το επίπεδο δυσκολίας των μαθημάτων έχει ανέβει κατά πολύ. Για πρώτη φορά τα μαθηματικά με δυσκόλεψαν. Ο καινούριος καθηγητής όμως είναι πολύ καλός. Είναι περίπου σαν τον Ξανθόπουλο αλλά λίγο πιο αυστηρός. Δεν είναι όμως τα μαθήματα που με δυσκολεύουν. Με δυσκολεύει αυτή η κατάσταση που μας έχει βάλει να ζούμε ο Ξανθόπουλος. Ο ψυχολόγος βρήκε απαραίτητο να συνεχίσουμε τις συνεδρίες εγώ με την Κατερίνα. Μόλις το έμαθα, έτρεξα στο γραφείο του Ξανθόπουλου και άρχισα να φωνάζω. Έχω ένα θάρρος μαζί του που δεν με εμποδίζει καθόλου να του μιλάω άσχημα. Του ζήτησα να μιλήσει με τον ψυχολόγο. Να του πει ότι δεν χρειάζομαι τις συνεδρίες. Του εξήγησα ότι είμαι καλά. Αυτός όμως δεν συμφώνησε. Είπε ότι όλα αυτά που λέω είναι ψέματα. Ότι δεν είμαι καλά και ότι χρειάζομαι επειγόντως αυτές τις συνεδρίες γιατί θα καταλήξω να χάσω το μυαλό μου. Για αυτόν τον λόγο αναγκάστηκα να πάω σε τρεις ολόκληρες συνεδρίες. Σήμερα είναι η τέταρτη φορά που θα πάω. Κάθε Δευτέρα πλέον, στην ώρα της ιστορίας, πηγαίνω στον ψυχολόγο. Η Κατερίνα πηγαίνει την ακριβώς επόμενη, στην ώρα της φυσικής. Η Κατερίνα αντιθέτως χαίρεται που πηγαίνει σε αυτές τις συνεδρίες. Πιστεύει ότι την βοηθάνε. Όλα αυτά είναι μπούρδες όμως. Δεν γίνεται να μπορεί να την βοηθάει ένας ξένος. Αν έχει αρχίσει να γίνεται καλύτερα αυτό οφείλεται στον εαυτό της, στον Άρη και στην εμφάνιση της παλιάς της φίλης.
Με την εμφάνιση της Κωνσταντίνας, η Κατερίνα έχει καλυτερέψει αρκετά. Χρειαζόταν μια φίλη. Δεν είναι όμως ότι έχει αντικαταστήσει την Μαριάνθη. Κανείς δεν θα μπορέσει να πάρει την θέση της Μαριάνθης, στην καρδιά της Κατερίνας. Με την Κωνσταντίνα είναι βέβαια πολύ καλές φίλες, αλλά όχι κολλητές. Δεν τις ενώνουν όλα αυτά που ένωναν την Κατερίνα με την Μαριάνθη. Όμως η Κωνσταντίνα έχει μπει στην παρέα μας. Σε αυτό το κομμάτι νιώθω ότι πήρε την θέση που είχε η Μαριάνθη στην παρέα. Δεν έχω αναφέρει όμως κάτι. Δεν θέλω να δημιουργήσω κάποιον καυγά. Έτυχε να βγούμε κιόλας μια φορά. Πήγαμε για φαγητό όλοι μαζί και μετά βόλτες στο κέντρο του νησιού. Θέλουν να το ξανά επαναλάβουμε αλλά εγώ δεν έχω καθόλου όρεξη. Έχω βαρεθεί να βγαίνω έξω και να παριστάνω ότι είμαι καλά. Τα έχω βαρεθεί όλα αυτά τόσο πολύ.
Στο σπίτι τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τις λίγες ώρες που η μητέρα μου είναι σπίτι, μαλώνουμε. Μαλώνουμε για τον πατέρα μου. Για την άσχημη συμπεριφορά μου απέναντι του. Λέει ότι ό,τι και να έκανε δεν το έκανε σε εμένα. Αυτήν πλήγωσε λέει, όχι εμένα. Αυτό σημαίνει ότι εγώ δεν θα έπρεπε να τον μισώ, κατά την γνώμη της. Πρέπει να είναι τόσο ηλίθια. Ο πατέρας μου δεν προκάλεσε πόνο μόνο σε αυτήν. Προκάλεσε πόνο και σε εμένα. Η απουσία του από την ζωή μου με πονούσε. Η συμπεριφορά του προς τα εμένα με πονούσε εξίσου. Τα λόγια του με πλήγωναν τόσο πολύ. Το γεγονός ότι ό,τι και να έκανα δεν τον ευχαριστούσε, πονούσε. Η απιστία του στην μητέρα μου με πόνεσε εξίσου. Όλα αυτά τα άσχημα συναισθήματα μου οφείλονται σε αυτόν. Η διαλυμένη μου ψυχή οφείλεται σε αυτόν. Μου έχει δημιουργήσει τόσο κακό που η μάνα μου ήταν τόσο αδιάφορη που δεν το είδε ποτέ. Δηλαδή το έβλεπε αλλά παρίστανε ότι δεν το βλέπει για να μην καταστρέψει την ήδη διαλυμένη μας οικογένεια. Εκτός από τον πατέρα μου, μαλώνουμε και για άλλα θέματα. Για την κακή μου συμπεριφορά προς τους άλλους. Λέει ότι πρέπει να είμαι πιο φιλικός. Να μην δημιουργώ προβλήματα. Να μην μιλάω άσχημα στους άλλους. Θέλει να είμαι χαρούμενος. Δεν μπορεί να καταλάβει όμως, ότι εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να είμαι χαρούμενος.
Δυστυχώς οι πρώτες ώρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Με αποτέλεσμα να έρθει η πέμπτη ώρα. Η ώρα που κανονικά έπρεπε να κάνω ιστορία αλλά δυστυχώς πρέπει να πηγαίνω στην συνεδρία. Αντί να ανέβω στην τάξη μου, πήγα στα γραφεία των καθηγητών. Όπως πήγαινα συνάντησα τον Ξανθόπουλο και του χάρισα ένα δολοφονικό βλέμμα. Ξέρει πόσο δύσκολο είναι για μένα να ανοίγομαι, πόσο μάλλον σε έναν ξένο, αλλά αυτός συνεχίζει να με αναγκάζει να πηγαίνω στον ψυχολόγο. Έφτασα έξω από το γραφείο του ψυχολόγου και χτύπησα την πόρτα. Μόλις άκουσα το περάστε μπήκα μέσα.
Μου ζήτησε να κάτσω στον καναπέ ώστε να είμαι πιο άνετα. Αυτός έκατσε στην πολυθρόνα από δίπλα.
«Λοιπόν Άλεξ, πως είσαι σήμερα;»
«Όπως είμαι κάθε μέρα». Μέχρι στιγμής δεν του έχω ανοιχτεί. Προσπαθώ να μην του λέω πολλές λεπτομέρειες για την Μαριάνθη και για τα θέματα που με απασχολούν. Θέλω να δείχνω καλά σε αυτόν. Όσο πιο καλά με βλέπει τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσω με αυτήν την κατάσταση.
«Είχες κανένα πρόβλημα την τελευταία εβδομάδα ή όλα κύλησαν ομαλά;», νομίζω ότι σημειώνει κάθε μου απάντηση. Μόλις του απαντάω σε μια ερώτηση, γράφει κάτι στο τετράδιο του.
«Όλα κύλησαν ομαλά».
«Οκέι, χαίρομαι για αυτό. Σήμερα θα ήθελα να μιλήσουμε για κάτι άλλο. Έμαθα ότι λίγο προτού πεθάνει η Μαριάνθη, πέθανε και μια καλή σου φίλη». Οπα, για μισό λεπτό. Πως στο διάολο το έμαθε αυτός; Πως μπορεί να έμαθε για την Αντωνία;
«Πως έμαθες για αυτό;»
«Ο κύριος Ξανθόπουλος είχε την καλοσύνη να μου μιλήσει για αυτό. Μου μίλησε και για τις συνεδρίες σας. Ήταν πολύ καλό αυτό που έκανες. Που προσπάθησες να βοηθήσεις όλα αυτά τα παιδιά».
«Γαμωτο, αυτός ο μπάσταρδος δεν κρατάει το στόμα του κλειστό», μουρμούρισα και άκουσα ένα γέλιο από την πλευρά του ψυχολόγου. Ούτε το όνομα του δεν θυμάμαι.
«Στη θέση σου θα μιλούσα με περισσότερο σεβασμό για τον διευθυντή μου».
«Δεν είναι απλά διευθυντής για μένα. Είμαι σίγουρος ότι σας εξήγησε όλη την ιστορία, ότι οι σχέσεις μας λόγω των συνεδρίων ήταν λίγο πιο φιλικές».
«Έχεις δίκιο. Μου τα εξήγησε όλα. Όμως θα ήθελα να τα ακούσω από την δική σου πλευρά».
«Απλά πήγα εκεί και πρόσφερα κάποιες συμβουλές. Αυτό είναι όλο».
«Πρόσφερες συμβουλές και στην Αντωνία; Γιατί αν το έκανες μάλλον δεν δούλεψαν αν σκεφτείς ότι είναι νεκρή». Γαμωτο, πάει να μου ρίξει ευθύνες για τον θάνατο της. Αρκετές τύψεις έχω, δεν χρειάζομαι κι άλλες.
«Με κατηγορείς για τον θάνατο της φίλης μου γαμωτο;», του φώναξα ενώ σηκώθηκα από την θέση μου.
«Προσπαθώ να σε κάνω να δείξεις τα συναισθήματα σου. Μάλλον το κατάφερα. Μόλις μου έδειξες θυμό, πολύ θυμό», είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Γαμωτο είμαι ηλίθιος, τον άφησα να τα καταφέρει. «Πίστεψε με, δεν σε κατηγορώ. Κάτσε κάτω τώρα».
Έκατσα κάτω και συνέχισε να μου μιλάει. «Είμαι σίγουρος ότι εσύ κατηγορείς τον εαυτό σου όμως για τον θάνατο της. Πιστεύεις ότι αν παρατούσες τις εξετάσεις, θα την είχες προλάβει ζωντανή».
«Σου τα είπε όλα έτσι; Ακριβώς όλα».
«Ναι ο μπάσταρδος μου τα είπε όλα». Προσπαθεί να με κερδίσει, προσπαθεί να με κάνει να τον δω σαν φίλο μου. Θέλει να με κάνει να θέλω να είμαι εδώ.
«Σε σχέση με αυτόν είσαι μεγαλύτερος μπάσταρδος, νομίζω», του είπα με ένα χαμόγελο στα χείλη.
«Εσύ όμως μας κερδίζεις όλους, Αλέξανδρε. Είσαι ο μεγαλύτερος μπάσταρδος εδώ μέσα», μου είπε και αυτή τη φορά είχε αυτός το χαμόγελο στα χείλη του, ενώ εγώ φαίνομαι νευριασμένος.
«Άλεξ με λένε».
«Τόσο πολύ σε χαλάει να σε φωνάζουν Αλέξανδρο;»
«Το σιχαίνομαι!», είπα προσπαθώντας να το τονίσω. Πρέπει να καταλάβει από τώρα ότι καλό θα ήταν για αυτόν να μην με φωνάζει έτσι.
«Ο λόγος;»
«Ο λόγος είναι προσωπικός. Δεν νομίζω να σε ενδιαφέρει».
«Ο σκοπός των συνεδριάσεων είναι για να μου μιλήσεις για τα προσωπικά σου και να σε βοηθήσω». Γιατί όλοι θέλουν να με βοηθήσουν; Γιατί να θέλουν να βοηθήσουν κάποιον σαν εμένα;
«Καλά-καλά το όνομα σου δεν ξέρω».
«Σου το είπα και την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. Με λένε Ιωάννη. Ιωάννης Ρουσόπουλος είναι το όνομα μου».
«Πολύ αστείο όνομα έχεις, Γιαννάκη».
«Χαίρομαι που σου αρέσει, Αλέξανδρε», είπε προκαλώντας με. Γαμωτο τα καταφέρνει. Καταφέρνει να με νευριάσει.
«Εγώ φεύγω, αρκετή ώρα μιλήσαμε», του είπα και άνοιξα με δύναμη την πόρτα του γραφείου του και έφυγα. Δεν με σταμάτησε. Μπορεί να είχαμε ακόμα είκοσι λεπτά συνεδρίας αλλά δεν με σταμάτησε. Με άφησε να φύγω.
Αντί να πάω στην τάξη, βγήκα στην αυλή του σχολείου. Πήγα στην πίσω αυλή, στις βρύσες και έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου. Στηρίχτηκα με τα χέρια μου στις βρύσες και απλά κοιτούσα χαμηλά. Όλα είναι τόσο γαμημενα μπερδεμένα. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο.
***
Οι μέρες συνεχίζουν να κυλάνε αργά και βασανιστικά. Ακόμα είναι Τετάρτη. Έχουν περάσει μόνο δύο γαμημενες σχολικές ώρες. Αγγλικά και μαθηματικά. Τα πιο εύκολα μαθήματα για μένα κι όμως μου φάνηκαν σαν μια αιωνιότητα. Τώρα έχουμε ιστορία και μετά φυσική. Οι χειρότερες ώρες είναι οι τρεις τελευταίες. Τις τρεις τελευταίες ώρες έχουμε μαθήματα του Ξανθόπουλου. Τα χειρότερα μαθήματα είναι τα δικά του. Μπορεί να έγινε διευθυντής αλλά επέμενε να συνεχίσει να κάνει τα μαθήματα που μας έκανε και στην πρώτη λυκείου. Το μόνο τμήμα που τον έχει είμαστε εμείς. Μας θεωρούν τυχερούς όλοι αλλά εγώ μας θεωρώ άτυχους. Δεν τον αντέχω καθόλου αυτόν τον άνθρωπο. Πήγε και ανέλυσε όλη μου την ψυχολογία σε έναν άγνωστο, χωρίς να με ρωτήσει καν. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
Άντεξα και τις δύο επόμενες ώρες μαθημάτων αλλά δεν μπορούσα ούτε στην ιδέα να αντέξω τις άλλες τρεις ώρες με τον Ξανθόπουλο. Για αυτό τον λόγο, μόλις τελειώσαμε την φυσική, προτού βγούμε διάλειμμα πήρα και την τσάντα μου μαζί.
Ενώ ήμουν έτοιμος να πηδήξω τα κάγκελα από την πίσω αυλή και να φύγω άκουσα το όνομα μου. Ευτυχώς δεν ήταν καθηγητής αλλά δυστυχώς ήταν η Κατερίνα.
«Που πας εσύ;»
«Φεύγω, δεν έχω όρεξη να κάτσω άλλο», της απάντησα και πήδηξα κατευθείαν τα κάγκελα.
«Θα ενημερώσουν την μητέρα σου, το ξέρεις έτσι;»
«Το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει», της απάντησα. Έχουμε ήδη αρκετά θέματα με την μάνα μου, αν προθετόταν άλλο ένα δεν θα υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά.
«Θα σου πρότεινα να ξανά μπεις μέσα. Ήδη οι καθηγητές σου τα έχουν μαζεμένα». Πιστεύει σοβαρά ότι με νοιάζει;
«Κατερίνα, δεν δίνω δεκάρα για το τι θα πουν οι καθηγητές ή η μάνα μου. Θα σου πρότεινα να μην δίνεις δεκάρα ούτε εσύ για εμένα».
«Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι για σένα», φαινόταν κάπως πικραμένη. Με θέλει στα σοβαρά για φίλο της.
«Σου είπα ότι δεν χρειάζεται να το κάνεις».
«Νόμιζα όμως ότι μετά από εκείνη την φορά στην παραλία ότι τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Νόμιζα ότι είχαμε συμφιλιωθεί».
«Κατερίνα, δεν έχω χρόνο να μιλήσουμε για αυτά. Ίσως κάποια άλλη στιγμή». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που απέφυγα να της πω ότι δεν είμαστε φίλοι. Η αλήθεια είναι ότι ίσως και να είμαστε. Ίσως να την θέλω για φίλη. Δεν ξέρω.
Για μια στιγμή κοίταξε πίσω στα αριστερά της και αμέσως γύρισε το βλέμμα της σε εμένα. «Φύγε γρήγορα, έρχεται ο Ξανθόπουλος προς τα εδώ», μου είπε και αμέσως έτρεξα να φύγω.
Προτού όμως φύγω αρκετά μακριά σταμάτησα και την κοίταξα. Με κοιτούσε ακόμα. Μου έκανε νόημα να βιαστώ να φύγω. Εγώ όμως της χαμογέλασα. Ήταν σαν μια ένδειξη ότι την ευχαριστώ που με προειδοποίησε. Μου χαμογέλασε και αυτή και μου έκανε νόημα να συνεχίσω να τρέχω.
Για μια ακόμα φορά ήρθα στον τόπο του δυστυχήματος της Μαριάνθης. Για μια ακόμα φορά ήρθα στο μέρος που την έχασα. Δεν ξέρω γιατί συνεχίζω και το κάνω. Πλέον έρχομαι σχεδόν κάθε μέρα εδώ. Είναι και αυτό ένα μέρος της ρουτίνας μου.
Καθόμουν λίγο πιο μπροστά από το σημείο που είχα δει την Μαριάνθη εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι να στέκομαι λίγο πιο πίσω από ότι τώρα και να φωνάζω το όνομα της με ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Θυμάμαι, αυτήν να γυρνάει και να μου χαμογελάει, ήταν χαρούμενη, πολύ χαρούμενη. Το χαμόγελο μου όμως κατευθείαν μετατράπηκε σε φόβο, κατάλαβε αμέσως εκείνη ότι κάτι είχε συμβεί. Με είδε να τρέχω προς το μέρος της. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει είναι να κοιτάξει στο πλάι. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα άλλο.
Για μια στιγμή, εξαφάνισα όλες αυτές τις εικόνες από το μυαλό μου και κοιτούσα απλά τον δρόμο και τα αυτοκίνητα. Τότε πρόσεξα κάτι. Μια κοπέλα. Μια ξανθιά κοπέλα να περνάει τον ίδιο δρόμο που πέρασε εκείνη την ημέρα η Μαριάνθη. Κοίταξα στα δεξιά της κοπέλας και πρόσεξα ένα αμάξι από πολύ μακριά να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα. Δεν οδηγούσε και πολύ σταθερά. Ήξερα ότι αν η κοπέλα συνέχιζε να περπατάει τόσο αργά, θα ήταν πολύ αργά για αυτήν.
Αμέσως άρχισα να τρέχω σαν τρελός προς το μέρος της. Ενώ έτρεχα, φώναξα ‘πρόσεχε’ αλλά δεν φάνηκε να με άκουσε. Περπατούσε τόσο αργά και δεν έδινε τόση σημασία γύρω της. Συνέχισα να τρέχω μέχρι που έφτασα πολύ κοντά της και ξανά φώναξα πρόσεχε όσο πιο δυνατά μπορούσα. Τότε γύρισε και με κοίταξε. Το πρόσωπο της ήταν σαν πρόσωπο αγγέλου. Γύρισε και κοίταξε στα δεξιά της και είδε το αμάξι να έρχεται προς τα πάνω μας. Ήταν τόσο κοντά μας. Η κοπέλα τα έχασε και αμέσως γύρισε και με κοίταξε. Κατευθείαν την έσπρωξα πίσω και έπεσα επάνω της. Την αμέσως επόμενη στιγμή το αμάξι είχε περάσει και μας κόρναρε. Δεν σταμάτησε όμως.
Είχαμε πέσει στο πεζοδρόμιο με την κοπέλα. Εγώ είχα πέσει ακριβώς από πάνω της. Σηκώθηκα από πάνω της σοκαρισμένος αλλά έκατσα στα γόνατα μπροστά μου.
«Είσαι καλά; Πες μου είσαι καλά;», της φώναζα. Εκείνη καθόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε τον δρόμο και τα αμάξια που περνούσαν τόσο γρήγορα. «Γαμωτο είσαι καλά; Απάντησε μου, είσαι καλά;», φώναξα ενώ χωρίς να το καταλάβω είχα πιάσει το πρόσωπο της με τα χέρια μου και είχα γύρει επάνω της.
«Ναι νομίζω είμαι καλά. Ναι είμαι σίγουρα καλά», μου απάντησε αλλά αυτή τη φορά κοιτούσε εμένα. Με κοιτούσε έντονα στα μάτια. Εγώ συνέχισα να είμαι σοκαρισμένος και να κοιτάω το πρόσωπο της. Κοιτούσα τα πράσινα της μάτια τόσο έντονα όπως και αυτή.
«Σίγουρα είσαι καλά;», ρώτησα ξανά.
«Ναι είμαι πολύ καλά. Χάρις εσένα, με έσωσες», μου είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Αμέσως, πήρα τα χέρια μου από το πρόσωπο της και έκατσα δίπλα της.
Είπε ότι την έσωσα. Την έσωσα. Ενώ την Μαριάνθη, την Μαριάνθη μου δεν την έσωσα. Δεν μπόρεσα να την σώσω. Όχι γαμωτο, δεν μπόρεσα. Δεν τα κατάφερα. Δεν την έσωσα.
«Μαριάνθη, όχι γαμωτο, Μαριάνθη», άρχισα να λέω κοιτάζοντας τον δρόμο μπροστά. Το σημείο που την έχασα.
«Μαριάνθη;», αναρωτήθηκε και ένιωσα τα μάτια της επάνω μου.
«Όχι, όχι, όχι. Δεν την έσωσα. Δεν μπόρεσα να την σώσω. Όχι γαμωτο, η Μαριάνθη μου. Η Μαριάνθη μου!», συνέχισα να λέω.
«Δεν μου φαίνεσαι τόσο καλά. Συμβαίνει κάτι;»
«Δεν την έσωσα!», είπα γυρίζοντας το κεφάλι μου προς αυτήν. Ένιωσα κάποια δάκρυα να πέφτουν πάνω στα μάγουλα μου.
«Ποια δεν έσωσες; Τι σου συμβαίνει;»
«Δεν την έσωσα γαμωτο! Είναι νεκρή εξαιτίας μου», είπα και αμέσως ξεκίνησα να κλαίω. Έκλαψα για πρώτη φορά από την στιγμή που την είχα νεκρή στα χέρια μου. Είχα τόσο καιρό να κλάψω. Δεν μπορούσα όμως. Δεν ξέρω γιατί κλαίω τώρα.
«Ποια είναι νεκρή εξαιτίας σου;», με ρωτούσε ανήσυχη ενώ είχε γύρει επάνω μου.
«Η κοπέλα μου. Η Μαριάνθη μου», της απάντησα συνεχίζοντας να κλαίω. Αυτή για μια στιγμή κοίταξε τον δρόμο και μετά ξανά εμένα. Ήταν σαν να είχε συνειδητοποιήσει κάτι. Δεν μπορούσα να καταλάβω όμως. Δεν με ένοιαζε κιόλας.
«Σε παρακαλώ ηρέμησε», μου είπε πιάνοντας με αυτή, αυτήν την φορά. Είχε περάσει τα χέρια της στο πρόσωπο μου και συνέχισε να μου λέει να ηρεμήσω.
«Δεν μπορώ, δεν μπορώ. Είναι νεκρή γαμωτο, είναι νεκρή».
«Νομίζω ότι παθαίνεις κρίση πανικού. Σε παρακαλώ ηρέμησε, πάρε βαθιές ανάσες».
«Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το κάνω», της είπα ενώ έκλαιγα, νιώθοντας την δυσκολία στο να αναπνεύσω.
«Μπορείς!», μου είπε και με το ένα της χέρι έπιασε το χέρι μου και με το άλλο το στερνό μου, το σημείο που βρίσκεται η καρδιά μου.
«Έλα, πάρε βαθιές ανάσες μαζί μου», μου είπε και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες σιγά-σιγά. Έκανα το ίδιο. Προσπάθησα να το κάνω.
Μετά από λίγα λεπτά είχα καταφέρει να ηρεμήσω λίγο. Είχα σταματήσει να κλαίω αλλά συνέχισα να παίρνω βαθιές ανάσες. Ένιωθα τον ιδρώτα να στάζει πάνω μου.
«Νομίζω είσαι καλύτερα τώρα», μου είπε εν τέλη.
«Χάρις εσένα», της απάντησα και κοίταξα το χέρι της. Το χέρι που είχε τοποθετήσει επάνω στο δικό μου. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αλλά τοποθέτησα το άλλο μου χέρι πάνω στο δικό της. Μόλις το κατάλαβε με κοίταξε κάπως άβολα.
«Και χωρίς εμένα, καλά θα ήσουν», μου είπε και κατευθείαν πήρε το χέρι της από το στερνό μου. Είχα ξεχάσει ότι το είχε εκεί. Αμέσως πήρα και το δικό μου χέρι που το είχα τοποθετήσει πάνω στο δικό της, το ίδιο έκανε και αυτή.
«Με βοήθησες», είπα συνεχίζοντας να την κοιτάω. Το πράσινο των ματιών της είναι τόσο έντονο. Πιο έντονο από το χρώμα των δικών μου ματιών.
«Πως σε λένε;», μου είπε τελικά και δεν ξέρω αλλά αισθάνθηκα τόσο περίεργα. Ήταν η πρώτη φορά που κοίταξα τόσο έντονα μια κοπέλα. Ένιωθα άσχημα που το έκανα.
«Ε πρέπει να φύγω», της είπα και σηκώθηκα όρθιος. Αμέσως σηκώθηκε και αυτή. «Σε ευχαριστώ πολύ», της είπα και αμέσως άρχισα να προχωρώ μακριά της, χωρίς να έχω ιδέα προς τα που πάω. Την άφησα πίσω μου. Είμαι σίγουρος ότι θα με πέρασε για τρελό μετά από όλα αυτά.
***
Ήταν αργά το βράδυ. Περίπου δύο. Καθόμουν με κλειστά τα φώτα και αναμμένα τα Led lights στον καναπέ του δωματίου μου. Είχα φορέσει τα ακουστικά μου και άκουγα Arctic Monkeys για χιλιοστή φορά. Σκεφτόμουν την ξανθιά κοπέλα με τα πράσινα μάτια. Δεν ξέρω γιατί. Την σκεφτόμουν πολύ.
Την έσωσα στο ακριβώς ίδιο σημείο που έχασα την Μαριάνθη. Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό. Πως γίνεται στο ίδιο ακριβώς σημείο να πήγε να πεθάνει ξανά μια κοπέλα μπροστά στα μάτια μου; Πως γίνεται να ήμουν πάλι εγώ αυτός που θα μπορούσα να σώσω την κοπέλα; Γιατί δεν ήμουν τόσο γρήγορος και εκείνη την μέρα; Αν ήμουν πιο γρήγορος θα την είχα σώσει. Βέβαια στην Μαριάνθη, όταν είδα το αυτοκίνητο να έρχεται ήταν ήδη πολύ κοντά της. Γαμωτο τι κάνω; Είναι η πρώτη φορά που με δικαιολογώ κάπως για το ατύχημα της. Γιατί το κάνω τώρα; Εγώ είμαι ο υπεύθυνος και το ξέρω. Εγώ έφταιγα.
Σήμερα, δηλαδή χθες, όταν έσωσα εκείνη την κοπέλα ένιωσα τόσο περίεργα. Ένιωθα κάπως καλά με τον εαυτό μου. Μπόρεσα να σώσω μια κοπέλα. Μετά από δύο θανάτους που οφείλομαι εγώ, τουλάχιστον μπόρεσα να σώσω την μια κοπέλα. Αν την έβλεπα να παθαίνει και αυτή μπροστά στα μάτια μου δεν ξέρω τι θα έκανα.
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα πάθαινα κρίση πανικού. Ευτυχώς ήταν εκείνη μαζί μου. Δεν ξέρω ούτε το όνομα της. Φαινόταν να είναι κάπου στην ηλικία μου. Δεν ήταν αρκετά ψηλή αλλά έμοιαζε για συνομήλικη μου. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά αλλά οι μπροστινές τις τούφες ήταν πιο κοντά κουρεμένες. Ήταν σαν δύο κουρτίνες. Το χρώμα του δέρματος της ήταν πολύ ανοιχτόχρωμο, ήταν κάπως σαν ροζ. Τα μάτια της ήταν τόσο έντονα. Αυτό το πράσινο ήταν τόσο όμορφο. Η μύτη της ήταν μικρή, πολύ χαριτωμένη. Το πρόσωπο της γενικά ήταν σαν πρόσωπο μικρού μωρού. Ήταν τόσο χαριτωμένο. Αυτή ήταν τόσο χαριτωμένη.
Γαμωτο τι λέω; Γιατί την σκέφτομαι; Δεν πρέπει να την σκέφτομαι. Δεν πρέπει να σκέφτομαι καμία άλλη εκτός από την Μαριάνθη. Έτσι κι αλλιώς δεν θα ξανά δω αυτή τη κοπέλα. Ήταν μια ξένη. Ήταν μια όμορφη ξένη.
ESTÁS LEYENDO
After The Bitter End
Novela JuvenilΗ ζωή του Αλέξανδρου Ελευθερίου έχει αλλάξει ριζικά μετά τα τελευταία γεγονότα. Μετά το διαζύγιο των γονιών του, τον θάνατο της φίλης του και της κοπέλας του, πρέπει να ξανά σταθεί στα πόδια του. Το σχολείο αρχίζει σε λίγες ημέρες και ο Αλέξανδρος π...