ΓΕΝΈΘΛΙΑ

40 5 8
                                    

Σήμερα θα γινόταν δεκαέξι. Η Μαριάνθη θα έκλεινε τα δεκαέξι. Έχουν περάσει εννιά ημέρες από τότε που της κάνανε το τρισάγιο. Είναι 10 Σεπτεμβρίου σήμερα. Είναι η ημερομηνία των γενεθλίων της. Δεν κατάφερε να ζήσει όμως δεκαέξι χρονιά. Δεν κατάφερε να ζήσει σχεδόν καθόλου. Είναι τόσο άδικο. Έζησε τόσα λίγα χρόνια. Δεν μπόρεσε να ζήσει την ζωή της. Είναι απαίσιο να πεθαίνουν παιδιά τόσο μικρής ηλικίας και να βλέπεις κάποιους ανθρώπους να φτάνουν στα ενενήντα τους έτη και να είναι μια χαρά. Η ζωή είναι τόσο άδικη.

Σήμερα θα πάνε πάλι στο νεκροταφεία οι γονείς της. Το έμαθα από τον Άρη. Θα της κάνουν τρισάγιο για τα σαράντα και είναι ευκαιρία να το κάνουν σήμερα που έχει και τα γενέθλια της. Αυτή τη φορά δεν σκοπεύω να πάω. Ούτε έχω σκοπό να μείνω πίσω από τα δέντρα κρυμμένος. Δεν ξέρω καν αν θέλω να πάω. Σκεφτόμουν να πάω μετά από αυτούς αλλά δεν ξέρω. Είναι τόσο δύσκολο να πηγαίνω εκεί και να ξέρω ότι η Μαριάνθη είναι εκεί μέσα. Πονάει να το ξέρω.

Μία φορά είχαμε μιλήσει με την Μαριάνθη για τα γενέθλια της. Για τα δέκατα έκτα γενέθλια της. Είχε πει ότι ήθελε να τα γιορτάσει. Δεν ήθελε βέβαια ένα μεγάλο πάρτυ. Απλά ήθελε να πάμε στην παραλία. Ήθελε να πάμε εκεί το βράδυ. Εγώ, αυτή, η Κατερίνα, ο Άρης και ο Αχιλλέας. Ήμαστε οι πιο κοντινοί της άνθρωποι μου είχε πει. Αυτό ήθελε όλο κι όλο για τα γενέθλια της. Μια συγκέντρωση στην παραλία με τους στενούς της φίλους. Δεν κατάφερε όμως να πραγματοποιήσει ούτε αυτό το όνειρο της. Δεν κατάφερε να ζήσει τίποτα σε αυτή τη ζωή. Είχε τόσα όνειρα που δεν θα καταφέρει ποτέ να πραγματοποιήσει.
Δεν θα καταφέρει ποτέ να γίνει ζωγράφος. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο της όνειρο. Να γίνει ζωγράφος. Κι όμως δεν θα το καταφέρει. Οι πίνακες της βρίσκονται ακόμα στο ατελιέ της μητέρας μου. Η μητέρα μου με ρώτησε τι θέλω να κάνω με τους πίνακες. Αν θέλω να τους πάρω εγώ. Δεν το ήθελα όμως. Της ζήτησα να τους αφήσει εκεί που είναι. Θα μείνουν σκονισμένοι και ανεκμετάλλευτοι για πάντα στο ατελιέ της μάνας μου.

Πάντοτε ήθελα να δω το πορτρέτο μου. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που με είχε ζωγραφίσει. Πάντα την παρακαλούσα να μου το δείξει. Αλλά πλέον δεν θέλω να το δω. Σκέφτηκα κάποιες φορές ότι πλέον δεν με εμποδίζει τίποτα, ότι μπορώ να πάω να το δω. Δεν ήθελα όμως. Όσες φορές είχα φανταστεί τη στιγμή που θα το δω, ήταν με την Μαριάνθη. Ότι θα μου το έδειχνε αυτή και θα περίμενε να δει την αντίδραση μου. Όμως δεν θα γίνει ποτέ αυτό. Αν θα το δω κάποια στιγμή θα είμαι μόνος μου.

Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να βγαίνω πιο συχνά έξω. Έχω καταλάβει πως δεν γίνεται να μείνω κλεισμένος για πάντα σε αυτό το σπίτι. Κανόνισα να συναντηθώ με την Υρω στις δώδεκα. Ήθελε να πάμε για καφέ αρχικά αλλά το αρνήθηκα. Δεν μπορώ να τριγυρνώ στον κόσμο. Νιώθω ότι όλοι με κοιτάνε και σχολιάζουν. Κάποιοι με λένε βίαιο, άλλοι ναρκομανή, άλλοι άτυχο, καημένο, μου έχουν βγάλει τόσα πολλά ψευδώνυμα. Για αυτό κανονίσαμε να πάμε σε μια γειτονιά που δεν έχει τόσο κόσμο. Θα κάτσουμε μάλλον σε κάποιο παγκάκι.

Έκανα ένα γρήγορο κρύο ντουζ. Φόρεσα μια μαύρη βερμούδα και μια μαύρη αμάνικη μπλούζα και ήμουν έτοιμος. Τα μαλλιά μου πλέον δεν τα χτενίζω. Συνήθιζα να κάνω την χωρίστρα μου στην μέση αλλά πλέον δεν ασχολούμαι. Τα αφήνω αχτένιστα και μπλεγμένα μεταξύ τους. Έχουν μεγαλώσει αρκετά. Θα χρειαστώ ένα κούρεμα σύντομα. Άλλαξαν χρώμα κιόλας, δεν είναι τόσο καστανόξανθα όσο ήταν. Πιο πολύ καστανά έχουν γίνει. Ψήλωσα κιόλας. Έχω γίνει ήδη 1,83. Φαίνομαι πολύ μεγαλόσωμος σε αντίθεση με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Οφείλεται και στην γυμναστική. Τον τελευταίο μήνα άρχισα να γυμνάζομαι ακόμα πιο πολύ. Στο σπίτι όμως. Αγόρασε η μητέρα μου κάποια όργανα και τα χρησιμοποιώ συνέχεια. Το σώμα μου είναι πιο γυμνασμένο από κάθε άλλη φορά. Έχουν αλλάξει πολλά στην εμφάνιση μου.
Φόρεσα τα ακουστικά μου και έφυγα από το σπίτι. Πλέον δεν πάω πουθενά χωρίς αυτά. Θέλω πάντα να ακούω την μουσική μου. Με κάνει να ξεχνιέμαι λίγο.

Μέχρι να πάω να συναντήσω την Υρω, ένιωσα πολλά βλέμματα επάνω μου. Κυρίως ατόμων από το σχολείο. Δεν έδωσα σημασία όμως. Συνέχισα να προχωράω.

***

«Χαίρομαι πολύ που δέχτηκες να βρεθούμε κάπου έξω», μου είπε η Υρω ενώ συνεχίζαμε να κάνουμε κούνια. Δεν ξέρω πως αλλά καταλήξαμε στην παιδική χαρά.
«Δεν γινόταν αλλιώς. Δεν μπορώ να μείνω άλλο κλεισμένος στο σπίτι».
«Δεν θα πας στο νεκροταφείο;»
«Δεν έχω όρεξη να ξανά ακούσω τον πατέρα της Μαριάνθης να με διώχνει». Το προηγούμενο περιστατικό το περιέγραψα στην Υρω. Της είπα ότι με θεωρεί υπεύθυνο, ότι και εγώ θεωρώ εμένα υπεύθυνο. Αλλά αυτή επιμένει να λέει ότι δεν φταίω. Ότι δεν πρέπει να κατηγορώ τον εαυτό μου για όλα.
«Ίσως αν του εξηγήσεις να καταλάβει τι έχει συμβεί και να σταματήσει να σου κρατάει κακία».
«Τι να του εξηγήσω ακριβώς; Ότι εγώ φταίω για τον θάνατο της κόρης του; Ότι εγώ ήμουν ο μαλακας που την φώναξα και σταμάτησε στη μέση του δρόμου;»
«Γαμωτο σταματά να το λες. Για όλα φταίει ο οδηγός. Αν δεν έτρεχε, δεν θα είχε χτυπήσει ποτέ την Μαριάνθη. Για όλα φταίει εκείνος», μου φώναξε. Πολλές φορές μου το φωνάζει με την ελπίδα ότι έτσι θα το πιστέψω καλύτερα.
«Δεν είναι στην φυλακή όμως. Απλά πλήρωσε ένα ποσό στην οικογένεια της και τώρα τριγυρίζει ελεύθερος».
«Ούτε εσύ είσαι στην φυλακή όμως. Αυτό σημαίνει ότι δεν φταις εσύ».
«Τέλος πάντων, έχω κουραστεί να συζητώ αυτό το θέμα. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο».

«Είσαι έτοιμος για αύριο;» Ναι μέσα σε όλο μου τον πόνο έχω και το σχολείο. Αύριο είναι γαμημενη Δευτέρα, πρώτη μέρα σχολείου. Ο αγιασμός. Ένας χρόνος από τότε που την γνώρισα.
«Καθόλου».
«Πρέπει όμως να ετοιμαστείς. Η δευτέρα λυκείου δεν είναι τόσο εύκολη όπως η πρώτη. Διάλεξες τελικά θετική κατεύθυνση;»

«Ε ναι ρε Υρω. Τι θα διάλεγα θεωρητική; Το μόνο μάθημα που είμαι καλός είναι τα μαθηματικά και η φυσική γιατί μοιάζει με τα μαθηματικά». Αναρωτιέμαι ποιος θα μας διδάσκει μαθηματικά τώρα που έφυγε αυτή η ηλίθια.
«Σε όλα μια χαρά είσαι. Πέρασες με καλούς βαθμούς», σε αυτό έχει δίκιο. Έγραψα πολύ καλά σε σχέση με άλλες χρονιές αλλά δεν είμαι και κάνα καλός μαθητής.

«Εσύ έτοιμη για Τρίτη λυκείου; Πανελλήνιες φέτος».
«Μην μου το θυμίζεις».
«Τελικά που θες να περάσεις; Ακόμα δεν έχω καταλάβει».
«Δεν έχω καταλήξει σίγουρα σε κάτι. Πολλά περνάνε από το μυαλό μου».
«Σε βρίσκω πανέτοιμη», είπα χιουμοριστικά.
«Χαίρομαι που βρίσκεις ξανά τον παλιό σου εαυτό. Επειδή έχασες την Μαριάνθη, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσεις και τον εαυτό σου να χαθεί».
Ξέρω ότι έχει δίκιο. Σε όλα έχει δίκιο. Δεν πρέπει να με αφήσω να χαθώ. Δεν πρέπει. Αλλά δεν μπορώ να το αποτρέψω. Ένιωσα ότι με έχασα τη στιγμή κιόλας που πέθανε η Μαριάνθη στα χέρια μου. Δεν ξέρω πως γίνεται να ξανά βρω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω μόνος μου.

«Θα προσπαθήσω, Υρω».
«Θα μου κάνεις ακόμα μια χάρη;», με ρώτησε ναζιάρικα.
«Να ακούσω πρώτα».
«Μπορείς επιτέλους να σταματήσεις να ψηλώνεις; Εκεί που αρχίζω να σε φτάνω, ψηλώνεις κι άλλο», γέλασα μόλις το άκουσα. Ήταν ψεύτικο γέλιο. Ήταν ένα γέλιο στην προσπάθεια να της δείξω ότι είμαι καλά. Η τελευταία φορά που γέλασα ήταν όταν ήμουν με την Μαριάνθη. Δεν μπορώ να ξανά γελάσω ειλικρινά από τότε.
«Αντί να σταματήσω εγώ, προσπάθησε να ψηλώνεις εσύ».
«Δεν γίνεται αυτό, έχω φτάσει ήδη 1,77. Είναι αρκετό ύψος για μια κοπέλα».

«Οκέι τότε υποθέτω ότι δεν θα έχουμε ποτέ το ίδιο ύψος», είπα με την προσπάθεια να δείξω κάπως αστείος, να δείξω ότι αστειεύομαι.
«Μου λείπεις, Άλεξ. Μου λείπει ο παλιός Άλεξ».
Σε όλους λείπει αυτός ο Άλεξ. Και σε εμένα λείπει. Όχι ότι τότε ήμουν καλύτερα. Και τότε σκατα ήμουν αλλά τουλάχιστον ήμουν καλύτερα από τώρα. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι ο παλιός ο Άλεξ πέθανε. Δεν θα ξανά υπάρξει. Πλέον υπάρχει μόνο ο καινούριος Άλεξ, ο Άλεξ ο οποίος είναι πάντα λυπημένος.
«Δυστυχώς, δεν θα ξανά δεις τον παλιό Άλεξ μάλλον. Θα προσπαθήσω όμως να σε κάνω να σου αρέσει ο καινούριος Άλεξ».

«Όπως και να είσαι μου αρέσεις», μου είπε και έμεινα να την κοιτάω. Δεν ξέρω τι της αρέσει σε μένα. Είμαι σκατα.
«Είσαι η μόνη που της αρέσω όπως και να είμαι. Σε κανέναν δεν αρέσω έτσι όπως είμαι τώρα».
«Πίστεψε με, αρέσεις σε πολλούς ανθρώπους, σε αγαπάνε τόσα πολλά άτομα Άλεξ. Δεν είσαι μόνος σου».
Ξέρω ότι δεν είμαι μόνος μου. Ξέρω ότι έχω άτομα δίπλα μου. Ξέρω ότι υπάρχουν άτομα που με αγαπάνε. Αλλά εγώ συνεχίζω να νιώθω μόνος. Νιώθω μόνος κάθε μέρα από τη στιγμή που την έχασα.

***

Ήταν αργά το απόγευμα όταν πήρα μια απόφαση. Εκεί που έπαιζα κιθάρα, άρχισα να σκέφτομαι αυτήν. Σκεφτόμουν το ποσό πολύ ήθελε να της παίξω κιθάρα. Της είπα υποσχεθεί ότι το καλοκαίρι, ένα βράδυ θα πάμε στην παραλία και θα της παίζω κιθάρα με τις ώρες. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να κρατήσω ούτε αυτή την υπόσχεση.

Δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω κανένα όνειρο από αυτά που κάναμε το καλοκαίρι. Δεν μπόρεσε να με ζωγραφίσει με θέα την θάλασσα όπως ήθελε. Δεν μπορέσαμε να πάμε βόλτα με το σκάφος. Δεν κολυμπήσαμε. Δεν κάναμε πικνίκ. Δεν κατασκηνώσαμε στην παραλία. Δεν κάναμε τίποτα από όσα θέλαμε. Έφυγε, προτού πραγματοποιήσουμε όλα αυτά τα όνειρα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, φόρεσα τα αθλητικά μου, πήρα την κιθάρα μου και έφυγα. Η μητέρα μου με ρώτησε που πηγαίνω αλλά δεν της απάντησα. Έχει συνηθίσει να το κάνω αλλά πάντα ανησυχεί.

Άρχισα να περπατώ βιαστικά μέχρι που βρέθηκα εκεί που ήθελα. Στο νεκροταφείο του νησιού. Δεν είχε καθόλου κόσμο. Κανένας δεν έρχεται τόσο αργά. Αμέσως πήγα στο μνήμα της Μαριάνθης. Υπήρχαν πολλά λουλούδια επάνω. Από σήμερα υποθέτω. Ακόμα είναι φρέσκια.
Έκατσα επάνω στο μνήμα και ακούμπησα το χέρι μου στην φωτογραφία της Μαριάνθης. Ήταν σαν να την χαϊδεύω. Το κάνω συχνά σε όλες τις φωτογραφίες της. Κάθε μέρα κάθομαι και κοιτάζω το άλμπουμ. Το άλμπουμ που μου είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα. Έχω περάσει ακόμα περισσότερες φωτογραφίες. Έχω τόσες αναμνήσεις μαζί της.

Σήκωσα την κιθάρα στα χέρια μου και την τοποθέτησα επάνω μου. Ήρθα εδώ με τον σκοπό να της παίξω κιθάρα. Ήταν κάτι που ήθελε πολύ.
«Είμαι εδώ για να σου παίξω κιθάρα, Μαριάνθη, για τα γενέθλια σου. Ελπίζω να θυμάσαι πόσο πολύ ήθελες να με ακούσεις να παίζω».
Είχα σκοπό να παίξω κάτι γαλήνιο. Ένα όμορφο, χαλαρό, ήρεμο τραγούδι. Ένα τραγούδι για την Μαριάνθη μου. Κάτι σαν αποχαιρετιστήριο. Άρχισα να χαϊδεύω τις χορδές τις κιθάρες. Κάποιες πρώτες μελωδίες άρχισαν να ακούγονται. Ξεκίνησα να παίζω τις πρώτες νότες. Αποφάσισα να παίξω ένα τραγούδι που ακούω συχνά μετά τον θάνατο της. Το somewhere Only We know. Μου θυμίζει πολύ την Μαριάνθη μου αυτό το τραγούδι.
Συνέχισα να παίζω με την κιθάρα μου κι άλλες μελωδίες. Μελωδίες μόνο για την Μαριάνθη μου. Μακάρι να μπορούσε να με ακούσει. Μακάρι να ήξερε ότι της έπαιξα μουσική. Λένε ότι η Μαριάνθη βρίσκεται στο παράδεισο και με βλέπει από εκεί κάθε μέρα. Οπότε ξέρει τα πάντα για το πως συνεχίζεται η ζωή μου. Δεν το πιστεύω όμως. Δεν πιστεύω στον παράδεισο και την κόλαση. Πιστεύω ότι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, απλά πέφτει σε βαθύ ύπνο. Η Μαριάνθη αυτή τη στιγμή κοιμάται. Θα κοιμάται για πάντα. Δεν είναι κάπου ζωντανή στον παράδεισο. Δεν ξέρει για την ζωή μου. Δεν ξέρει τίποτα για το μέλλον μου. Δεν ξέρει για το πως περνάω την ζωή μου χωρίς αυτήν.

Η ώρα κόντευε εννιά. Είχε βραδιάσει ήδη. Σταμάτησα να της παίζω μουσική. Άφησα την κιθάρα δίπλα μου στο μνήμα. Κοιτούσα το μνήμα και προσπαθούσα να φανταστώ την Μαριάνθη εκεί μέσα. Ξέρω ότι δεν μου κάνει καλό. Δεν είναι καθόλου καλό αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή. Έχω τόσες άσχημες εικόνες από τη στιγμή που πέθανε, που δεν θα μου κάνει καλό να αποκτήσω κι άλλες.
«Ελπίζω να σου άρεσε. Πάντα ήθελες να σου παίξω κιθάρα, λυπάμαι που δεν πρόλαβα. Είχαμε τόσα πολλά πράγματα να κάνουμε ακόμα. Μας περίμεναν τα καλύτερα. Αλλά έφυγες. Έφυγες εξαιτίας μου», αναστέναξα. «Λυπάμαι που δεν έρχομαι κάθε μέρα να σε δω. Μακάρι να βρισκόμουν αυτή τη στιγμή δίπλα σου. Θα ήμασταν για πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον», συνέχισα να της λέω. Δεν ξέρω και εγώ τι κάνω. Μιλάω στην νεκρή κοπέλα μου. Είναι τόσο άρρωστο αυτό.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κινητό μου. Στην οθόνη του εμφανίστηκε το όνομα του Άρη. Έχουμε φτιάξει κάπως τις σχέσεις μας. «Γειά σου Άρη», του είπα μόλις απάντησα την κλήση.

«Γειά, εμ σε πήρα για να σου ζητήσω μια χάρη». Σπάνια μου ζητάει χαρές. Σπάνια μιλάμε κιόλας. Με όλους σπάνια μιλάω.
«Τι χάρη;»
«Είμαι εδώ στην παραλία με τον Αχιλλέα. Θα θέλαμε πολύ να έρθεις να μας βρεις». Έχω να πάω στην θάλασσα από εκείνη την στιγμή που αποχαιρετιστήκαμε προτού φύγω. Πολλές φορές την κοιτάζω από το παράθυρο αλλά ποτέ δεν έχω πάει. Φοβάμαι ότι αν πάω εκεί θα πνίγω από τις αναμνήσεις. Πάντα με ηρεμούσε η θάλασσα, ήθελα να είμαι εκεί συνέχεια. Πλέον όμως φοβάμαι να πάω.
«Δεν ξέρω, Άρη. Δεν νομίζω να έρθω». Άκουσα κάτι ομιλίες μόλις του το είπα. Μάλλον προσπαθούν να βρουν κάποιον τρόπο να με πείσουν να πάω εκεί.
«Σε παρακαλώ, έλα να μας βρεις. Θα σου κάνει καλό, πίστεψέ με». Σκέφτομαι ότι ίσως είναι η ευκαιρία να πάω. Να αντιμετωπίσω τον φόβο μου. Δεν γίνεται να μην ξανά πάω ποτέ στην θάλασσα.
«Καλά, θα έρθω. Για λίγο όμως».
«Τέλεια!», φώναξε γεμάτος χαρά. «Σε περιμένουμε, έλα γρήγορα», συμπλήρωσε και έκλεισε το κινητό του.

Κάλεσα ένα ταξί να έρθει να με πάρει. Δεν είχα όρεξη να περπατήσω. Ίσως πρώτη φορά το παθαίνω αυτό. Πήγα πρώτα από το σπίτι για να αφήσω την κιθάρα μου και να πάρω μια ζακέτα. Έχει λίγο ψυχρά τα βράδια. Φόρεσα μια μαύρη Nike ζακέτα και έφυγα.
Μόλις έφτασα στην θάλασσα, ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος. Ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν σαν να μου κόπηκαν τα πόδια και δεν μπορούσα να περπατήσω. Ένιωσα σαν να μην μπορούσα να πάρω ανάσα. Έτρεμα λίγο. Όχι από το κρύο, όμως. Δεν μπορούσα όμως να μείνω εδώ ακίνητος. Έπρεπε να πάω να τους βρω. Πρέπει να μάθω να έρχομαι εδώ χωρίς να νιώθω ότι μου τελειώνει ο αέρας. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να περπατάω. Κρύος αέρας χτυπούσε το πρόσωπο μου. Με δρόσιζε. Με επανάφερε στην πραγματικότητα. Συνέχισα να προχωρώ μέχρι που η θάλασσα άρχισε να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη στα μάτια μου. Μου είχε λείψει αυτό το μπλε της θάλασσας. Ήταν άγρια όπως μου αρέσει. Είχε κύματα. Ενώ είχα αναστατωθεί προηγουμένως, τώρα ένιωθα σαν να ηρεμώ.

Κοίταξα στα δεξιά μου και στα αριστερά μου ψάχνοντας τα παιδιά. Τότε τους αντίκρισα στα δεξιά μου. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί οι δύο. Ήταν και η Κατερίνα μαζί τους. Είχαν στρώσει κάτω μια κουβέρτα και καθόταν σε αυτή και οι τρεις τους. Είχαν και κάποια κεριά δίπλα αναμμένα. Υπήρχαν επίσης δύο μεγάλα μπουκάλια serkova μαζί με τέσσερα ποτήρια. Γαμωτο τι σκατα έχουν ετοιμάσει; Γιατί είναι και αυτή εδώ;

Άρχισα να τους πλησιάζω τότε γεμάτος θυμός. Ο Αχιλλέας ήταν ο πρώτος που με είδε και αμέσως σηκώθηκε. Το ίδιο έκανε και ο Άρης. Η Κατερίνα παρέμενε καθιστή.
«Γιατί με φωνάξατε; Τι σκατα θέλει αυτή εδώ;» Ρώτησα θυμωμένα.
Ο Άρης ήταν έτοιμος να μιλήσει αλλά τον διέκοψε η παρουσία της Κατερίνας όταν εμφανίστηκε μπροστά του. «Ήρθαμε εδώ για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της Μαριάνθης». Πρέπει να αστειεύεται. Τι σκατα λέει; Η Μαριάνθη είναι νεκρή γαμωτο.
«Είσαι με τα καλά σου; Θα κάνεις πάρτυ σε μια νεκρή;», της φώναξα.
«Αυτό ήθελε. Ήθελε να γιορτάσουμε τα γενέθλια της εδώ στην παραλία. Σου το είχε πει κιόλας. Επειδή πέθανε δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία της», μου φώναξε και αυτή τώρα.
«Όλα αυτά είναι μαλακιες. Δεν χρειάζεται πάρτυ γενεθλίων. Δεν είμαστε καν φίλοι γαμωτο».
«Άλεξ άκουσε την», είπε ο Άρης ενώ με πλησίασε. «Μπορεί να μην θεωρίες φίλη σου την Κατερίνα, αλλά όλοι εμείς εδώ ήμασταν φίλοι της Μαριάνθης. Η οποία Μαριάνθη, αν ήξερε ότι έχουμε μαζευτεί εδώ για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της θα χαιρόταν πολύ», μου είπε τοποθετώντας το χέρι του στον ώμο μου.

Ξέρω ότι αυτό ήθελε η Μαριάνθη. Ξέρω ότι ήθελε να μαζευτούμε οι πέντε μας εδώ στην παραλία. Αλλά ποιο είναι το νόημα σε όλο αυτό αν αυτή δεν είναι εδώ;
«Ας το κάνουμε για την Μαριάνθη, Άλεξ», μου είπε ο Αχιλλέας ενώ με πλησίασε.

Δεν ξέρω κατά πόσο θέλω να το κάνω. Αλλά σήμερα είναι η μέρα της. Είναι η μέρα της και πρέπει να γιορτάσουμε. Να γιορτάσουμε για αυτή, έστω κι αν λείπει.

«Ας το κάνουμε για την Μαριάνθη», επανέλαβα και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη όλων τους. Ειδικά στης Κατερίνας.

Κάτσαμε όλοι μαζί στην κουβέρτα. Σχηματίσαμε ένα κύκλο. Πίναμε όλοι μαζί, προς τιμή της Μαριάνθης. Η Κατερίνα μας εξιστορήθηκε και κάτι στιγμές της με την Μαριάνθη. Μας μίλησε για την πρώτη τους γνωριμία. Ήταν η πρώτη μέρα της στο νηπιαγωγείο. Η Κατερίνα από τότε δεν ντρεπόταν καθόλου. Έκανε εύκολα νέους φίλους. Ενώ βρισκόταν στην αυλή του νηπιαγωγείου και έπαιζε με κάτι άλλα παιδιά παρατήρησε την Μαριάνθη να κάθεται μόνη της στον παγκάκι. Αμέσως άφησε την παρέα της και πήγε έκατσε δίπλα της. Έκατσε δίπλα της αλλά δεν μίλησαν. Τις επόμενες μέρες συνέχιζε να κάθεται δίπλα της. Μέχρι την στιγμή που η Μαριάνθη την ρώτησε γιατί κάθεται μαζί της. Εκείνη την ημέρα γίνανε φίλες. Δηλαδή κολλητές. Από εκείνη την στιγμή δεν χωρίστηκαν ποτέ ξανά. Εκτός από τώρα. Ο θάνατος χώρισε δύο αχώριστες φίλες. Πάντα ο θάνατος τα κάνει όλα. Είναι υπεύθυνος για όλα.

***

Είχε περάσει αρκετή ώρα. Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Ήμασταν ακόμα στην παραλία. Έφυγα όμως λίγο πιο πέρα και καθόμουν μόνος μου μπροστά από την θάλασσα. Είχα τόσο καιρό να έρθω και να χαζέψω την θάλασσα. Παλιά ερχόμουν κάθε μέρα. Τώρα όμως δεν ερχόμουν σχεδόν ποτέ.

Ενώ συνέχιζα να κάθομαι, ένιωσα κάποιον να κάθεται δίπλα μου. Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα την Κατερίνα. Δεν της έδωσα όμως σημασία, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα ξανά μπροστά.

«Πως ήταν προτού πεθάνει;», με ρώτησε μετά από λίγα λεπτά. Γύρισα να την κοιτάξω και αντίκρισα τον ίδιο πόνο που αντικρίζω στα μάτια μου κάθε μέρα στον καθρέφτη.
«Τι εννοείς;»

«Ήταν λυπημένη; Θέλω να πω, πονούσε; Δεν έφυγε ήρεμα;». Οι ερωτήσεις της έπεσαν βροχή.
Γύρισα ξανά το βλέμμα μου προς την θάλασσα. «Πονούσε όταν έφυγε. Η τελευταία λέξη που μου είπε προτού πεθάνει ήταν ‘σταμάτα’  κι αυτό επειδή προσπαθούσα να σταματήσω την αιμορραγία», μόλις το άκουσε αυτό ξεροκατάπιε. Την πονάει να ξέρει ότι έφυγε πονώντας.
«Όμως δεν ήταν λυπημένη. Προτού φύγει της είπα κάτι που ήθελε να ακούσει πολύ, κάτι που την έκανε να χαμογελάσει».

Ένιωσα τα γαλάζια της ματιά καρφωμένα πάνω μου. Ήμουν σίγουρος ότι γύρισε και με κοίταξε. «Της είπε ότι την αγαπάς, έτσι;», με ρώτησε και αυτή τη φορά γύρισα να την κοιτάξω. Χαμογελούσε.

«Της το είπα. Αλλά ήταν αργά».
«Θα ήταν αργά αν δεν της το έλεγες προτού πεθάνει».

«Κατερίνα γιατί μου μιλάς; Σου είπα όλη την αλήθεια και ακόμα μου μιλάς».

«Ποια αλήθεια; Ότι θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο για τον θάνατο της;»
«Ναι αυτή την αλήθεια. Τώρα που ξέρεις ότι εγώ φταίω που πέθανε, έχεις κάθε λόγο για να μην μου ξανά μιλήσεις». Στην θέση της δεν θα μου ξανά μιλούσα ποτέ. Είμαι ο δολοφόνος της κολλητή της.

«Δεν σε θεωρώ υπεύθυνο, Άλεξ. Δεν φταις εσύ».

«Αυτό είναι ψέμα. Όμως κι αν δεν με πιστεύεις, γιατί συνεχίζεις να μου μιλάς; Δεν νομίζω να με συμπαθούσες ιδιαίτερα».

«Πάντα σε συμπαθούσα. Δεν υπήρξε στιγμή που να ένιωσα απέχθεια για σένα. Μπορεί να έχουμε μαλώσει πολλές φορές αλλά πάντα το μετάνιωνα. Απλά νεύριαζα με σένα».
«Και τι θέλεις τώρα; Να μιλάμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα;», ελπίζω να μην το θέλει αυτό. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ συμπαθώ την Κατερίνα. Αλλά μπήκα στην διαδικασία να την συμπαθήσω μόνο και μόνο λόγω της Μαριάνθης. Τώρα που δεν υπάρχει η Μαριάνθη, δεν υπάρχει και λόγος να συνεχίσουμε αυτή τη φιλία.
«Έχασα την κολλητή μου, Άλεξ. Δεν θέλω να χάσω και τον φίλο μου», μου είπε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου. Δεν απομακρύνθηκα αυτή τη φορά. Αντιθέτως, ακούμπησα και εγώ το κεφάλι μου πάνω στο δικό της.

Το γεγονός ότι με θεωρεί φίλο της, δεν ξέρω αν με χαροποιεί. Ποτέ δεν είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση. Η σχέση μας οφειλόταν στην αγάπη μας προς την Μαριάνθη. Επειδή υπήρχε αυτή, υπήρχε και η σχέση μας. Τώρα που δεν υπάρχει, δεν ξέρω αν υπάρχει και η σχέση μας. Όμως, είμαι σίγουρος ότι η Μαριάνθη θα ήταν πολύ χαρούμενη αν ήξερε ότι είμαστε φίλοι με την Κατερίνα. Θα ήταν χαρούμενη για εμάς.

After The Bitter End Donde viven las historias. Descúbrelo ahora