Αναμνήσεις

442 88 19
                                    

Όσο περνούσε η ώρα τόσο το αεράκι γινόταν πιο ψυχρό και ήταν δυσκολότερο να μείνουν στη λίμνη. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να σηκωθεί πρώτος γιατί μετά από τόσα σκαμπανεβάσματα συζητούσαν σαν δύο καλοί φίλοι που έκαναν καιρό να βρεθούν. Άδειασαν οι καρδιές και των δύο από τις έγνοιες και τη λύπη που τους προκαλούσε αυτό το κενό που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Ήθελαν να το κλείσουν το κενό. Ήταν κάτι που το χρειάζονταν και οι δύο για να κλείσουν οι πληγές τους.

Ο Νταμιάνο δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως τόσα χρόνια δεν κατάφερε να ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρειά του, θυμόταν ως και τα μικρά σημαδάκια που είχε αραιά και που από χτυπήματα, αφού ήταν το πιο άτσαλο κορίτσι που γνώρισε ποτέ του. Εκείνη η ουλή στο μέτωπο, πάνω από το αριστερό της μάτι, τον φόβισε όσο τίποτ' άλλο όταν την έκανε την ώρα που έπαιζαν στην αυλή και έπεσε με φόρα πάνω σε μια λεμονιά. Δεν ήταν κανείς εκεί να τη φροντίσει, έπεσε με τόση φόρα που ζαλίστηκε και ο Νταμιάνο έπρεπε να την κουβαλήσει ως την κουζίνα της Άννας και της Κιάρα, και να τη φροντίσει μόνος του. Ήταν μόλις δεκαπέντε και εκείνη ήταν δεκατρία, και καθώς καθάριζε το πρόσωπό της από τα αίματα, υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην την αφήσει να πληγωθεί ποτέ ξανά.

Δεν όριζε τις κινήσεις του όταν σήκωσε το χέρι του στο πρόσωπό της και τράβηξε τα μαλλιά της για να δει την ουλή. Η Μυρτώ ξαφνιάστηκε και την άγγιξε μόλις κατάλαβε τι κοιτούσε, ενώ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό που σχηματιζόταν στα όμορφα χείλη της.

«Εκείνη τη μέρα σε ερωτεύτηκα», του είπε, κι ο Νταμιάνο μαρμάρωσε, ενώ το στομάχι του σφιγγόταν- ένα συναίσθημα που ένιωσε μια φορά στη ζωή του, όταν τη φίλησε για πρώτη φορά. «Θυμάσαι που για δύο καλοκαίρια σε απέφευγα;»

Το γέλιο του Νταμιάνο αντήχησε στη λίμνη. «Ναι, ακόμα δεν ξέρω τι γιατί!»

«Γιατί ζήλευα», αποκρίθηκε, και τον χτύπησε απαλά στο μπράτσο. «Σε κυνηγούσαν όλα τα κορίτσια κι εγώ ήμουν ένα νιάνιαρο που ήταν ερωτευμένο μαζί σου». Τα βλέμματά τους κλείδωσαν και ένιωσε πως έπεφτε στο κενό, πως έκανε βουτιά μέσα στο πράσινο των ματιών της που θύμιζε το χρώμα του βασιλικού που τόσο αγαπούσε. «Ένιωθα σχεδόν αόρατη και θύμωνα».

«Ποτέ δεν ήσουν αόρατη για μένα, Μυρτώ», απάντησε, η φωνή του ένας ψίθυρος που τον πήρε μαζί του ο αέρας. «Εκείνη η χρονιά που έκλεισες τα δεκάξι ήταν μαρτυρική, περίμενα τα γενέθλιά σου σαν τρελός γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να σε άφηνα να μου φύγεις».

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Where stories live. Discover now