Στάση 1: Μάσσα Λουμπρένζε

481 85 18
                                    

Ο χάρτης της Άννας ήταν ανοιχτός πάνω στο κρεβάτι της Μυρτούς η οποία τον κοιτούσε όσο ντυνόταν για την απογευματινή της βόλτα. Σκέφτηκε πως μπορούσε να πάει μια βόλτα στο κοντινότερο μέρος που ήταν σημειωμένο πάνω του, για να κάνει την αρχή και να πάρει κουράγιο να συνεχίσει. Βασανιζόταν από την παρουσία του Νταμιάνο στην αυλή και ήθελε να φύγει για να μην τον νιώθει τόσο κοντά της. Τουλάχιστον πλέον δεν κρυβόταν και την παρηγορούσε αρκετά το γεγονός πως υπήρχε ακόμη ένας άνθρωπος στο σημείο που ενώ κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα ήταν πιο ήρεμο κι από νεκροταφείο.

Πέρασε όλο το πρωινό της να καθαρίζει τις πλάκες τις αυλής και να ξεχορταριάζει τα παρτέρια αλλά τουλάχιστον άρχισε ήδη να φαίνεται πιο όμορφη. Σκόπευε μέχρι να φύγει να την αποκαταστήσει στην αρχική της μορφή, αν και δεν έβρισκε το λόγο. Κάθισε στο κρεβάτι για να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών της και αναστέναξε δυνατά. Δεν ρώτησε τη Ντονατέλα αν άφησε κάποια διαθήκη η Άννα. Τι θα έκανε με το σπίτι; Σκέφτηκε να το βάψει μήπως και επαναφέρει τη ζωντάνια του μα έτσι όπως πήγαινε, θα ξέμενε από χρήματα. Ό,τι έβαλε στην άκρη θα εξατμιζόταν μεμιάς, αλλά δεν μπορούσε να μη σκεφτεί πως άξιζε τον κόπο. Ήταν το σπίτι που αγαπούσε. Κάγχασε γιατί φαντάστηκε τον εαυτό της να ζει εκεί μόνιμα, όπως σκόπευε να κάνει κάποτε. Μπορεί να έφτασε η ώρα, επιτέλους, να το πάρει απόφαση να το κάνει χωρίς φόβο. Δουλειά θα έβρισκε εύκολα εδώ, ο Αντριάνο ήδη την παρακαλούσε να αναλάβει την κουζίνα του γιατί ο γιος του δύσκολα τα έβγαζε πέρα μόνος του κι εκείνος δεν μπορούσε, πια, να βοηθήσει. Ξεφύσησε νευριασμένη γιατί ήξερε πως η ψυχολογική κατάστασή της δεν ήταν καλή και το να κάνει σχέδια για ένα μέλλον στο Σορέντο, ισοδυναμούσε με τρέλα.

Κοίταξε πάλι τον χάρτη στα γρήγορα, αποφασισμένη να πάει στη Μάσσα Λουμπρένζε, για να φάει στο εστιατόριο που ήταν σημειωμένο στον χάρτη. Η περιοχή δεν ήταν πολύ μακριά, μόλις δέκα λεπτά με τη μηχανή και ήδη πεινούσε πολύ που σήμαινε πως τουλάχιστον θα ευχαριστιόταν τη βραδιά της. Λυπήθηκε που δεν μπορούσε να πάρει μαζί της την Σορεντίνα που παραπονέθηκε γιατί την άφηνε μόνη της.

«Δεν θα αργήσω. Θα βρούμε μία λύση για να έρχεσαι μαζί μου, η καλύτερη παρέα θα είσαι!» της είπε, δίνοντας της μια υπόσχεση που την χαροποίησε γιατί η Σορεντίνα κούνησε την ουρά της ενθουσιασμένη, λες και κατάλαβε τι της είπε. Φίλησε το κεφάλι της σκυλίτσας και πήγε στη μηχανή της, αφού έριξε μια ματιά προς το σπίτι του Νταμιάνο που ήταν σκοτεινό, φόρεσε το κράνος της και ανέβηκε στη Honda της αφού βεβαιώθηκε πως η τεφροδόχος ήταν προστατευμένη μέσα στο χώρο αποθήκευσης της μηχανής.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant