Το σπίτι

407 82 28
                                    

Το φως της ημέρας τη βρήκε ξαπλωμένη σε στάση εμβρύου στο κρεβάτι, χαμένη για τα καλά μέσα στον κόσμο των ονείρων της. Κοιμήθηκε βαριά, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κι ενώ ήταν σίγουρη ότι είδε όνειρα, δεν μπορούσε να τα θυμηθεί. Τεντώθηκε και έριξε μια ματιά στο σώμα της που ακόμα μύριζε σαν τον Νταμιάνο, παρότι πέρασαν τόσες ώρες από την παθιασμένη στιγμή που μοιράστηκαν. Τινάχτηκε όρθια και έβγαλε τα σεντόνια για να τα ρίξει στο πλυντήριο μαζί με κάποια ρούχα της. Ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του από πάνω της γι' αυτό μπήκε κάτω από το ντους και έμεινε εκεί για ώρα. Ήταν παράξενο το γεγονός πως δεν μετάνιωνε ό,τι συνέβη. Το ήθελε, αν δεν την σταματούσε θα το συνέχιζε και θα τον έφερνε πάνω στην κρεβατοκάμαρά της για να του δοθεί, αλλά δεν θα το άφηνε να ξανασυμβεί. Ας την απέφευγε αν το ήθελε τόσο πολύ, για εκείνη ένα ήταν σίγουρο, θα κρατούσε αυτή τη βραδιά μέσα στην καρδιά της, αλλά δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση να του δείξει πως επηρεάστηκε από αυτή.

Σκούπισε τα μαλλιά της με μια πετσέτα και τα άφησε να στεγνώσουν φυσικά, κι αφού ντύθηκε, κατέβηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει καφέ. Η Άννα ήταν λάτρης του καλού καπουτσίνο γι' αυτό η Κιάρα της έκανε κάποτε δώρο μια ακριβή μηχανή, που δούλευε ακόμα σαν να ήταν καινούρια. Έβαλε τον καφέ στην υποδοχή και μια κούπα από κάτω, και τον άφησε να γίνει με την ηρεμία του, όσο ετοίμαζε το γάλα. Η μυρωδιά την ξύπνησε αμέσως και της έφερε ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη.

«Καλημέρα». Η βαθιά φωνή του Νταμιάνο την έβγαλε από την ονειροπολησία της. Στράφηκε προς την πόρτα της κουζίνας και είδε την Σορεντίνα να στέκεται εκεί, με τα δόντια ξεγυμνωμένα, αρνούμενη να τον αφήσει να περάσει μέσα.

«Σορεντίνα, είναι όλα καλά, άφησέ τον να μπει», είπε γελώντας, περήφανη με τη φρουρό της.

«Έχει πάρει σοβαρά το ρόλο της προστάτιδας», σχολίασε ο Νταμιάνο, με ένα ίχνος χαμόγελου, σαν να ήταν περήφανος για τη σκυλίτσα. Έσκυψε να τη χαϊδέψει αλλά η Σορεντίνα γαύγισε απειλητικά και αναγκάστηκε να τραβήξει το χέρι του μακριά. Η Μυρτώ αναστέναξε και πήγε κοντά του. Άρπαξε το χέρι του από τον καρπό, ξαφνιάζοντάς τον με την απότομη κίνησή της, και το έφερε πάνω στο κεφάλι της πριν τον τραβήξει για να χαμηλώσει και να ακουμπήσει στο κεφάλι την Σορεντίνα.

«Είδες, κορίτσι μου; Δεν θα σε πειράξει, είναι φίλος», της είπε τρυφερά και φίλησε το αυτί της, όσο ο Νταμιάνο χάιδεψε το κεφάλι της.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Where stories live. Discover now