Η ώρα περνούσε γρήγορα αλλά η Μυρτώ, που έπρεπε να ετοιμάσει το δείπνο, δεν ήθελε να βγει από την αγκαλιά του Νταμιάνο. Εκεί όλα αποκτούσαν ξανά νόημα. Απόρησε με τον εαυτό της, πως μπόρεσε να φύγει με τόση μεγάλη ευκολία όταν μακριά του δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Πώς άντεξε έξι χρόνια; Τώρα που ήταν ξανά κοντά του, δεν μπορούσε να το κατανοήσει.
Σύρθηκε πάνω στο κρεβάτι για να βρει τα ρούχα της αφού πλέον το αποφάσισε πως είχε μια διεκπεραιώσει μια σημαντική υποχρέωση και μέσα σε δύο ώρες να φτιάξει ένα υπέροχο δείπνο.
«Μπορούμε να το ακυρώσουμε», πρότεινε ο Νταμιάνο, που την ανάγκασε να ξαπλώσει πάλι και τη φυλάκισε με το σώμα του, αλλά αναστέναξε απογοητευμένος όταν τον αγριοκοίταξε.
«Ξέρεις πως δεν κάνω τέτοια πράγματα και πέρασα όλο το πρωί να ετοιμάζω ζύμες και φρέσκα ζυμαρικά», τον μάλωσε και τον έσπρωξε από πάνω της. «Θέλω να βγάλεις το τραπέζι έξω, θα πως στον Φοίβο να σε βοηθήσει, και πρέπει να πλύνουμε λίγο την αυλή. Έχω πάρει φαναράκια που θα κρεμάσουμε στα δέντρα για να κάνουμε ατμόσφαιρα...»
«Αρχίσαμε τις διαταγές!» τη διέκοψε και φίλησε τον ώμο της.
«Και πρέπει να πεταχτώ για ψώνια στο κέντρο. Με καθυστέρησες!»
«Πάλι εγώ φταίω;» γέλασε μα δέχτηκε με χαρά το φιλί της. «Α, μάλιστα, ξέρω αυτό το ύφος. Θες να πάω εγώ για ψώνια».
«Θα σου δώσω τη μηχανή μου», αποκρίθηκε με το φρύδι σηκωμένο και ο Νταμιάνο την έσπρωξε προς την έξοδο.
«Φύγε, πάω να κάνω ένα μπάνιο, ετοίμασε τη λίστα!»
Στάθηκε λιγάκι στην έξοδο και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που τον παραξένεψε. Την πλησίασε και τσίμπησε το πηγούνι της με τον δείκτη και τον αντίχειρά του, για να μπορέσει να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει καλύτερα στο πρόσωπό της.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε, καταλαβαίνοντας πως κάτι την απασχολούσε.
«Μου πήρε έξι χρόνια για να νιώσω πάλι χαρούμενη και απλά θέλω να το απολαύσω όσο κρατήσει».
Έκανε μια γκριμάτσα και έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. «Για όσο κρατήσει; Έχει ημερομηνία λήξης η ευτυχία σου;» ρώτησε κι η Μυρτώ έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή.
«Ελπίζω πως όχι», παραδέχτηκε αλλά ο φόβος ήταν εκεί και ο Νταμιάνο τον είδε όταν τόλμησε να ανοίξει τα μάτια της ξανά. «Ονειρευόμουν καιρό εμένα κι εσένα ξανά μαζί. Αλλά όχι πως θα έπρεπε να αφήσω πίσω μου το μέρος όπου γνωριστήκαμε κι ερωτευτήκαμε. Θα ήθελα για μια φορά σε αυτή τη ζωή να μη χρειαστεί να χάσουμε κάτι που αγαπάμε, για να κερδίσουμε κάτι άλλο. Είμαι υπερβολική που τα θέλω όλα;»
VOCÊ ESTÁ LENDO
IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)
RomanceCopyright Νεκταρία Μαρκάκη 2024 Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος της. Ίσως το δεύτερο μεγάλο, γιατί πρώτο το ξέχασε μέχρι που βρέθηκε απέναντί του ξανά και άναψε νέες εστίες φωτιάς... όχι μονο στην κουζίνα της... Νέο βιβλίο. Περίληψη στο πρώτο κεφάλα...