Όταν έπεφτε ο ήλιος τα πάντα γίνονταν δυσκολότερα για τη Μυρτώ. Ειδικά εκείνο το βράδυ αισθάνθηκε σαν να πνίγεται πάλι. Ο Νταμιάνο ήταν εκεί, στο Σορέντο... ήταν ήδη έξι μήνες στην πόλη που σήμαινε πως σίγουρα η Άννα τον είχε δει και δεν της ανάφερε το παραμικρό. Δεν ήθελε να ξέρει τίποτα γι' αυτό, γι' αυτό απαγόρεψε στους πάντες να της μιλήσουν για την επιστροφή του. Τόσο πολύ τη μισούσε, αλλά θα έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά πως σε κάθε ιστορία υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες κι εκείνος δεν γνώριζε τη δική της. Ήταν εύκολο να την κατηγορεί για τη φυγή της, μα αναρωτήθηκε ποτέ τι ρόλο έπαιξε εκείνος σε αυτή; Δεν ήταν αρκετό που η ίδια μισούσε τον εαυτό της γιατί δεν βρήκε το θάρρος να σταθεί απέναντί του για να του πει όσα ένιωθε και την έπνιγαν, έπρεπε να φέρεται κι αυτός έτσι τόσο... κάγχασε γιατί σκεφτόταν χαζομάρες, φυσικά και ήταν λογική η αντίδρασή του δεδομένου του ότι ξαφνικά τον άφησε ενώ του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Δεν ήταν λογικό το ότι δεν θέλησε ποτέ να μάθει το γιατί.
Φόρεσε τα γάντια της και βγήκε στην αυλή με σκοπό να ξεκινήσει το καθάρισμά της. Πήρε τη σκούπα και άρχισε να μαζεύει τα σάπια λεμόνια από την άλλη άκρη, φτάνοντας σιγά-σιγά προς το σπίτι της. Το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον άντρα που αγάπησε όσο κανέναν άλλον. Η ώρα ήταν ήδη δώδεκα και δεν έδωσε σημάδι ζωής που σήμαινε πως δεν έμενε εδώ πια. Έκανε μια πονηρή γκριμάτσα κοιτώντας τη Σορεντίνα που κυνηγούσε ένα λεμόνι. Αφού δεν ήταν κανείς στο σπίτι, δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν πήγαινε να το δει. Χαμογέλασε γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μην ήταν αφημένο το κλειδί στη γνωστή γλάστρα, αφού δεν το έβγαζαν ποτέ από εκεί, ήταν απαράβατος κανόνας μεταξύ των ανθρώπων που έμεναν κάποτε στην αυλή, να αφήνουν ένα κλειδί σε περίπτωση ανάγκης.
Ανέβηκε προσεκτικά τη σκάλα και έψαξε μέσα στη γλάστρα με την μπουκαμβίλια. Το κουτάκι με το κλειδί ήταν εκεί, προκαλώντας της χαρά. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε αργά. Η καρδιά της πετάρισε όταν άκουσε τον ήχο που έκανε η κλειδαριά που ξεκλείδωνε. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτεινό σπίτι μου μύριζε σαν καραμέλα. Ήταν μια μυρωδιά που λάτρευε και που την σύνδεσε εξαρχής με τον Νταμιάνο. Οι γονείς του ήταν ζαχαροπλάστες και κάποτε είχαν τη μεγαλύτερη παστιτσερία στο Σορέντο, γι' αυτό και πάντα το σπίτι κι η αυλή μύριζε ζάχαρη και βανίλια, αλλά κυρίως καραμέλα.
Χαμογέλασε μελαγχολικά γιατί σχεδόν είδε τον εαυτό της εκεί στα δεκάξι, δίπλα στη μητέρα του, να τη βοηθάει να φτιάξουν κάποιο γλυκό για τη συγκέντρωση στην αυλή. Τα γέλια, οι ήχοι από τα σκεύη, οι μυρωδιές... η αγάπη... ήταν σα να ζωντάνευαν όλα ξαφνικά. Δάγκωσε τα χείλη της και στράφηκε προς τις κρεβατοκάμαρες γιατί ένιωσε την έντονη ανάγκη να δει αυτή του Νταμιάνο. Εκεί μέσα έκαναν έρωτα για πρώτη φορά, όταν ήταν δεκαεφτά, ένα πρωί που οι γονείς του ήταν στη δουλειά και η Άννα με την Κιάρα έλειπαν στη Ρώμη. Το δέρμα της ανατρίχιασε όταν θυμήθηκε πως ένιωσε με τα αγγίγματά του που της έβαζαν φωτιά, πόσο παθιασμένος αλλά και ταυτόχρονα πόσο προσεκτικός ήταν μαζί της. Θυμήθηκε το σώμα του πάνω στο δικό της και έκλεισε τα μάτια της γιατί θα έδινε τα πάντα να βιώσει αυτή την αίσθηση ξανά.
ESTÁS LEYENDO
IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)
RomanceCopyright Νεκταρία Μαρκάκη 2024 Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος της. Ίσως το δεύτερο μεγάλο, γιατί πρώτο το ξέχασε μέχρι που βρέθηκε απέναντί του ξανά και άναψε νέες εστίες φωτιάς... όχι μονο στην κουζίνα της... Νέο βιβλίο. Περίληψη στο πρώτο κεφάλα...