Σκότάδι και φως

466 81 47
                                    

Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για το ξέσπασμα του Νταμιάνο γιατί δεν υπήρχε λόγος, έπρεπε να γίνει για να βρει ξανά την ψυχική του ηρεμία, και η διαφορά στο βλέμμα του ήταν ήδη εμφανής. Κάθισαν σε ένα όμορφο εστιατόρια στην καρδιά του χωριού, σε ένα μέρος που έμοιαζε με αυλή σπιτιού- ίσως και να ήταν κρίνοντας από τον χώρο τριγύρω και το εσωτερικό του μαγαζιού που θύμιζε τεράστιο σαλόνι με την κουζίνα στον ορίζοντα να είναι ορατή για τους πελάτες. Πάνω τους απλωνόταν τα κλαδιά μιας ροζ-μοβ μπουκαμβίλιας που έκρυβε τον ουρανό και πρόσφερε σκιά, αλλά ταυτόχρονα και προστασία από το ψιλόβροχο που ξεκίνησε να πέφτει.

Το τραπέζι γέμισε με λιχουδιές από έναν δίσκο με τυριά κι αλλαντικά της περιοχής, πάστα με θαλασσινά, λαζάνια με μοτσαρέλα, ως και μπρατσιόλε- ρολά κρέατος με ξηρούς καρπούς και σταφίδες, μαγειρεμένο σε σάλτσα ντομάτας- αλλά και παντσερότι- μια ζύμη που θύμιζε ελληνικό τυροπιτάκι, γεμισμένη με αλλαντικά και τυριά της περιοχής, τηγανισμένα σε λάδι αντί ψητά στο φούρνο. Όλα μύριζαν υπέροχα και το φαγητό εκείνη τη στιγμή ήταν από τα λίγα πράγματα που μπορούσαν να τους χαρίσουν ευτυχία. Τα μοιράστηκαν όλα, όπως έκαναν πάντα, ενώ η μπύρα βοήθησε στο να φτιάξει η διάθεσή τους. Μιλούσαν σα να μην υπήρξαν ποτέ αυτά τα έξι χρόνια που έμειναν χώρια. Φλέρταραν όπως τότε που ερωτεύτηκαν και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να δείξουν πόσο νοιαζόταν ο ένας για τον άλλον. Και για μία στιγμή ήταν τέλεια γιατί ήταν η Μυρτώ και ο Νταμιάνο του παρελθόντος, εκείνο το ζευγάρι που έκανε όνειρα και που χώρια δεν άντεχε.

Πήραν το λεωφορείο για το Ποζιτάνο κατά τις τέσσερις γιατί ήθελαν να περπατήσουν λίγο στην μικρή παραθαλάσσια πόλη πριν επιβιβαστούν στο πλοιάριο που θα τους πήγαινε στο Σορέντο. Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να τους στερήσει τις αναμνήσεις από αυτή την όμορφη μέρα, ούτε καν ο κόσμος που πλημμύρισε το όμορφο Ποζιτάνο και δεν μπορούσαν να περπατήσουν άνετα. Ήταν σαν τουρίστες ανάμεσα σε τουρίστες, σταματούσαν να δουν τα καταστήματα με τα κεραμικά αλλά και να βγάλουν φωτογραφίες, ενώ η Μυρτώ λάτρεψε οτιδήποτε είδε σε χειροποίητο κόσμημα.

«Νταμιάνο, εδώ!»

Η φωνή της Μπέκα τους ξάφνιασε γιατί ξέχασαν την ύπαρξη της, αλλά και των φίλων τους. Σχεδόν απογοητεύτηκαν όταν συνειδητοποίησαν πως το όνειρο τελείωσε κι έπρεπε να σμίξουν πάλι μαζί τους. Η Μπέκα έτρεξε κοντά τους και πήδηξε στην αγκαλιά του Νταμιάνο, ενώ σόκαρε τους πάντες όταν τον φίλησε παθιασμένα.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora