Το σκοτάδι τον τύλιξε από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι του και δεν έκανε τον κόπο να ανάψει ένα φως για να το διαλύσει. Το προτιμούσε. Έτσι σκοτεινή ήταν και η ψυχή του. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Κάρφωσε τα μάτια του στο ταβάνι και έμεινε εκεί ακίνητος, για ώρα, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τις σκιές στο ταβάνι. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και γρήγορα, δεν έλεγε να ηρεμήσει, ενώ στο κεφάλι του έπαιζε ξανά και ξανά η κουβέντα του με τη Μυρτώ λες και έβαλε να παίζει χαλασμένο βινύλιο που κολλούσε στο ίδιο σημείο κάθε φορά.
Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως όλη τους η ζωή βούλιαξε γιατί παράκουσε. Ήλπιζε να ήταν αυτό κι όχι πως ερμήνευσε τα πράγματα όπως τη βόλευαν γιατί ήθελε εξαρχής να φύγει. Δεν καταλάβαινε πως ο ίδιος ήταν τόσο δειλός και δεν πήγε να τη βρει στην Ελλάδα να απαιτήσει εξηγήσεις. Έφταιγε τόσο όσο έφταιγε εκείνη και κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσει να της ρίχνει όλο το βάρος της αποτυχίας της σχέσης τους. Μπορεί να ξεκίνησε το φιάσκο από εκείνη και την ανωριμότητα με την οποία χειρίστηκε το θέμα, αλλά έπρεπε να τελείωνε με αυτόν και δεν το έκανε. Δεν έμαθε την αλήθεια. Φοβήθηκε να την κοιτάξει στα μάτια γιατί ήδη ήταν πληγωμένος με το φευγιό της... πως θα ζούσε ακούγοντας από τα χείλη της ότι δεν ήθελε να είναι μαζί; Σίγουρα θα αντιδρούσε όπως έκανε η Μυρτώ. Το μυαλό θολώνει εύκολα όταν ο χειρότερός σου φόβος μοιάζει να γίνεται πραγματικότητα. Αυτό ήξερε μόνο.
Η οθόνη του κινητού του άναψε και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Είδε το όνομα του Πάολο και δεν δίστασε να απαντήσει.
«Πως είσαι;» ρώτησε ο φίλος του. «Ήρθε η Μυρτώ από το μαγαζί και μου είπε τι συνέβη». Σιωπή. Στο άκουσμα του ονόματός της ένιωσε να κλείνει ο λαιμός του. «Με ρώτησε για εκείνο το βράδυ. Της είπα την αλήθεια και είναι χάλια τώρα. Μόλις την έφερα στην αυλή, έχε τη το νου σου». Δεν κατάφερε να βγάλει άχνα. Ο Πάολο αναστέναξε δυνατά. «Λυπάμαι πολύ, δεν σας άξιζε αυτό», τόλμησε να πει και τερμάτισε την κλήση αφού ο Νταμιάνο δεν σκόπευε να του μιλήσει.
Άφησε την ανάσα του να βγει αργά και σηκώθηκε από το κρεβάτι του μόλις άκουσε έναν θόρυβο από την αυλή. Δεν άναψε το φως. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τη Μυρτώ να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού του με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε αλλά ένιωσε, για μία ακόμη φορά, μία αόρατη δύναμη να τον τραβά κοντά της. Ήταν λες και ήταν η δική του σειρήνα που τραγουδούσε μια μελωδία που μόνο εκείνος άκουγε. Πήγε στην κουζίνα και πήρε μια μπύρα, για να της κάνει παρέα. Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να κάθεται δίπλα της αλλά δεν είπε τίποτα, ήπια μια γουλιά από το μπουκάλι της και σκούπισε τα μάτια της που έτρεχαν.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)
Любовные романыCopyright Νεκταρία Μαρκάκη 2024 Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος της. Ίσως το δεύτερο μεγάλο, γιατί πρώτο το ξέχασε μέχρι που βρέθηκε απέναντί του ξανά και άναψε νέες εστίες φωτιάς... όχι μονο στην κουζίνα της... Νέο βιβλίο. Περίληψη στο πρώτο κεφάλα...