Η αυλή άδειασε αργά το βράδυ από τον κόσμο μα όλοι έφυγαν αφού βοήθησαν να καθαριστεί, αφήνοντας τη Μυρτώ με ένα αίσθημα ολοκλήρωσης μέσα της. Πέρασε καλά, της άρεσε να δείχνει στους άλλους πως να μαγειρεύουν και σκεφτόταν πως ο Φοίβος είχε απόλυτο δίκιο που της έλεγε πως έπρεπε να το καθιερώσει. Έτσι κι αλλιώς, θα έκανε αυτό που αγαπούσε, αλλά με έναν πιο διασκεδαστικό τρόπο με τον οποίο θα μετέδιδε την αγάπη της. Έβαλε και την τελευταία καρέκλα στην άκρη και μάζεψε το λάστιχο με το οποίο έπλυνε την αυλή, πριν επιστρέψει στον Νταμιάνο που βόλευε στο ψυγείο ό,τι απέμεινε από το πάρτι τους.
«Νομίζω πως μπορώ να ξεραθώ τώρα. Πάμε στο κρεβάτι;» τον ικέτευσε κι εκείνος γέλασε απαλά.
«Πήγαινε κάνε ένα μπάνιο, θα πάω μια βόλτα να καθαρίσω το μυαλό μου και θα έρθω».
Τον παρατήρησε λιγάκι έτσι όπως μελαγχολικός και τον τράβηξε από το χέρι για να τον σταματήσει. «Είσαι καλά;» ζήτησε να μάθει.
Ο Νταμιάνο φίλησε τον κρόταφό της και της χάρισε ένα γλυκό, ειλικρινές χαμόγελο, που έκανε την καρδιά της να αναπηδήσει. «Ναι, αγάπη μου, απλά έφαγα σαν γουρούνι και θέλω να περπατήσω λίγο. Ήρθες πάλι στη ζωή μου και θα με όσα μαγειρεύεις θα πρέπει να πω αντίο σε αυτό το κορμί», της είπε και σήκωσε ελάχιστα την μπλούζα του για να της δείξει τους κοιλιακούς του.
«Θα σε αγαπώ και με μπυροκοιλιά», του υποσχέθηκε, «αλλά δεν θα με πείραζε να κρατήσεις λίγα χρόνια ακόμα αυτό το κορμί», συνέχισε περνώντας το χέρι πάνω από το στομάχι του. Ο Νταμιάνο γέλασε και την τράβηξε κοντά του για να της δώσει ένα δυνατό φιλί γεμάτο υποσχέσεις, όμως εκείνη τον άφησε να φύγει αφού φαινόταν πως δεν θα ηρεμούσε αλλιώς.
Το βήμα του Νταμιάνο άνοιξε όσο προχωρούσε προς το κέντρο του Σορέντο. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη και κάλεσε την Μπέκα γιατί έπρεπε να της μιλήσει άλλη μια φορά, μήπως κατάφερνε να επικρατήσει η λογική.
«Μπορώ να σε δω λίγο; θέλω να μιλήσουμε», της είπε ήρεμα, κι εκείνη αναστέναξε βαριά.
«Που είσαι;»
«Στην πιάτσα Τάσο».
«Καλώς, θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά», απάντησε σαν να του έκανε χάρη κι ο Νταμιάνο δαγκώθηκε για να μη βρίσει.
Ακούμπησε στα κάγκελα με θέα προς τη Βία Λουίτζι ντε Μάιο που οδηγούσε στο λιμάνι, αλλά και στη θάλασσα πιο μέρα, και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του. Δεν ήθελε να σκέφτεται καν πως έφτασαν ως εκεί αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει και τα λάθη τους. Πλήρωναν για όσα έκαναν ή δεν έκαναν όταν έπρεπε και πονούσαν πολύ. Έλεγε πως ήταν στο χέρι τους να πάνε παρακάτω αλλά δεν θα ήταν εύκολο γιατί κάθε φορά που θα σκεφτόντουσαν το Σαν Ανιέλο, η εικόνα της αυλής θα επικρατούσε και η εικόνα των νέων ξενοδοχείων θα έξυνε τις πληγές τους.
ESTÁS LEYENDO
IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)
RomanceCopyright Νεκταρία Μαρκάκη 2024 Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος της. Ίσως το δεύτερο μεγάλο, γιατί πρώτο το ξέχασε μέχρι που βρέθηκε απέναντί του ξανά και άναψε νέες εστίες φωτιάς... όχι μονο στην κουζίνα της... Νέο βιβλίο. Περίληψη στο πρώτο κεφάλα...