Ιστορία μου, αμαρτία μου

458 83 32
                                    

Τα υλικά για το φαγητό που θα ετοίμαζε ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι και έμοιαζαν σαν πολύχρωμος πίνακας ενός πεινασμένου ζωγράφου. Η Μυρτώ γέλασε με τη σκέψη της ενώ τραβούσε μια φωτογραφία για να τη στείλει στον Φοίβο. Από τη μέρα που πήγε στο Σορέντο αντάλλασαν συχνά μηνύματα και χαιρόταν που της έλεγε πόσο καλό του έκανε που έμεινε μόνος του. Της έστελνε χιουμοριστικές φωτογραφίες με εκείνον να φοράει ποδιά και να κάνει δουλειές, ενώ συχνά της έδειχνε την ελιά της που ήταν ακόμα καλά στην υγεία της, γιατί πήρε σοβαρά την απειλή της. Της έφτιαχνε το κέφι και το γεγονός πως παρέμενε σιωπηλός για να την ακούσει να του μιλάει για την Άννα, ήταν κάτι που την έκανε να τον εκτιμήσει περισσότερο. Ήταν στιγμές, όταν σκεφτόταν τον Νταμιάνο, που ευχόταν να ήταν τα πάντα τόσο εύκολα μαζί του όσο ήταν με τον Φοίβο που ακόμα κι όταν πληγωνόταν, άκουγε με κατανόηση, κι ας μην συγχωρούσε στο τέλος.

Το τηλέφωνό της χτύπησε κι απάντησε αμέσως μόλις είδε το όνομά του στην οθόνη. Την καλούσε με βιντεοκλήση και η αλήθεια ήταν πως της έλειπε το φωτεινό πρόσωπό του κι εκείνο το χαμόγελο που μόνο μπελάδες μπορούσε να φέρει.

«Τι θα έλεγες να μου κάνεις ένα μάθημα μαγειρικής από απόσταση;»

Οι ιδέες του ήταν πάντα τρελές, αλλά όταν της έδειξε τα υλικά του που ήταν ίδια με τα δικά της, ξαφνιάστηκε ευχάριστα.

«Διαβάζεις και μυαλά τώρα;» του είπε, με πειρακτικό τόνο.

«Είμαστε αδερφές ψυχές, Μυρτώ, κάποια στιγμή θα το καταλάβεις», της απάντησε γελώντας. «Λοιπόν, βρήκα ένα τετράδιό σου με συνταγές και ήταν όλες από την Ιταλική κουζίνα, κι είπα να προσπαθήσω να φτιάξω κάτι. Πήρα υλικά για τέσσερις συνταγές, τι λες να φτιάξουμε μαζί μία;» συνέχισε με ικετευτικό ύφος.

«Πλάκα θα έχει!» απάντησε, και στήριξε το κινητό της στον πάγκο της κουζίνας.

«Μίλησέ μου, πως πας εκεί; Πες μου τα νέα σου», την παρακάλεσε, ενώ ταυτόχρονα έκοβαν τις μελιτζάνες σε λεπτές φέτες.

«Η Άννα μου άφησε έναν χάρτη με μέρη όπου θα πήγαινε με την Κιάρα. Έχει σημειωμένο ένα εστιατόριο σε κάθε μέρος γιατί θα έψαχναν να βρουν τι γεύση έχει ο έρωτας», του είπε, τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις.

«Θα πας στα μέρη που σου σημείωσε;»

«Ναι, ήδη πήγα στο πρώτο, εδώ κοντά. Σκόρπισα λίγες από τις στάχτες της όπως ήθελε», χαμογέλασε κι έριξε τις μελιτζάνες σε νερό με αλάτι. Ο Φοίβος τη μιμήθηκε και συνέχισαν να κόβουν μαζί ντοματίνια, σκόρδο και κρεμμύδι για να φτιάξουν τη σάλτσα. Η Μυρτώ δούλευε αργά για να προλαβαίνει κι ο Φοίβος να κάνει τις δουλειές ταυτόχρονα αλλά δεν την πείραζε γιατί συνειδητοποίησε πως για να φτιάξεις καλό φαγητό, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Έβαλε τις μελιτζάνες να ψήνονται πάνω σε ένα ταψί με λαδόκολλα και ξεκίνησαν να φτιάχνουν τη σάλτσα μέσα σε ένα τηγάνι με μπόλικο λάδι που ήδη τσιτσίριζε.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Where stories live. Discover now