Αναπάντεχο αντίο

447 87 33
                                    

Η γνώριμη μυρωδιά του γαργαλούσε τα ρουθούνια της, της προκάλεσε ευφορία, γι' αυτό και δεν βιάστηκε να ανοίξει τα μάτια της. Απόλαυσε την αίσθηση των δροσερών σεντονιών κάτω από το άγγιμά της και την ηρεμία του πρωινού για λίγη ώρα ώσπου βγήκε για τα καλά από τον βαθύ ύπνο της. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω της, μα τρόμαξε γιατί της πήρε λίγη ώρα να αναγνωρίσει το μέρος. Δεν βρισκόταν στο δωμάτιό της. Ανασήκωσε τον κορμό της και τον στερέωσε στους αγκώνες της. Θυμήθηκε αυτόν τον χώρο που δεν άλλαξε και πολύ από την τελευταία φορά που μπήκε μέσα. Βρισκόταν στο δωμάτιο του Νταμιάνο. Φορούσε ακόμα τα ρούχα της, μόνο τα πέδιλά της ήταν δίπλα από το κρεβάτι, αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε αφήνοντας μικρές κραυγές απόλαυσης να ξεφύγουν από το στόμα της. Στράφηκε προς την πόρτα και ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να στέκεται εκεί, ακουμπισμένος στην κάσα, με τα χέρια του σταυρωμένα. Θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ αμέσως, την κουβέντα του, το πως την κράτησε στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει όπως έκανε παλιά, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε αποκοιμήθηκε. Γιατί την πήγε στο δικό του σπίτι, ενώ μπορούσε να την ανεβάσει στο δικό της;

«Καλημέρα, κοιμήθηκες καλά;» τη ρώτησε.

Κούνησε το κεφάλι όσο το προηγούμενο βράδυ ξεδιπλωνόταν μέσα στο μυαλό της. Η ψυχολογική της κατάσταση ήταν άσχημη που το μυαλό της διέγραψε το πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του όλο το βράδυ. Ξυπνούσε συχνά και εκείνος την κρατούσε πιο σφιχτά και της έλεγε να κοιμηθεί ξανά, πως όλα θα πήγαιναν καλά και πως το πρωί θα ήταν καλύτερο.

Χαμογέλασε και προσπάθησε να φτιάξει λίγο τα μαλλιά της που ήταν σε άγρια κατάσταση από τον ύπνο. «Καλημέρα, ναι, νομίζω κοιμήθηκα πολύ καλά. Σ' ευχαριστώ πολύ, δεν έπρεπε να με φέρεις εδώ...»

«Ήσουν χάλια, δεν ήθελα να ξυπνήσεις μόνη σου», απάντησε χωρίς δισταγμό. «Και η αλήθεια ήταν πως, δεν ήθελα να μείνω μόνος μου». Χαμογέλασε με κατανόηση κι εκείνος της έδειξε προς την κουζίνα. «Πάμε να φάμε πρωινό, έφερα και καφέ απ' έξω, εγώ δεν φτιάχνω καλό όπως εσύ».

Γέλασε και τον ακολούθησε στην κουζίνα όπου την περίμενε ήδη η Σορεντίνα, η οποία ήταν ξαπλωμένη κοντά στην πόρτα. Τη φίλησε στη μουσούδα και βολεύτηκε στην καρέκλα που τράβηξε για εκείνη ο Νταμιάνο. Πολλά άλλαξαν με τα χρόνια, αλλά όχι οι καλοί τρόποι που του δίδαξε η μητέρα του. Τον άφησε να την περιποιηθεί γιατί φαινόταν να τον ευχαριστεί. Γέμισε το πιάτο της με φρέσκο ψωμί, της έδωσε το βούτυρο και τη μαρμελάδα που έστειλε η μητέρα του από τη Ρώμη και καθάρισε φρούτα για να φάνε. Τη συγκίνησε η τρυφερότητα που της έδειχνε, παρότι μέσα του πονούσε ακόμα.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant