Ο Νταμιάνο δεν ήταν στο κρεβάτι όταν η Μυρτώ άνοιξε τα μάτια της αργά το βράδυ και για μια στιγμή πανικοβλήθηκε από τον φόβο που της δημιουργήθηκε. Μόνο τότε κατάλαβε πως μπορεί να ένιωσε εκείνος όταν έμαθε πως το έσκασε εκείνο το πρωινό πριν έξι χρόνια, μόνο που εκείνον τον βρήκε να στέκεται έξω από την πόρτα του δωματίου της Άννας. Δεν έφυγε, δεν ήταν στον χαρακτήρα του να φεύγει. Κάτι τον τράβηξε προς τα εκεί και στεκόταν έξω από το δωμάτιο σα να ήταν μαγεμένος. Τον αγκάλιασε από πίσω και φίλησε τη γυμνή πλάτη του. Ήταν καιρός να ανοίξει το δωμάτιο γιατί σύντομα θα έπρεπε να μαζέψει τα πράγματα, αφού τέλος του χρόνου το σπίτι περνούσε σε άλλα χέρια.
Στάθηκε μπροστά από τον Νταμιάνο και με τρεμάμενο χέρι γύρισε το πόμολο με αργές κινήσεις. Το τρίξιμο που έκαναν οι μεντεσέδες της πόρτας ήταν ανατριχιαστικό και τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Κοίταξε πρώτα το δωμάτιο και μετά τη Μυρτώ λες και τα έβλεπε για πρώτη φορά και μετά, χαμογέλασε αχνά, σχεδόν απολογητικά. Ακολούθησε τη Μυρτώ μέσα και η μυρωδιά της Άννας τους τύλιξε μεμιάς. Είχε μια μυρωδιά που δύσκολα ξεχνούσες γιατί η θεία της μύριζε πάντα σαν τριαντάφυλλο και ζάχαρη. Σαν εκείνες τις αγαπημένες της καραμέλες, τις τσάρλεστον, που η Μυρτώ της έστελνε πάντα σε μεγάλες ποσότητες.
Σκούπισε τα μάτια της πριν αφήσει τα δάκρυά της να κυλήσουν και άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, για να μπει μέσα λίγος καθαρός αέρας. Δεν της άρεσε το γεγονός πως η μυρωδιά θα χανόταν, αλλά έπρεπε να το κάνει. Άνοιξε τις ντουλάπες και έριξε μια ματιά στα ρούχα. Δεν μπόρεσε ποτέ να μαζέψει εκείνα της Κιάρα που κρέμονταν ακόμα μαζί με τα δικά της. Πέρασε το χέρι της πάνω από τα υφάσματα και χαμογέλασε γιατί ήξερε ήδη πως τα μισά από αυτά θα τα κρατούσε. Λάτρευε το στυλ της Άννας και μιας κι είχαν τον ίδιο σωματότυπο, θα τιμούσε τη μνήμη της φορώντας τα όμορφα φορέματά της και τις αέρινες παντελόνες της.
Άκουσε ένα παράξενο τρίξιμο και στράφηκε προς τον θόρυβο πάνω που ο Νταμιάνο καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κουρασμένος. Έβλεπε στο βλέμμα του πως η παρουσία του στον χώρο δεν του έκανε καλό. Γονάτισε μπροστά του και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Αυτό χρειάζονταν και οι δύο τη δεδομένη στιγμή, μια αγκαλιά που να κολλήσει οτιδήποτε ήταν σπασμένο μέσα τους.
«Θες το πρωί να φύγουμε για ένα από τα μέρη στον χάρτη;» τον ρώτησε, με την ελπίδα πως θα της απαντούσε καταφατικά, γιατί ήθελε τόσο πολύ να φύγει μαζί του κάπου που να μην τους έβρισκε κανείς όλη μέρα.
BẠN ĐANG ĐỌC
IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)
Lãng mạnCopyright Νεκταρία Μαρκάκη 2024 Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος της. Ίσως το δεύτερο μεγάλο, γιατί πρώτο το ξέχασε μέχρι που βρέθηκε απέναντί του ξανά και άναψε νέες εστίες φωτιάς... όχι μονο στην κουζίνα της... Νέο βιβλίο. Περίληψη στο πρώτο κεφάλα...