Άφιξη

994 96 9
                                    

Το αμάξι έπεσε σε μια λακούβα με αποτέλεσμα να τιναχτώ σχεδόν από το κάθισμα. Ο μπαμπάς μου γκρίνιαξε και πάλι να βάλω την ζώνη μου και τον υπάκουσα, μιας και από το ατύχημα και μετά, δεν ένιωθα ασφαλής ούτε πάνω σε ποδήλατο. Δυνάμωσα τη μουσική στα ακουστικά και έκλεισα τα μάτια. 
Για λίγο καιρό μετά το δυστύχημα έμεινα στο νοσοκομείο, έχοντας σπάσει ένα πόδι και στραμπουλίξει στον αριστερό μου καρπό. Η Λία την είχε χειρότερα, μιας και είχε τρία σπασμένα άκρα, μια διάσειση και πολλαπλούς μώλωπες. Τα κακά του να μην φοράς ζώνη. Το γεγονός ότι επιβίωσε ήταν καθαρό θαύμα. Εκείνη έμεινε στο νοσοκομείο περισσότερο από μένα και όσο ο καιρός περνούσε, τόσο πιο απόμακρη γινόταν. Αυτό όμως δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν πως ο οδηγός εκείνου του αμαξιού είχε χάσει τη ζωή του. 
Ήταν μεθυσμένος, οδηγούσε τύφλα, πήγαινε το αμάξι λες και ήταν συγκρουόμενο, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ένιωθα ένοχη για τον θάνατό του. Δεν έφταιγα εγώ, παρόλο που το δικαστήριο δεν μου έριξε όσα ελαφρυντικά μου  άξιζαν, αλλά κάθε φορά που κοίταζα τα χέρια μου, τα έβλεπα γεμάτα με το αίμα αυτού του ανθρώπου. Για πολύ καιρό μετά το συμβάν έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα φώτα να έρχονται προς το μέρος μου, άκουγα λαμαρίνες να συγκρούονται και πεταγόμουν κάθιδρη. 
Όταν δε βγήκε η απόφαση, ο εξάμηνος δηλαδή εγκλεισμός μου σε ένα από τα καλύτερα αναμορφωτήρια της χώρας, ένιωσα να πνίγομαι και βγήκα από την αίθουσα του δικαστηρίου κρατώντας το στόμα μου κλειστό, μήπως και απέφευγα τον εμετό. Δεν τον απέφυγα. 
Οι γονείς μου ένιωσαν κάπως ανακουφισμένοι με αυτή την απόφαση και έμοιαζαν να συμφωνούν. Πάντα μου χτυπούσαν το γεγονός ότι έχω "προβλήματα συμπεριφοράς" και με αυτή την αφορμή βρήκαν να μου λένε πόσο καλά τα πήγαινε το σύστημα δικαιοσύνης στη χώρα μας. 
Έκαναν τα χαρτιά για να με δεχτούν στο αναμορφωτήριο - όρος που δεν ταιριάζει 100% με αυτό που έκανε το ίδρυμα - την επομένη του δικαστηρίου. Δεν ήθελε και πολύ για να σκεφτώ ότι ανυπομονούσαν να με ξεφορτωθούν. Δεν μου έκανε εντύπωση, είχα πλέον συνηθίσει. Πάντα έλεγα - και μια φορά μου το είπαν και οι ίδιοι, πως ο αδερφός μου - εκείνος που πέθανε δύο χρόνια μετά τη γέννησή του - θα ήταν καλύτερο παιδί από μένα. Και το πίστευα. 
Το κακό ήταν, ότι το πίστευαν και οι γονείς μου. 

Το αμάξι μπήκε σε έναν τεράστιο περιφραγμένο χώρο, στο κέντρο του οποίου δέσποζε ένα μεγαλόπρεπο μοντέρνο κτίριο με πέντε ορόφους. Είχα έρθει ακόμα μια φορά, όταν πήγαν οι δικοί μου να κάνουν τα χαρτιά και τότε είχα γνωρίσει μερικούς από το προσωπικό, καθώς και τον κύριο ΜακΚλάγκεν, τον διευθυντή, έναν νεαρό άντρα που μόνο για διευθυντής αναμορφωτηρίου δεν μοιάζει. Μετά από τα τυπικά, μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο και γύρισα σπίτι μου. Αυτή τη φορά, θα έμενα σε εκείνο το μοντέρνο κτίριο, θα κοιμόμουν στο απολυμασμένο κρεβάτι του υπερβολικά καθαρού μου δωματίου και θα κοιτούσα τον ουρανό μέσα από τα κάγκελα που είχαν σε κάθε παράθυρο. 
Αυτή θα ήταν η ζωή μου για τους επόμενους έξι μήνες. 

Οι γονείς μου δεν κάθισαν πολύ. Μίλησαν ακόμα μία φορά με τον διευθυντή, γνώρισαν - μαζί τους κι εγώ - την γυναίκα του, μια αυστηρή γυναίκα με γυαλιά που γλιστρούσαν συνεχώς πάνω στη μακριά της μύτη και έναν κότσο στο κεφάλι τόσο σφιχτό, που άλλο λίγο και τα μάτια της θα πετάγονταν έξω. Μόλις η διευθύντρια είπε στους δικούς μου να μου δώσουν τα πράγματά μου, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι τρεις βαλίτσες μου και το σακ - βουαγιάζ μου έπεσαν στο γρασίδι δίπλα στο αμάξι, οι δικοί μου με χαιρέτησαν βιαστικά και υποσχέθηκαν να με πάρουν τηλέφωνο την επομένη, μιας και δικαιούμασταν τρία τηλεφωνήματα την εβδομάδα. Εμείς, οι τρόφιμοι, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κανένα, εκτός αν ήταν "ζήτημα ζωής και θανάτου" όπως είπε η κυρία ΜακΚλάγκεν. 
Ούτε δάκρυα, ούτε μακρόσυρτες αγκαλιές, ούτε αυτά που βλέπουμε στις ταινίες. Έτσι είναι οι γονείς μου, ψυχροί και απόμακροι, ακόμα και με μένα, από τον θάνατο του Χάρι και μετά. Μπήκαν στο αμάξι, μου έγνεψαν ακόμα μια φορά και έπειτα βγήκαν από τον χώρο του αναμορφωτηρίου λες και δεν είχαν μόλις αφήσει ένα παιδί εκεί μέσα για έξι μήνες. 

Το αναμορφωτήριο ΜακΚλάγκεν ήταν ένα από τα καλύτερα της χώρας και ήμουν σε τέτοια απελπιστική κατάσταση, που το είχα πιστέψει. Δεν έμοιαζε πολύ με αναμορφωτήριο, πέρα από τα κάγκελα στα παράθυρα. Ο πρώτος όροφος είχε τη Γραμματεία, το γραφείο των Διευθυντών, την αποθήκη και το δωμάτιο του επιστάτη και τα δωματιάκια όσων υπαλλήλων έμεναν μέσα στις εγκαταστάσεις καθώς και την τραπεζαρία. Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος ήταν τα δωμάτια των τροφίμων. Πενήντα δωμάτια στο σύνολο, με ιδιωτικό μπάνιο, δύο τρόφιμοι στο κάθε δωμάτιο, εικοσιπέντε δωμάτια στον κάθε όροφο. Και όλα εντελώς αποστειρωμένα, σε σημείο να μυρίζεις τη χλωρίνη ακόμα και μετά από βδομάδες μετά τον καθαρισμό. Ο τέταρτος όροφος είχε τα δωμάτια ψυχαγωγίας. Εδώ θα μπορούσα να βρω μια εξαιρετικά ενημερωμένη βιβλιοθήκη, ένα δωμάτιο υπολογιστών - εδώ μπορούσα να κάνω κλήση με skype, αλλά έχανα το δικαίωμα και για τα τρία τηλεφωνήματά μου τη βδομάδα - , μία αίθουσα μουσικής στην οποία πολλές φορές οι διευθυντές διοργάνωναν εκδηλώσεις, απλώς για να ξεχνάνε οι τρόφιμοι αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, μια αίθουσα με ηλεκτρονικά παιχνίδια που ήταν ελεύθερη για εμάς μία φορά το μήνα, μία κινηματογραφική αίθουσα που άνοιγε μια φορά κάθε δύο εβδομάδες, μία αίθουσα χορού, για την οποία η ΜακΚλάγκεν δεν είπε πολλά και φρόντισε να αλλάξει θέμα πριν της κάνω κάποια ερώτηση και ένα μίνι γυμναστήριο. Αν δεν ήξερα ότι ήμουν ουσιαστικά φυλακισμένη εκεί μέσα, θα μπορούσα να περάσω καταπληκτικά. 

Η ΜακΚλάγκεν με έστειλε στη Γραμματεία στον πρώτο όροφο, αφού πρώτα μου ευχήθηκε καλή τύχη. Ακολούθησα τις οδηγίες της μέχρι που βρέθηκα μπροστά από μία πόρτα με την ταμπέλα ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ.  Χτύπησα, δεν απάντησε κανένας, ξαναχτύπησα και πάλι όταν δεν απάντησε κανείς αποφάσισα να μπω απρόσκλητη. Βρέθηκα μπροστά σε μια τεράστια ουρά παιδιών με τα σακίδιά τους, ενώ αριστερά και δεξιά μικρές παρέες σχημάτιζαν πηγαδάκια, με εκείνο το ενοχλητικό μουρμούρισμα να μου σπάει τα νεύρα. Άφησα να υπάρχοντα που με κόπο κουβαλούσα στα πόδια μου και περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου. Όσο πιο κοντά έφτανα, κατάλαβα γιατί η ουρά αργούσε τόσο πολύ. 
Δύο υπάλληλοι έλεγχαν κάθε παιδί με εκείνον τον εκνευριστικό ανιχνευτή μετάλλων που βγάζει αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο και του έψαχναν τα πράγματα. Όταν δεν έβρισκαν κάτι, το άφηναν να πάει σε έναν τρίτο υπάλληλο, να δώσει το όνομά του και να πάρει κλειδί για το δωμάτιό του. Δεν ήθελα να δω τί θα γινόταν αν έβρισκαν κάτι, αλλά θα έβλεπα, μιας και θυμήθηκα το μικρό σουγιά που είχα στη τσέπη μου. Καλή αρχή κάναμε. 

Όταν έφτασα μπροστά στην υπάλληλο, μια χοντρή γυναίκα που έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, πρόσεξα στα αριστερά μου, μια παρέα τεσσάρων αγοριών που κάθονταν στο πάτωμα, μακριά από τους υπόλοιπους και οι οποίοι έκαναν την περισσότερη φασαρία μέσα στο δωμάτιο. Έμοιαζαν όλοι σαματατζήδες, για να μην πω τίποτα χειρότερο και το κακό ήταν πως μάλλον το είχαν καταλάβει. Ο ένας από αυτούς - ένα ξανθό αγόρι με γαλάζια μάτια και μαύρα γάντια με κομμένα δάχτυλα - άρχισε να βγάζει περίεργους ήχους σε ένα αδύνατο αγόρι με υπερβολική ακμή που περνούσε από δίπλα του. Έστρεψα το κεφάλι μου από την άλλη, εστιάζοντας ξανά στην υπάλληλο. 
"Σήκωσε τα χέρια σου" μου είπε. Εκείνη έσυρε τον ανιχνευτή στο κορμί μου και σταμάτησε στην δεξιά μου τσέπη, καθώς ο ανιχνευτής άρχισε να ουρλιάζει. Η υπάλληλος μου άδειασε την τσέπη, πήρε το σουγιά και τον επεξεργάστηκε. 
"Μαλάκα, η γκόμενα έχει σουγιά!" πέταξε κάποιος και γυρνώντας για να δω, κατάλαβα πως ήταν ένας από την παρέα εκείνου του ξανθού τραμπούκου. Ο ξανθός άφησε στη μέση το τσιγάρο που έστριβε κάτω από τη μύτη της υπαλλήλου και με κοίταξε κατάματα. 
Για μια στιγμή δεν πήρα το βλέμμα μου, δεν ξέρω γιατί. Έπειτα η υπάλληλος άρχισε να γκαρίζει σαν τον ανιχνευτή και επανήλθα στην πραγματικότητα. Κάτι έλεγε για το ότι αν έβρισκε ακόμα ένα τέτοιο θα με έβαζε τιμωρία, ακόμα δεν ήρθα και έφερα σύνεργα της συμμορίας μου μαζί και τέτοια χαριτωμένα. 
Έριξε το σουγιά μου σε ένα κουτί στο οποίο κόλλησε ένα αυτοκόλλητο με το όνομά μου και με απείλησε πως θα το έδινε στους δικούς μου στην πρώτη τους επίσκεψη. Συνέχισε να με ψάχνει, όταν ο ξανθός από την παρέα μίλησε: "Προτείνω να της βγάλεις και κανένα ρουχαλάκι, Μαρτζ. Δεν καθίσαμε τζάμπα όλη μας τη μέρα εδώ περιμένοντας τους καινούριους". 
Η "Μαρτζ" του έριξε ένα βλέμμα, αλλά εκείνος δεν έδειξε να ενοχλείται. Της χαμογέλασε απτόητος και συνέχισε να στρίβει το τσιγάρο. Η υπάλληλος προχώρησε στο σάκο μου, όπου λίγο έλειψε να βγάλει στη δημοσιότητα εσώρουχα και άλλα πράγματα που δεν έπρεπε. Τα συμμάζεψε όπως - όπως και πήγε στην άλλη βαλίτσα. Έτσι έκανε με όλες. Αφού δεν βρήκε τίποτα, με έστειλε στο δίπλα γραφείο, όπου ένας νεαρός με ρώτησε το όνομά μου. Με έψαξε στον υπολογιστή που είχε μπροστά του και έπειτα από λίγο έσκυψε, και όταν σηκώθηκε κρατούσε στα χέρια του ένα κλειδί. Από εκεί κρεμόταν μια ταμπέλα με το νούμερο 311. Μου είπε πως αν έχανα το κλειδί έπρεπε να το αναφέρω αμέσως στη γραμματεία για να μου δώσουν καινούριο. Το πήρα, έγνεψα και μάζεψα τα πράγματά μου με κατεύθυνση προς τη πόρτα. 
Τότε ήταν που ο ξανθός ηλίθιος και η παρέα του μου έκοψαν το δρόμο. "Σε ποιό δωμάτιο είσαι;" με ρώτησε ο ξανθός. Αναστέναξα και έκανα να τους προσπεράσω. Το τελευταίο που είχα όρεξη ήταν να πιάσω ψιλή κουβέντα με τραμπούκους. Εκείνος με έπιασε σφιχτά από τον ώμο και με τράβηξε μπροστά του. "Κάτι ρώτησα". 
"Άσε μας, άνθρωπέ μου, έχεις όρεξη" μονολόγησα. Του έριξα ένα θυμωμένο βλέμμα, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε. Άρπαξε με το ελεύθερο χέρι του το δικό μου και κοίταξε το κλειδί. 
"311. Μάλιστα. Θα περάσεις καλά εδώ, πιτσιρίκι". Και με αυτά τα λόγια έκανε μεταβολή και βγήκε από τη γραμματεία. 

Τα Παιδιά του ΧειμώναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora