Η τελευταία πράξη

283 49 19
                                    

"Λοιπόν, μιας και είπατε τα νέα σας, καιρός να αρχίσουμε, ε;" έκανε ξαφνικά η Λόρεν και την είδα να ανοίγει και πάλι την πόρτα. Αυτή τη φορά άφησε να περάσουν μέσα ο παππούς του Μαξ και ο Μπράιαν, μαζί με τους τρεις άντρες που μας κρατούσαν αυτές τις μέρες, οι οποίοι μάλλον τόση ώρα περίμεναν έξω. Ο τύπος με το μπέργκερ ήρθε προς το μέρος μου και με έπιασε από τα μπράτσα. Με σήκωσε όρθια.
"Άφησέ την!" φώναξε ο Μαξ και χτυπήθηκε στην καρέκλα του. Ο άντρας με το μπέργκερ του έδωσε ένα χαστούκι που τον έκανε να σωπάσει.
"Όντι, Όντι, πρέπει να σου πω ακόμα κάτι" σχολίασε η Λίλι κλαίγοντας. "Εγω φταίω, όχι μόνο για το ότι είμαστε αβοήθητοι, αλλά και για το ότι μας έπιασαν".
"Σταμάτα, Λίλι" έκανα καθώς ο άντρας με έδενε σε μια καρέκλα δίπλα στον Μαξ.
"Όχι, Όντι, πρέπει να σου πω!" παραπονέθηκε εκείνη.
Ο Μαξ με κοίταξε. Ο άντρας έφερε τα χέρια μου πίσω και τα έδεσε. "Άσε την να σου πει" μου είπε χαμηλόφωνα. Στράφηκα στην Λίλι.
"Θυμάσαι τον Πι Τζέι;" ρώτησε και αμέσως κατάλαβα πως δεν ήθελα να ακούσω αυτό που θα ακολουθούσε.
"Λίλι..."
"Ο Πι Τζέι είναι ο τύπος που κρατάει τον κύριο εκεί" μου είπε η Λίλι, την ώρα που ο άντρας που κρατούσε τον Παππού Μαξ γύρισε προς το μέρος μας.
"Γεια σου, μωρό μου" έκανε εκείνος απευθυνόμενος στην Λίλι. Η κοπέλα ούτε που μπήκε στον κόπο να τον κοιτάξει. "Σου έλειψα;"
Παρά την κατάσταση, ένιωσα τον εαυτό μου να θέλει να ξεσπάσει σε γέλια. Ήταν γελοίο το πόσο χάλια πήγαινε για μας αυτή η υπόθεση. Ακόμα και να είχαμε κανονίσει να αφανιστούμε, τόσο αποτελεσματικά δεν θα το καταφέρναμε.
Η Λίλι παραδίπλα μου συνέχισε να κλαίει.
"Έλα, δεν φταις" της ψέλλισε ο Μαξ χαμηλόφωνα και ένιωσα άσχημα. Εγώ ήμουν αυτή που έπρεπε να την παρηγορήσω. Ασφαλώς και δεν έφταιγε η Λίλι, πώς θα μπορούσε να φταίει;
"Λιλ..." έκανα χαμηλόφωνα και γύρισε να με κοιτάξει. "Όλα θα πάνε καλά". Η Λίλι μου γέλασε θλιμμένα αλλά συνέχισε να κλαίει. Ήξερε πως της έλεγα ψέμματα, ήξερε πως δεν μπορούσαν να πάνε όλα καλά όταν μας είχαν δεμένους σαν τα ποντίκια και κανείς δεν μας έψαχνε.
Πώς διάολο θα πήγαιναν όλα καλά, όταν ο μοναδικός μας σύμμαχος μας είχε γυρίσει την πλάτη;
Γιατί, Θεέ μου, να έχω πέσει τόσο έξω με τον Άλεξ;

"Λοιπόν..." Η Λόρεν κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι από εμένα, τον Μαξ, τη Λίλι, τον παππού του Μαξ και τον Μπράιαν. Πίσω της, κάθονταν οι τρεις άντρες. Ο ένας, ήταν ο Πι Τζέι.
Γι' αυτό δεν είχε τύχει ποτέ να τον δω, δεν είχα δει ποτέ την Λίλι μαζί του και ποτέ δεν τους είχα δει μαζί δημόσια. Πιθανότατα ο Πι Τζέι δεν ήταν καν τρόφιμος. Μας είχαν στριμώξει από παντού.
Η Λόρεν είχε απλωμένα τα πλοκάμια της σε μέρη που δεν τολμούσαμε καν να φανταστούμε. Όλο τον καιρό νομίζαμε πως τους είχαμε στο χέρι, αλλά στην πραγματικόττηα ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά από εμάς. Και τώρα, είχε έρθει η ώρα να πληρώσουμε ακριβά αυτό το βήμα.
"Γλυκιά μου Οντέτ... σου έλειψε το ίδρυμα;"
Της έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα πριν απαντήσω. "Όχι ιδιαίτερα".
"Α, κρίμα... κι εγώ κανόνισα να μην ξαναφύγεις ποτέ από εδώ, γιατί περίμενα θα σου έλειπε... ξέρεις, έχω βρει ένα πολύ ωραίο κομμάτι στον κήπο-"
"Αν της πειράξεις έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά, θα σε σκοτώσω" είπε αποφασιστικά ο Μαξ δίπλα μου, κοιτώντας την Λόρεν με ύφος που αν πέταγε φωτιές, θα την είχε κάψει.
"Θα με πατήσεις με το αυτοκίνητο, καλέ μου;" έκανε η Λόρεν. "Δεν θα είναι  η πρώτη φορά, άλλωστε. Ελπίζω μόνο τώρα να πληρώσεις όπως ακριβώς σου αξίζει".
"Ξέρουμε όλοι πολύ καλά, Λόρεν, ότι ο Μαξ δεν πάτησε ποτέ κανέναν με το αυτοκίνητο" σχολίασα.
"Α, ναι" έκανε η Λόρεν. "Το ξέχασα. Το ξέρεις, αυτό μας έβαλε όλους σε μπελάδες, σωστά;"
"Σε μπελάδες μας έβαλε η αφεντιά σου" σχολίασα δήθεν αδιάφορα. Μέσ αμου, έτρεμα σαν το φύλλο.
Ένα χαρακτηριστικό μου που δεν ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή, είναι ότι μπορούσα εύκολα σε δύσκολες συνθήκες να δείχνω πολύ πιο γενναία από όσο ήμουν. Μέχρι και να θυμώνω τον συνομιλητή μου, όπως είχα κάνει με τον τύπο με το μπέργκερ. Ηλίθιο ταλέντο, θα μου έλεγε ο Μαξ καιρό αργότερα. "Και μην με κοιτάς έτσι, να ξέρεις, πως αν έχεις σκοπό να με σκοτώσεις, θα σε πάρω μαζί μου".
Η Λόρεν έχασε την αυτοκυριαρχία της για μόλις μισό δευτερόλεπτο, έπειτα άρχισε να γελάει. "Αχ, η αφέλεια της νεανικής ηλικίας!" σχολίασε. "Μου είπε ο βοηθός μου από εδώ ότι είσαι πνευματώδης, Οντέτ. Ανυπομονούσα να τα πούμε όλα έξω από τα δόντια. Έχεις πολλή πλάκα. Θα το απολαύσω μαζί σου".
Ο Μαξ γρύλισε δίπλα μου.
"Αγόρια, δεν υπάρχει λόγος για όπλα" είπε η Λόρεν και αμέσως τα τσιράκια της έχωσαν τα σιδερικά στις τσέπες. "Όλα τελείωσαν. Κρύψτε τα παιχνιδάκια σας και αφήστε με να κάνω μια κουβέντα με τους φίλους μας. Θα πρέπει όμως να μου τους συστήσεις όλους, δεσποινίς Ντίλλινγκς..." είπε και στράφηκε στον παππού Μαξ και τον Μπράιαν.
"Γιατί, μουγγή είσαι εσύ;" ρώτησα αυθόρμητα.
Η Λόρεν γέλασε. "Είσαι όντως πνευματώδης!" είπε. Ο τύπος με το μπέργκερ έσκυψε στην Λόρεν και κάτι τις ψέλλισε. "Μάλιστα. Οπότε... ο κύριος δίπλα σου είναι ο παππούς του φίλου σου του Μαξ. Και πιο δίπλα είναι ο Μπράιαν, ο αστυνομικός. Είναι δεμένα τα χέρια σας αστυνόμε, ε;" ρώτησε ειρωνικά.
Ο Μπράιαν δεν απάντησε. Μόνο που γύρισε να με κοιτάξει και ανεπαίσθητα, έγνεψε θετικά.
Τότε κατάλαβα.

Τα Παιδιά του ΧειμώναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora