Καινούριο κεφάλαιο!
Δεν αξίζει να βάζουμε κανένα πάνω από τον εαυτό μας και ας το ξεχνάμε μερικές φορές!!
Γράφοντας αυτό το κεφάλαιο πρέπει να ομολογήσω πως νευριασα πολλές φορές με τους χαρακτήρες μου.
Ελπιζω να σας αρέσει!! Περιμένω τα σχόλια σας!!!***
Wake up call-Maroon 5
Το τηλέφωνο μου χτυπά και με βγάζει οδυνηρά από την υπέροχη κατάσταση του ύπνου στην οποία βρίσκομαι. Βαρυγκωμώ και χωρίς να κοιτάξω, πιάνω το τηλέφωνο μου από το κομοδίνο και το σηκώνω.
«Μμμ...» Μουγκρίζω.
«Πάμε εκδρομή με ρουκέτα φοβερή ως τον ουρανό οι μικροί Αϊνστάιν!» Μου τραγουδάει η Αγάπη και με κάνει να γελάσω και έτσι να ξυπνήσω ευχάριστα. «Καλημέρα! Τι κάνεις;» Με ρωτάει.
«Καλημέρα. Κοιμόμουν.» Λέω βραχνά και σηκώνομαι από το κρεβάτι.
«Άντε! Ετοιμάσου και έλα. Έχει πάει τέσσερις η ώρα.» Μου λέει.
«Καλά! Οι άλλοι έχουν έρθει;» Ρωτάω ενώ τρίβω το πρόσωπο μου.
«Η Αυγή, ο Γιώργος και σε λίγο θα έρθει η Ευελίνα.» Μου λέει και θέλω τόσο πολύ να γελάσω. Το ήξερα πως δεν θα είχε πάει ο Μάκης.
«Καλά. Τα λέμε σε λίγο.» Λέω και το κλίνω.
Ετοιμάζομαι, μαζεύω τα τελευταία πράγματα που θα χρειαστώ και μιλάω στους γονείς μου, για να με κατεβάσουν ως το μαγαζί της Αγάπης. Μετά από μια σειρά κλασικών γονεϊκών ερωτήσεων του τύπου ''Τα έχεις πάρει όλα;'' ''Έχεις αρκετά χρήματα'' και άλλα παρόμοια, αποχαιρετώ τους γονείς μου και κατεβαίνω από το αμάξι.
«Να προσέχεις, να μένεις κοντά στους καθηγητές και στους φίλους σου και ότι χρειαστείς πάρε μας τηλέφωνο.» Μου λέει η μητέρα μου με μία ανάσα, ενώ ο πατέρας μου κατεβάζει τις βαλίτσες μου από το αμάξι.
«Ναι μαμά. Μην ανησυχείς.» Της λέω για εκατοστή φορά και την φιλάω στο μάγουλο και έπειτα τον πατέρα μου.
«Και μικρή μην αρχίσεις να μου γκομενίζεις με τους θεσσαλονικιούς που θα γνωρίσεις.» Μου λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού ο πατέρας μου.
Βάζω τα γέλια και του λέω «Εννοείται μπαμπά!»
Με το που μπαίνω στο μαγαζί όλοι γυρνούν και με κοιτάνε.
«Καλά τι πήρες μαζί σου;» Ρωτάει ο Γιώργος κοιτώντας την βαλίτσα και τον σάκο μου.
«Τι; Ρούχα...» Λέω δείχνοντας την βαλίτσα «Παπούτσια...» Δείχνω τον σάκο «Καλλυντικά.» δείχνω την τσάντα πλάτης μου και γελάνε. Καθώς πλησιάζω βλέπω την Αυγή να τρώει και βάζω τα γέλια. «Καλά μωρή, σουβλάκια πέντε η ώρα το πρωί;»
«Σιγά μωρή. Εσύ δεν έφαγες πρωινό;» Με ρωτάει λες και αυτό που κάνει είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
«Ναι. Ένα τοστ, όχι μπριζόλες.» Της λέω γελώντας ακόμα.
«Σιγά μωρέ... Δεν τους έχω μαζί και τζατζίκι!» Λέει μασουλώντας.
Αφού ηρεμώ από τα γέλια, προσέχω ότι λείπουν πολλά άτομα και ρωτάω! «Που είναι οι άλλοι;»
«Ο Νίκος δεν μπορούσε να έρθει γιατί κοιμάται ο πατέρας του και δεν μπορούσε να πάρει το αμάξι. Οπότε θα πάει κατευθείαν στο σχολείο που θα πάνε και οι άλλοι για να πάρουν το λεωφορείο.» Λέει η Αγάπη.
«Ο Μάκης είναι ο γνωστός Μάκης και δεν σηκώνει καν το τηλέφωνο.» Λέει η Αυγή.
«Και η Μίνα και ο Μάνος θα έρθουν κατά τις έξι.» Προσθέτει η Ευελίνα.
Περνάμε την ώρα μας λέγοντας χαζομάρες, δείχνοντας τι πήραμε μαζί μας και βγάζοντας φωτογραφίες. Είναι αστείο πως τα αγόρια έχουν μαζί τους πιο πολλές λακ από εμάς και πολύ ενδιαφέρον πως η Αγάπη τρύπωσε ένα μπουκάλι ουίσκι στην βαλίτσα της. Βγάζουμε φωτογραφίες σε κάθε πιθανό συνδυασμό και με τις πιο τρελές φάτσες. Όλα αρχίζουν πάλι από την αρχή, όταν προστίθενται στην παρέα μας η Μίνα και ο Μάνος. Όταν η ώρα πάει επτά, βγάζουμε έξω το βουνό από αποσκευές και περιμένουμε να έρθει να μας πάρει το λεωφορείο. Είκοσι λεπτά αργότερα φτάνει και όταν κάποια αγόρια, ο οδηγός και ο Γιάννης κατεβαίνουν, για να βοηθήσουν με το να βολέψουμε τις αποσκευές του λέει η Αγάπη:
«Άντε! Μια ώρα περιμένουμε.»
«Τι να κάνουμε; Μερικοί-μερικοί αργούν, Μάκη.» Λέει ο Γιάννης ρίχνοντας τις κατηγορίες στον Μάκη και εκείνος γελάει.
Ο Νίκος έρχεται να με βοηθήσει με τις βαλίτσες μου. Όταν τις έχει πια βολέψει του λέω «Ευχαριστώ πολύ ρε μωρό!» Και του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο.
«Τίποτα καλέ!» Λέει εκείνος, χαμογελάει και πιάνοντας με από την μέση με οδηγεί προς την πόρτα του λεωφορείου.
«Τελειώνετε!» Λέει ο Γιάννης σχεδόν θυμωμένα.
Τον κοιτάζω ευθέως με εμφανή την απορία στην έκφρασή μου. Γιατί κάνει έτσι; Εγώ θα έπρεπε να είμαι θυμωμένη, όμως σχεδόν το είχα ξεχάσει. Δεν φαίνεται να κατανοεί την έκφραση μου και συνεχίζει με τον ίδιο ύφος, ενώ ανεβαίνει στο λεωφορείο. Οι άντρες είναι τόσο περίεργα όντα, δεν μπορώ να τους καταλάβω!
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προχωράω. Δεν θα αφήσω κανέναν και τίποτα να μου χαλάσει αυτήν την εκδρομή. Αξίζω να έχω τις πιο υπέροχες αναμνήσεις από αυτή. Πάω προς το πίσω μέρος του λεωφορείου, που βρίσκονται οι φίλοι μου και κάθομαι με την Άννα, που μου έχει κρατήσει θέση.
«Καλώς την βασίλισσα του Σαβά! Που την παίρνουμε από το χωριό της, λες και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της και να έρθει στο σχολείο.» Μου λέει σαρκαστικά η Άννα.
«Ναι! Και εγώ σ'αγαπώ.» Της απαντάω στον ίδιο τόνο. Γελάει και με σπρώχνει. «Σιγά μωρή θα με ρίξεις κάτω!» Της λέω γελώντας και εγώ.
Τριγύρω μας υπάρχει η γνωστή βοή των πολλαπλών συζητήσεων. Επικεντρώνομαι σε αυτήν στα δεξιά μου.
«Και το κορυφαίο ρε. Μου λέει η μάνα μου πριν φύγω ''Όπως πας θα γυρίσεις εεε;» και εγώ την απαντάω ''Φυσικά ρε μαμά... Καθαρή.''» Λέει η Νεφέλη και όλοι λιώνουμε στα γέλια.
«Καλά ρε, σε όλους μας το ίδιο πράγμα είπαν;» Ρωτάω χαχανίζοντας ακόμα.
«Όχι! Εμένα μου είπαν ότι και να κάνω, να βάλω προφυλακτικό, γιατί δεν θέλουν ακόμα εγγόνια.» Λέει ο Νίκος.
«Αμάν ρε 'συ!» Αναφωνεί ο Μάκης και του πετάει ένα άδειο κουτάκι από χυμό.
Το σούσουρο συνεχίζεται για λίγη ώρα, παίρνουμε ο ένας τα γυαλιά ηλίου του άλλου, αλλάζουμε συνεχώς θέσεις και γενικότερα κάνουμε ότι χαζομάρα περνάει από το μυαλό μας.
«Ρε Αφροδίτη έχεις φτιάξει εκείνο το CD που έλεγες; Έχω σιχαθεί την ζωή μου με τις αηδίες που βάζει ο οδηγός.» Μου λέει η Ναταλία.
«Ναι. Έχω βάλει καμία εκατοστή τραγούδια μέσα.» Της απαντάω.
«Όποτε μπορέσεις πήγαινε να το βάλεις.» Μου λέει.
«Σε λιγάκι, γιατί μου έχει πάρει την τσάντα η Ευελίνα.» Της εξηγώ.
«Ναι γλυκάκι. Όποτε θες.» Μου απαντάει με γλύκα, όπως ο συνήθης εαυτός της.
«Όχι! Να πάρεις την κολάρα σου και να πας τώρα!» Λέει με τόνο αστείου ο Παντελής, που κάθεται ακριβώς από πίσω μου.
Γυρνάω πίσω, γονατισμένη πάνω στο κάθισμα, τον κοιτάω με τον πιο ειρωνικό μου βλέμμα και του λέω: «Παντελούλη, σκάσε!» Και του σπρώχνω παιχνιδιάρικα το κεφάλι.
Παρόλα αυτά, πάω και παίρνω το CD, για να το βάλω να παίξει. Σε όλη την διαδρομή από το πίσω μέρος του λεωφορείου ως το μπροστά ακροβατώ, λόγω των αλλεπάλληλων στοφών. Όταν φτάνω, επιτέλους, μπροστά, το θέαμα που αντικρίζω με κάνει να μου ανάψουν τα λαμπάκια. Η Ιωάννου έχει στριμώξει στον Γιάννη στην γωνία και του μιλάει, για κάτι φαινομενικά αθώο, όμως όλη η γλώσσα το σώματος της δείχνει πως του ρίχνεται, από το πόσο κοντά του κάθεται και παίζει με τα μαλλιά της , έως το ότι έχει φτάσει το ντεκολτέ της στον αφαλό.
Το μόνο που με κάνει να συγκρατηθώ, από το να φερθώ παρορμητικά, να την βουτήξω από το μαλλί και να της κοπανάω το κεφάλι στο τζάμι, είναι ότι ο Γιάννης φαίνεται απορροφημένος στις σκέψεις του και δεν την προσέχει καν. Περνάω από μπροστά τους επιδεικτικά και τεντώνομαι ακριβώς από πάνω τους, για να βάλω το CD στο μηχάνημα. Αυτό κάνει την Ιωάννου να με προσέξει και να μαζευτεί.
«Αφροδίτη μου, τι κάνεις;» Ρωτάει με τον πιο κρύο και ξινό τρόπο, ενώ ο Γιάννης έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου σαν να προσπαθεί να με αποκρυπτογραφήσει. Βάζω ένα χαμόγελο στα χείλη μου, τόσο στημένο που βγάζει μάτι και καταστρώνω σχέδιο σπάσιμου νεύρων στην ξινομούρα.
«Αχ... Καταπληκτικά! Δεν φαντάζεστε πόσο!» Λέω και κάθομαι στο πίσω κάθισμα από αυτούς, χώνοντας το κεφάλι μου ανάμεσα στα καθίσματά τους. «Εσείς τι κάνετε;» Λέω κοιτώντας πρώτα την ξινομούρας και μετά τον Γιάννη. Όσο και να με τρελαίνει δεν μπορώ να αρνηθώ ότι μου έχει λείψει, δεν τον έχω φιλήσει εδώ και μέρες, ούτε καν έχουμε βρεθεί οι δύο μας για να μιλήσουμε πιο προσωπικά.
«Ω... Μια χαρά. Εδώ, μιλάμε, για να περάσει η ώρα. Είναι μεγάλο το ταξίδι βλέπεις.» Λέει η Ιωάννου και η ξινίλα στα μούτρα της φτάνει στο επόμενο επίπεδο.
«Ναι έχετε δίκιο! Είναι μεγάλο ταξίδι και εδώ που κάθεστε μόλοι σας, που να περάσει η ώρα;» Πριν προλάβει να πει κάτι, φωνάζω. «Παιδιά ελάτε μπροστά να κάτσουμε.» Τα παιδιά έρχονται και από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι εύκολα.
Τέσσερις ώρες μετά και αφού έχουμε κάνει τα νεύρα της ξινής κορδελάκια, κάνουμε στάση σε ένα μαγαζί που λέγεται 90's. Με το που μπαίνουμε μέσα, η Άννα με βουτάει από το χέρι και τραβώντας με μου λέει: «Πάμε μπάνιο πριν πάνε όλοι οι άλλοι.»
«Εντάξει.» Λέω και την ακολουθώ.
Αφού έχω βγει, καταλήγω να κάνω την κρεμάστρα της Άννας κρατώντας την τσάντα, το μπουφάν, τα γυαλιά και το κινητό της. Από την ανοιχτή πόρτα βλέπω τον Γιάννη να κάθεται σε ένα γωνιακό τραπέζι μόνος του και ξέρω πως είναι η ευκαιρία μου να του μιλήσω και να καταλάβω επιτέλους γιατί είναι έτσι. Με το που βγαίνει η Άννα, της φορτώνω τα πράγματα της και λέω φευγαλέα: «Συγγνώμη ρε μωρό, αλλά πραγματικά πρέπει να κάνω κάτι.»
«Είναι κάτι σοβαρό;» Ρωτάει σαστισμένη.
«Εμ... Όχι. Ναι. Δεν ξέρω. Θα σου εξηγήσω μετά στο ξενοδοχείο.» Λέω και φεύγω, ενώ ένα πλήθος κοριτσιών και γυναικών μπαίνουν στο μπάνιο.
Πάω και κάθομαι απέναντι του και τον κοιτάω στα μάτια. Φαινομενικά είμαστε απλά ένας καθηγητής και μια μαθήτρια που έτυχε να κάτσουν μαζί, όμως στο βάθος έχουμε και οι δύο καταπιεσμένα συναισθήματα.
«Μπορείς σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις, γιατί φέρεσαι τόσο παράξενα από το πρωί;» Τον ρωτάω όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορώ, ώστε να μην μας καταλάβει κανείς.
«Θες να μου πεις, ότι δεν καταλαβαίνεις; Και δεν το κάνεις επίτηδες, για να μου σπάσεις τα νεύρα;» Λέει πίσω από ένα χαμόγελο με σφιγμένα δόντια, προσπαθώντας να κρύψει τα νεύρα του.
«Για τι πράγμα μιλάς;» Του λέω τελείως μπερδεμένη.
«Από το πρωί φλερτάρεις με τον Νίκο. Τι έγινε; Με βαρέθηκες και ψάχνεις για τον επόμενο;» Ρωτάει με εμφανή ένταση στην φωνή του. Τότε αρχίζω να γελάω, σε σημείο να πονάει η κοιλιά μου. «Γιατί γελάς;» Με ρωτάει τότε.
«Γιατί αν δεν γελάσω, θα πρέπει να σε χαστουκίσω και να σε βρίσω άσχημα. Αν κάποιος σε αυτήν την σχέση δείχνει αδιαφορία, είσαι εσύ, που δεν μου ζήτησες ούτε ένα συγνώμη μετά από το πώς μου μίλησες εχθές. Και για να ξέρεις ποια είμαι, δεν θα απατούσα ποτέ. Αν σε είχα βαρεθεί, όπως λες, θα στο έλεγα στα μούτρα και θα σε χώριζα.» Σηκώνομαι να φύγω, μα σταματάω για μια στιγμή. «Α... και αν δεν το πρόσεξες, εγώ σε αντίθεση με εσένα δεν σου έκανα θέμα, αν και η άλλη όντως σου την έπεφτε και τριβόταν πάνω σου.» Του ψιθυροφωνάζω, γυρνάω και φεύγω.
Βγαίνω έξω να πάρω λίγο αέρα και να ηρεμίσω. Τότε βλέπω τον Νίκο, τον Μάκη, την Νεφέλη και την Αγάπη να βγαίνουν έξω.
«Τι κάνεις μόνη σου εδώ έξω;» Ρωτάει ο Νίκος.
«Τίποτα. Ήθελα να πάρω λίγο αέρα.» Απαντάω και ξέρω ήδη πως δεν έχω πείσει κανένα.
«Σίγουρα ρε συ;» Με ρωτάει η Νεφέλη αυτήν την φορά, καθώς προχωράμε προς ένα πεζούλι.
Νεύω μην θέλοντας να μιλήσω. Τα παιδιά βγάζουν έξω τα τσιγάρα τους, για να καπνίσουν, που ήταν και ο λόγος για τον οποίο βγήκαν έξω.
«Μου δίνεις και εμένα ένα;» Λέω στον Μάκη και όλοι γυρνούν και με κοιτούν περίεργα.
«Εσύ; Θες να καπνίσεις;» Με ρωτάει η Αγάπη σαν να ζήτησα να πάω στο φεγγάρι.
«Ναι! Θα μου δώσει κάποιος;» Λέω ενώ προσπαθώ να μην βγάλω τα νεύρα μου στους φίλους μου. Χωρίς να πει τίποτα άλλο μου δίνει ένα τσιγάρο και καθώς το ανάβω με κοιτάζει σαν να είμαι άγριο θηρίο.
Δεν το κάνω συχνά αυτό, να καπνίζω. Ξέρω πως είναι θάνατος, όμως σε δύσκολες συναισθηματικά στιγμές σαν και αυτή, νιώθω πως το χρειάζομαι. Καταλαβαίνω ένα χέρι γύρω από την μέση μου, κοιτάω και είναι η Άννα. Δεν με ρωτάει γιατί καπνίζω ή τι έχω, απλά με κοιτάζει στα μάτια και με καταλαβαίνει. Με σφίγγει για μια στιγμή πιο πολύ και μετά με αφήνει.
«Πάρε.» Μου λέει μόνο, δίνοντας μου μια σοκολάτα. «Την χρειάζεσαι.» Με ξέρει τόσο καλά.
Κοιτάζω στον ουρανό και ξέρω πως πάτησα την υπόσχεση που έδωσα σήμερα το πρωί στον εαυτό μου. Αυτή η εκδρομή θα είναι μια καταστροφή για εμένα.***
Αν σας αρέσει η ιστορία μου please
Vote
Comment
Share
Add
Love you all !!! ❤❤❤
Υγ. Ευχαριστώ όλους εσάς που με υποστηρίζεται!! Μου δίνετε κίνητρα και έμπνευση για να συνεχίζω!!!
YOU ARE READING
Μαθαίνοντας... τον έρωτα
Teen FictionΕίναι τόσο λάθος, μα νιώθει τόσο σωστό! Η Αφροδίτη είναι σχεδόν 18 χρονών, κοινωνική, θαρραλέα, θρασύτατη και με ροπή στην συγγραφή. Είναι η κοπέλα της διπλανής πόρτας, έχει φίλους που θα έκανε τα πάντα για αυτούς και μόλις ξεκίνησε την τελευταία τη...