23. Πενταήμερη: Ξεκινώντας ξανά

602 49 33
                                    

Καινούριο κεφάλαιο!! Νιώθω ότι έχει περάσει ένας αιώνας από την τελευταία φορά που ανέβασα και ζητάω συγγνώμη για αυτό!! Θέλω να ξέρετε πάντως πως αυτήν την ιστορία θα την τελειώσω όπως και να έχει!! Και θα μπορούσα να πω πως εχω κιόλας στο μυαλό μου την επόμενη, που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα γραψω μετά το τέλος αυτής, δηλαδή σίγουρα μετά τις Πανελλήνιες!! Όπως και να έχει ελπιζω να σας αρέσει!!
Αυτό το κεφάλαιο είναι λίγο μεγαλύτερο από ότι συνήθως!!!
❤❤❤

***

Alive-One Direction

Ένας δυνατός, οξύς και πολύ ενοχλητικός ήχος με ξυπνά και χώνω το κεφάλι μου πιο βαθιά στο μαξιλάρι μου. Μόνο που το μαξιλάρι μου δεν είναι μαξιλάρι αλλά το στήθος του Γιάννη και το καταλαβαίνω όταν τον ακούω να γελάει. Γίνομαι κατακόκκινη και πάω να σηκωθώ από πάνω του.
«Που πας;» Με βουτάει από την μέση και δεν μπορώ να κουνηθώ ούτε εκατοστό.
«Μόλις έτριψα το πρόσωπο μου στο στήθος σου, άρα οπουδήποτε που να μην γελοιοποιηθώ περισσότερο.» Λέω προσπαθώντας να μην τον κοιτάω στα μάτια.
Γελάει και πάλι. «Και; Το αγόρι σου είμαι. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις.» Λέει και μου δίνει ένα φιλί στο λαιμό. Πεταλούδες κατακλύζουν την κοιλιά μου.
«Αλήθεια;» Λέω και χαμογελάω κοιτώντας τον στα μάτια.
«Μχμ!» Μουρμουράει καθώς πάει να με φιλήσει.
Βάζω ένα χέρι μπροστά στο στόμα του για να τον εμποδίσω.
«Δεν έχω πλύνει τα δόντια μου.» Του λέω.
Φιλάει το χέρι μου και έπειτα το παίρνει από το πρόσωπό του.
«Ούτε και εγώ.» Μου λέει και μας στριφογυρνάει έτσι ώστε τώρα πια βρίσκομαι από κάτω του, αιχμάλωτη στην πιο υπέροχη φυλακή. Με φιλάει και πάλι στο λαιμό και έπειτα αρχίζει να με γαργαλάει.
Σπαρταράω από τα γέλια μέσα στην αγκαλιά του και χωρίς ανάσα του λέω «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!»
Γελάει και εκείνος και αφού σταματάει την επίθεση του γαργαλητού, αρχίζει και πάλι την επίθεση με φιλιά στο λαιμό μου και όχι μόνο. Λιώνω κάτω από τα χάδια των φιλιών του και αρχίζω να ανταποδίδω. Και πάνω που η ατμόσφαιρα μεταξύ μας έχει πάρει φωτιά, διαλέγει εκείνη την στιγμή να χτυπήσει το τηλέφωνο του δωματίου. Βαρυγκωμούμε και οι δύο σε αυτό.
Δυσανασχετώντας σηκώνει το τηλέφωνο «Παρακαλώ; Α... Ευχαριστώ.» Λέει ουδέτερα.
«Τι έγινε;» Τον ρωτάω.
«Τίποτα. Ήταν απλά κλήση αφύπνισης.» Μου λέει.
«Τότε είναι ώρα να πηγαίνω.» Λέω και σηκώνομαι απρόθυμα από το κρεβάτι.
Έρχεται δίπλα μου, με παίρνει αγκαλιά και μου δίνει ένα τελευταίο αργό και υπέροχο φιλί. «Περίμενε μια στιγμή να ελέγξω αν είναι κανείς έξω.» Λέει αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν από την μέση μου.
Αφού μου δίνει το πράσινο φως, φεύγω τρέχοντα στις μύτες των ποδιών μου και προσπαθώ να θυμηθώ προς τα πού είναι το δωμάτιο μου. Με λίγη προσπάθεια βρίσκω το 403 και τότε συνειδητοποιώ πως δεν έχω μαζί μου την κάρτα μου για να μπορέσω να μπω. Προσεύχομαι να είναι μέσα η Άννα και αρχίζω να χτυπάω. Πρέπει να έχουν περάσει πέντε λεπτά, όταν αποφασίζει να μου ανοίξει.
«Τι κάνεις εκεί έξω;» Με ρωτάει μισοκοιμισμένη ακόμα.
«Γυμνισμό! Εσύ τι λες να κάνω; Θέλω να μπω.» Λέω και την προσπερνάω.
«Κάτσε ρε. Που ήσουν και γύρισες τέτοια ώρα; Γιατί όταν ήρθα δεν ήσουν εδώ.» Με ρωτάει καθώς αρχίζει να ξυπνάει ο εγκέφαλός της.
«Καλά πόσο αναίσθητη παίζει να είσαι πάντως; Μια ώρα σου χτυπούσα.» Υπεκφεύγω.
«Αφού ξέρεις ότι κοιμάμαι βαριά και... Μην μου αλλάζεις θέμα! Που ήσουν;» Ρωτάει πιο αποφασιστικά.
«Στον Γιάννη.» Μουρμουράω μέσα από τα δόντια μου.
«Που;» Ρωτάει ξανά.
«Στον Γιάννη! Εντάξει;» Της λέω πιο δυνατά.
Από εκείνη την στιγμή και μέχρι να κατέβουμε για πρωινό, περνάω από μια συνεχή ανάκριση, ακόμα και όταν είμαι στο μπάνιο.
«Καλά μιλάμε, έχω ένα πονοκέφαλο...» Ακούω την Ευελίνα να λέει στην Αυγή και την Αγάπη, καθώς πλησιάζω με την Άννα στο ασανσέρ.
«Καλημέρα κοριτσάρες μου!» Τους λέω γεμάτη ευθυμία.
«Αϊ και χέσου μωρή πρωινιάτικα. Που την βρίσκεις την όρεξη;» Μου λέει με υφάκι η Αυγή.
«Α! Κατάλαβα. Δεν έχεις φάει πρωινό ακόμα.» Της λέω γελώντας.
«Που το κατάλαβες καλέ;» Ρωτάει ειρωνικά η Αγάπη.
«Έλα ντε; » Κάνει η Άννα.
Αφού κατεβαίνουμε στον μπουφέ και παίρνουμε να φάμε, συναντάμε την υπόλοιπη τάξη που έρχεται σε κύματα και καθόμαστε όλοι μαζί, όσο μπορούν να μας επιτρέψουν τα ξεχωριστά τραπέζια. Προκαλούμε μια συνεχή βαβούρα με τις συζητήσεις μας και την ενέργεια μας, παρότι έχουμε κοιμηθεί όλοι τρις ώρες το πολύ. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Γιάννη σε ένα διπλανό τραπέζι και του χαμογελάω. .
«Ποιοι είναι αυτοί;» Ρωτάει η Νεφέλη, όταν μια ομάδα παιδιών, πάνω κάτω στην ηλικία μας, μπαίνουν στην τραπεζαρία.
«Το άλλο σχολείο που ήταν εδώ πριν από εμάς.» Λέει ο Νίκος.
«Το ποιο; Καλά, φαντάσματα είναι και δεν τους καταλάβαμε;» Ρωτάει η Αγάπη.
«Τι να σου πω; Εγώ τους πέτυχα εχθές την ώρα που μπαίναμε και το έμαθα.» Της απαντά ο Νίκος.
Όταν έρχονται προς τα τραπέζια, ως οι γνωστοί μη ντροπαλοί εαυτοί μας, τους μιλάμε και τους λέμε να κάτσουν στα τραπέζια δίπλα μας.
«Καλά ρε παιδιά, εσείς που ήσασταν εχθές; Δεν ακουστήκατε καθόλου, μόνο εμείς ακουγόμασταν.» Τους ρωτάω περίεργη.
«Εμ... είμαστε αθλητές και κοιμόμαστε νωρίς.» Λέει ο ένας τους και εμείς μόλις και μετά βίας κρατάμε τα γέλια μας.
Προσπαθούμε να τους πιάσουμε κουβέντα, αλλά εντός δέκα λεπτών είναι άφαντοι.
«Τι φλώρια!» Λέει ο Μάκης. Όλοι γελάμε και συνεχίζουμε την κουβέντα μας.
Όταν τελειώνουμε με το πρωινό, ζητάμε άδεια να πάμε στην καφετέρια απέναντι από το ξενοδοχείο, μιας και ο καφές του ξενοδοχείου δεν πίνεται. Έτσι φτάνοντας εκεί κάνουμε και πάλι αισθητή την παρουσία μας. Πιάνουμε ένα σορό τραπέζια, το μόνο που ακούγεται είναι οι συζητήσεις και τα γέλια μας, και ο Μάκης φλερτάρει με την κοπέλα στο ταμείο. Μέχρι να φτάσει η ώρα ν φύγουμε, δηλαδή είκοσι λεπτά αργότερα, το προσωπικό μας ξέρει, μας χαιρετάει και λένε πως περιμένουν να μας ξαναδούν, πλας ο Μάκης έχει κερδίσει τον αριθμό της κοπέλας.
«Αφήσατε και καθόλου καφέ στο μαγαζί;» Λέει προσπαθώντας να κάνει την αστεία η Ιωάννου.
«Όχι! Τον πήραμε όλο.» Λέει η Άννα με αυτό το ύφος της, που έρχομαι να αγαπήσω, και κάνει την άλλη ένα μηδενικό.
Επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο και αφού έχουμε καθίσει, ένα κεφάλι ξετρυπώνει ανάμεσα από το κάθισμά μου και της Άννας.
«Τι έγινε ρε κορίτσια; Γιατί την πάμε για αποκεφαλισμό την άλλη;» Μας ρωτάει η Νεφέλη.
«Τίποτα απλά είναι πολύ σπαστική.» Λέει η Άννα.
«Γιατί ρε; Τι έκανε;» Ρωτάει και πάλι η Νεφέλη.
«Γενικά η συμπεριφορά της. Δεν ξέρω... Μου βγάζει ένα αίσθημα ότι θα μας χαλάσει την εκδρομή.» Της λέω εγώ.
«Μην σκάτε μωρέ για τέτοιες βλακείες. Άμα κάνει καμία μαλακία, θα την βάλουμε στην θέση της.» Λέει με αυτό το χαμόγελο της , που σε κάνει να νιώθεις πως όλα θα πάνε καλά.
Ξαφνικά ακούγεται το μικρόφωνο να ζωντανεύει.
«Λοιπών παιδιά...» Ακούγεται η φωνή του Γιάννη και όλοι γυρνάμε την προσοχή μας σε αυτόν. «Κατευθυνόμαστε προς τον τάφο του Φιλίππου. Θα είμαστε εκεί σε περίπου μια ώρα. Όταν φτάσουμε εκεί θα σας παρακαλούσα να είστε κόσμιοι και να μην βγάζεται φωτογραφίες με φλας γιατί θα καταστρέψετε τα εκθέματα.» Μας εξηγεί και όλοι συμφωνούμε.
Η ώρα κυλά σαν νερό, καθώς εμείς μιλάμε, παίζουμε χαρτιά και γενικότερα χαζολογούμε. Κανείς μας δεν μπορεί να πει ότι πηγαίνουμε στον αρχαιολογικό χώρο με ενθουσιασμό. Όμως λίγα λεπτά αφότου μπαίνουμε ή ίσως από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε μέσα στον λόφο, μας συνεπαίρνει η μαγεία της τέχνης των αρχαίων και της επιμονής στην λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με τον χαμηλό φωτισμό. Περνάμε από τα διάφορα σημεία του εσωτερικού του λόφου και παρατηρούμε την ομορφιά κάθε γλυπτού, κοσμήματος, όπλου και τάφου. Κάποια στιγμή καθώς κάνουμε χώρο, για να περάσει ένα γκρουπ τουριστών, βρίσκομαι δίπλα στον Γιάννη, μου πιάνει και μου χαϊδεύει το χέρι για μια σύντομη στιγμή και μου χαρίζει ένα υπέροχο χαμόγελο. Αυτές οι μικρές πράξεις κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει στον δικό της τρελό ρυθμό και από εκεί και πέρα η διάθεση μου βρίσκεται στο απόγειο την, αν και εκείνος δεν είναι πλέον δίπλα μου.
Στον δρόμο της επιστροφής δημιουργείτε μια διαφωνία, μεταξύ των παιδιών και ποιάς άλλης; Της Ιωάννου. Όλοι μας, εκτός από μία-δύο εξαιρέσεις, θέλουμε να βολτάρουμε στην παραλία, στην Τσιμισκή και γενικότερα, ενώ εκείνη θέλει να πάει σε ένα συγκεκριμένο εστιατόριο. Η κατάληξη, όπως είναι φυσικό, είναι να περάσει η επιθυμία των πολλών. Το λεωφορείο μας αφήνει στην παραλία και ξεκινάμε την πορεία μας προς... όπου μας βγάλει. Η ξινίλα παίρνει αγκαζέ τον Γιάννη και ενώ εμείς πάμε προς μια κατεύθυνση, εκείνη τον τραβάει προς άλλη. Το βλέμμα του περιπλανιέται προς το μέρος μας και όταν με εντοπίζει, γίνεται απολογητικό και την ακολουθεί.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αποφασίζω πως δεν θα αφήσω αυτήν να μου χαλάσει για άλλη μια φορά το κέφι. Προχωράμε μέσα στην πόλη σαν να μας ανήκει, και αν και κανείς θα περίμενε πως θα σκορπίζαμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μένουμε όλοι μαζί. Αφού χαζολογούμε, βγάζουμε φωτογραφίες και λίγο πολύ γινόμαστε ρεζίλι, κατευθυνόμαστε προς τo φαστφουνταδικο, για να τραφούμε υγιεινά. Αφού έχουμε πιάσει την πλειονότητα του πάνω ορόφου, τα μπάζερ μας αρχίζουν να χτυπούν, για να πάρουμε τις παραγγελίες μας.
«Καλά ρε την είδατε την άλλη; Έτοιμη να τον φάει ήταν.» Λέει ο Μάκης προφανώς αναφερόμενος στην Ιωάννου.
«Μάλλον θέλει να ''τον φάει''» Λέει πρόστυχα, ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια του ο Νίκος και όλοι γελάνε.
«Σκάσε ρε. Καθηγήτρια σου είναι.» Λέει σοβαρά η Αυγή. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή και σκάμε στα γέλια.
«Να δούμε, θα της κάτσει;» Λέει γελώντας ο Γιώργος.
«Δεν νομίζω.» Λέει η Αγάπη κλέβοντας μια πατάτα από τον Μάκη. Όλοι γυρίζουν και την κοιτούν. Παγώνω.
«Γιατί;» Ρωτάει περίεργα ο Νίκος, καταβροχθίζοντας ταυτόχρονα ένα κλαμπ σάντουιτς.
«Έχω ακούσει πως έχει σχέση.» Λέει η Αγάπη και εγώ πνίγομαι με την πατάτα που τρώω.
«Χριστός. Τι έπαθες;» Μου κάνει η Ευελίνα χτυπώντας μου την πλάτη.
«Τίποτα. Στραβοκατάπια.» Λέω προσπαθώντας να ηρεμίσω.
«Και με ποια τα έχει;» Ρωτάει περίεργη η Κατερίνα.
Κοιτάζω έντονα την Αγάπη, εκείνη γελάει και κοιτώντας αλλού λέει χαλαρά. «Που να ξέρω ρε;»
«Και το ότι έχει σχέση που το έμαθες;» Ρωτάει η Αυγή.
«Το είδα στα χαρτιά! Εντάξει;» Λέει γελώντας.
Για λίγη ώρα συνεχίζουν να την βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, όμως σιγά-σιγά το ξεπερνούν και αρχίζουν άλλες συζητήσεις. Πάω και κάθομαι δίπλα στην Αγάπη, χωρίς να τραβάω την προσοχή, και της ψιθυρίζω στο αυτί. «Να με κάψεις θες;»
«Όχι ρε. Απλά ήθελα να τους κάνω να σταματήσουν να λένε βλακείες. Είδα πως ήσουν εχθές, δεν θέλω να σε κάνουν χειρότερα.» Μου λέει και το βλέμμα της είναι ειλικρινές.
Χαμογελάω και της λέω «Μην ανησυχείς για αυτό. Όλα είναι καλά. Αλλά επειδή μόνο εσύ και η Άννα ξέρετε για αυτό, σσς!» Της κάνω βάζοντας τον δείκτη μου μπροστά από τα χείλη μου.
«Χα! Ρε Αφροδιτάκι έτσι θέλω να σε βλέπω.» Λέει σκουντώντας με.
«Θα πάμε για ψώνια;» Πετάγεται ξαφνικά η Άννα.
«Δεν ξέρω ρε... Θέλω να πάω στο ξενοδοχείο να ξεκουραστώ.» Λέει η Ευελίνα και έπειτα παρόμοιες δικαιολογίες καταφτάνουν από την πλειονότητα των παιδιών. Έτσι, καταλήγουμε εγώ, η Άννα, η Ναταλία και ο Μάκης να περιπλανιόμαστε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Όταν μπαίνουμε σε ένα μαγαζί με ρούχα λέει ο Μάκης «Ρε κορίτσια, θέλω να πάρω ένα δώρο στην Αγάπη και δεν ξέρω τι. Θα με βοηθήσετε;»
«Εννοείται!» Λέει η Ναταλία.
«Και το ρωτας;» Λέω εγώ, ενώ η Άννα δεν απαντάει καν και αρχίζει να ψάχνει για επιλογές.
Ενώ βρισκόμαστε ακόμα στην αναζήτηση, όχι μόνο για το δώρο της Αγάπης αλλά και για να εμπλουτίσουμε την δική μας γκαρνταρόμπα, βλέπω μέσα στο μαγαζί την Ιωάννου. Με βλέπει και εκείνη, έτσι βάζω ένα ψεύτικο χαμόγελο και την χαιρετάω.
«Κυρία.» Που λέει ο λόγος, λέω από μέσα μου. «Τι κάνετε; Πως και από εδώ;»
«Ω! Ήθελα να πάρω μερικά πραγματάκια.» Λέει ενώ δείχνει ένα σορό με ρούχα που προφανώς θέλει να δοκιμάσει.
«Μωρό, έλα να σου δείξω κάτι.» Λέει ο Μάκης καθώς έρχεται και με παίρνει αγκαλιά από τους ώμους. «Επ! Γεια σας κυρία.» Λέει στην Ιωάννου όταν την βλέπει και εκείνη του νεύει.
«Οκ καλό μου.» Του λέω. Πριν γυρίσω να τον ακολουθήσω, βλέπω την έκφραση της να χαλαρώνει και αρχίζει να με κοιτάζει μειονεκτικά.
Ακολουθώ τον Μάκη και κάνω το καλλίτερο μου, να συγκεντρωθώ σε αυτά που μου δείχνει και να τον συμβουλέψω. Αφού αποφασίζουμε σε ένα πλεκτό μπλουζοφόρεμα, πάω στα δοκιμαστήρια να βρω την Άννα και να δω τι κάνει τόση ώρα.
«Άννα! Που είσαι ρε;» Της φωνάζω και πετάει το κεφάλι της μέσα από την κουρτίνα του δεξί δοκιμαστηρίου. «Τι κάνεις τόση ώρα παιδάκι μου;»
«Εεε... Έχω πολλά να δοκιμάσω.» Λέει δήθεν αθώα.
Τότε βλέπω και πάλι την Ιωάννου και μάλιστα να έρχεται προς το μέρος μας.
«Αχ βρε Αφροδίτη μου, μπορείς να μου κρατήσεις λίγο τα πράγματα για να δοκιμάσω μερικά ρούχα;» Μου λέει φορτώνοντας μου το παλτό και την τσάντα της, χωρίς καν να περιμένει για απάντηση και μπαίνει στο δίπλα δοκιμαστήριο.
«Μα;» Γυρνάει και με κοιτάει με απορία η Άννα. Ανασηκώνω τους ώμους μου μην ξέροντας τι να πω και τι να κάνω. «Έλα εδώ.» Μου ψιθυρίζει. Πλησιάζω και αμέσως βουτάει την τσάντα της άλλης.
«Τι κάνεις;» Την ρωτάω κοιτώντας υστερικά προς το δίπλα δοκιμαστήριο.
«Δεν σου έχει πει κανείς, ότι ο καλλίτερος τρόπος για να καταλάβεις τον χαρακτήρα μιας γυναίκας, είναι να ψάξεις την τσάντα της; » Μου ψιθυρίζει ενώ ανοίγει την τσάντα.
«Δεν είναι σωστό.» Της λέω, όμως πλησιάζω για να βλέπω και εγώ.
«Σοβαρά τώρα;» Λέει η Άννα βγάζοντας δύο πακέτα προφυλακτικά.
«Ιου! Αηδία! Βάντα πάλι μέσα.» Της ψιθυρίζω και το κάνει. Αφού περνάει από τα κλασικά τσίχλες, καλλυντικά, πορτοφόλι, κινητό βγάζει ένα σακουλάκι με κάτι σαν βότανο. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή με γουρλωμένα μάτια.
«Λες;» Ρωτάω.
Η Άννα ανοίγει το σακουλάκι, μυρίζει και το κλείνει αμέσως. «Μυρίζει σαν λιβάνι. Πρέπει να είναι...» Σαστίζουμε και πάλι. Τότε ένας ήχος ακούγεται από δίπλα και μπαίνουμε σε κίνηση. Ξαναβάζουμε τα πράγματα μέσα όπως ήταν, απομακρίνομαι και κάνω πως κοιτάζω ρούχα, ενώ η Άννα χάνεται και πάλι μέσα στο δοκιμαστήριο.
Λίγες στιγμές αργότερα η Ιωάννου βγαίνει έξω. «Αχ... Ευχαριστώ πολύ.» Μου λέει και παίρνει τα πράγματα της από τα έρια μου.
«Προσπαθώντας να φερθώ σαν να μην έγινε τίποτα, χαμογελάω και της λέω.«Τίποτα.» Φεύγει και τρέμω σαν το φύλλο.
«Τι έγινε ρε παιδιά;» Ρωτάει η Ναταλία όταν συναντιόμαστε στα ταμεία.
«Τίποτα... Απλά δεν νιώθω και τόσο καλά. Πειράζει άμα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο;» Της λέω.
«Εμ... Θέλαμε να πάμε σε άλλα δύο μαγαζιά, αλλά αν θέλετε εσείς μπορείτε να πάτε στο ξενοδοχείο;» Μας λέει η Ναταλία.
«Σίγουρα είναι οκ να φύγουμε; Δεν θέλουμε να σας αφήσουμε μόνους σας.» Λέει η Άννα.
«Ναι ρε! Εννοείται! Ξέρετε τον δρόμο;» Μας λέει ο Μάκης.
«Ναι!» Λέμε και οι δύο.
Αφού έχουμε απομακρυνθεί και είμαστε στο δρόμο για το ξενοδοχείο λέει η Άννα. «Χόρτο ρε φίλε;»
«Παραλίγο να τα κάνω πάνω μου την ώρα που βγήκε. Νόμιζα ότι μας κατάλαβε.» Λέω και αφού έχει φύγει ο πανικός αρχίζω να γελάω και μαζί μου η Άννα.
«Τώρα τι κάνουμε;» Ρωτάει η Άννα, αφού συνερχόμαστε από τα γέλια.
«Κάτι έχω στο μυαλό μου.» Της λέω με ένα πονηρό χαμόγελο.

***
Περιμένω πάντα τις γνώμες σας!! Τι σας αρέσει?? Τι δεν σας αρέσει??

Αν σας αρέσει η ιστορία μου please

Vote

Comment

Share

Add

You are amazing!!

Σχεδόν 8.000 views!!! ❤❤❤ Σας ευχαριστώ τόσο πολύ!!

Love you all!!! ❤❤❤

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Mar 31, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Μαθαίνοντας... τον έρωταWhere stories live. Discover now