Το κεφάλαιο αυτό ειναι το προσωπικά αγαπημένο μου για πολλους και διάφορους λόγους!! Είναι το μεγαλύτερο που εχω γράψει μέχρι στιγμής!!! Ελπιζω να σας αρέσει!!! ❤
***
Confident-Demi Lovato
Μπαίνοντας στο κλαμπ, νιώθω τα μπάσα της μουσικής, να χτυπούν στο στήθος μου και την μαγεία των χαμηλών φώτων να με συνεπαίρνουν. Βρίσκουμε την υπόλοιπη παρέα στο κέντρο του μαγαζιού, δίπολα από το μεγάλο μπαρ.
Παίρνω μια στιγμή για να τους παρατηρήσω. Η πρώτη που τραβάει το βλέμμα μου είναι η Νεφέλη, με το αέρινο λευκό φόρεμα, ενώ τα μαλλιά της είναι γυρισμένα από την μία μεριά για να φαίνεται το σημείο που είναι ξυρισμένα και κυματίζουν σε ανέμελες μπούκλες. Σε γενικότερο σύνολο είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες, φαίνεται γαλήνια και γλυκιά μα ταυτόχρονα σέξι και δυναμική.
Έπειτα η Άννα έχει αγκαλιάσει την πιο άγρια πλευρά της, φορώντας μια κοντή, μαύρη, δερμάτινη φούστα, μαύρη κοντή μπλούζα, ασορτί πανύψηλες γόβες, έχοντας συνδυάσει όλα αυτά με έντονο μακιγιάζ και ίσια μαλλιά. Η Καίτη και μια άλλη κοπέλα που δεν είχα γνωρίσει ακόμα, είχαν ένα πιο άνετο στιλ με τζιν παντελόνια και ιδιόμορφα μπλουζάκια.
Η υπόλοιπη τάξη ήταν διασκορπισμένη, σε όλη την έκταση του μαγαζιού, αναμεμιγμένη με ξένο κόσμο. Όμως παρατηρώ πως μέσα σε αυτό τον κόσμο δεν είναι ακόμα ο Γιάννης. Δεν πειράζει. Απλά θα αρχίσω να διασκεδάζω και έρθει δεν έρθει εγώ θα περάσω καλά, λέω από μέσα μου.
Τα τραγούδια αλλάζουν το ένα μετά το άλλο και εγώ δεν σταματώ να χορεύω, παρά μόνο για να πιώ κάποιο ποτό. Κάποια στιγμή, αφού έχω χορέψει με κάθε άτομο στην παρέα, έρχονται η Έλη και ο Γιώργος, συμμαθητές, φίκοι μας και ένα από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια που ξέρω. Αποφασίζω να τους κεράσω όλους σφηνάκια, για να ανάψει κι άλλο το κέφι.
Ενώ η τεκίλα καίει ακόμα τον λαιμό μου, βλέπω τον Γιώργο να δείχνει κάτι στην Αγάπη κάπου στα δεξιά μας. Καθώς γυρνάω το βλέμμα μου, βλέπω τον Γιάννη μαζί με ακόμα δύο τύπους, να κάθονται λίγο δίπλα από εμάς. Μας βλέπουν και όλη η παρέα νεύει εις ένδειξη χαιρετισμού. Αν είναι δυνατόν η καρδιά μου αρχίσει να χτυπάει πιο δυνατά και το χαμόγελό μου πλαταίνει.
Για να εκτονώσω αυτή την έκρηξη χαράς και υπερέντασης, που μου προκάλεσε μόνο με την παρουσία του, πιάνω το πρώτο άτομο που βρίσκω δίπλα μου και αρχίζω να χορεύω. Λίγα λεπτά αργότερα, η Άννα με τραβά και ανεβαίνουμε στο τραπέζι. Δεν το σκέφτομαι πολύ, ίσως λόγο του ποτού, και αρχίζω να λικνίζομαι μαζί της στο ρυθμό της μουσικής. Από την έκσταση που βρίσκομαι με βγάζει ο σερβιτόρος, όταν μας φέρνει σφηνάκια που κάποιος μας κέρασε και μας δείχνει προς την κατεύθυνση ενός τύπου, που μοιάζει κοντά στα σαράντα και μας κλείνει το μάτι. Του κάνουμε νεύμα λοιπόν, για να τον ευχαριστήσουμε. Άλλωστε, όσο βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση από εμάς, ποιες είμαστε εμείς να αρνηθούμε ένα ποτό;
Καθώς η Άννα και εγώ κατεβάζουμε τα σφηνάκια, με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Γιάννη, να έχει το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου και μοιάζει... θυμωμένος;
«Δεν έχει σταματήσει να σε κοιτάζει όση ώρα είναι εδώ:» Μου φωνάζει η Άννα στο αφτί, για να ακουστεί πάνω από την μουσική.
«Ας το εκμεταλλευτώ λοιπόν.» Της απαντάω και αρχίζω να χορεύω όσο πιο αισθησιακά μπορώ.
Μετά από πέντε κεράσματα και πολύ χορό, πάνω και κάτω από το τραπέζι, χρειάζομαι διάλειμμα για τουαλέτα. Το λέω στα κορίτσια, μα αφού καμία δεν έχει όρεξη να έρθει μαζί μου, αποφασίζω να πάω μόνη μου. Όταν μπαίνω στον προθάλαμο δεν βλέπω κανένα και σκέφτομαι ότι είναι η τυχερή μου μέρα. Την στιγμή μου βγαίνω και πάλι στον προθάλαμο, μπαίνει μέσα ο τύπος που με κερνούσε σφηνάκια όλο το βράδυ. Από ευγένεια νεύω και πάω να βγω.
«Γεια σου μικρή.» Μου λέει τότε αυτός, μπλοκάροντας μου την έξοδο.
«Γεια... Κάνεις λίγο άκρη να περάσω;» Του λέω όσο πιο ευγενικά μπορώ.
«Γιατί θες να φύγεις τόσο γρήγορα; Δεν σου αρέσει η παρέα μου;» Με ρωτάει αρχίζοντας να προσβάλει τον προσωπικό μου χώρο. Αρνούμαι να πισωπατήσω, γιατί δεν θέλω να νομίζει πως τον φοβάμαι.
«Με περιμένουν οι φίλοι μου, οπότε...» Αφήνω την πρότασή μου μετέωρη και κάνω άλλη μια προσπάθεια να περάσω. Με εμποδίζει και πάλι και αρχίζω να νευριάζω και να ανησυχώ ταυτόχρονα. Αφήνω τον θυμό μου μόνο να φανεί όταν μου λέει:
«Τόση ώρα που σε κερνούσα ποτά δεν ήθελες να φύγεις και χόρευες για εμένα. Τώρα γιατί δεν κάθεσαι;» Και πάει να μου χαϊδέψει το μάγουλο.
Κατευθείαν διώχνω το χέρι του και σχεδόν φωνάζω «Όταν με κερνούσες ποτά, είχες τα κουλά σου μακριά μου...» Καθώς μιλάω ακούω την πόρτα να ανοίγει και μου δίνει θάρρος. Μπροστά σε άλλους δεν θα μπορέσει να με πειράξει. «...και πίστεψέ με δεν χόρευα για εσένα έτσι, γέρο!»
Τα λόγια μου βλέπω πως τον νευριάζουν και νομίζω πως είναι έτοιμος να με χτυπήσει, μα τότε κάποιος τον βουτάει από τον γιακά και τον κοπανάει στον τοίχο.
«Τι έγινε ρε γέρο; Στριμώχνεις και ανήλικα κοριτσάκια στις τουαλέτες;» φωνάζει οργισμένα ο σωτήρας μου, που τώρα συνειδητοποιώ πως είναι ο Γιάννης.
«Δεν βλέπεις πως είναι το πουτανάκι; Που να καταλάβω πως είναι ανήλικο;» Λέει και πάει να σπρώξει τον Γιάννη από πάνω του.
Κατακόκκινος και έτοιμος να εκραγεί ο Γιάννης τον ξανά κοπανάει στον τοίχο, τόσο δυνατά που ο γδούπος από το κεφάλι του αντηχεί σε όλο το δωμάτιο. «Πριν μιλήσεις για αυτήν θα πρέπει να πλένεις το στόμα σου, παλιό πούστη. Και ακόμα και ανήλικη να μην ήταν δεν έχεις κανένα δικαίωμα να την παρενοχλείς!»
«Μα...» Πάει να διαμαρτυρηθεί ο άλλος.
«Τσακίσου και φύγε πριν στο σπάσω το γαμιμένο το κεφάλι! Κατάλαβες;» Ωρύεται ο Γιάννης.
«Πως κάνεις έτσι ρε φίλε; Γκομενά σου είναι;» Λέει όπως πάει να φύγει. Η γροθιά του Γιάννη τότε έρχεται σε επαφή με την μούρη του άλλου και χωρίς να πει τίποτα κανείς, ο γέρος σηκώνεται και φεύγει.
Αφήνω την ανάσα μου, που μέχρι εκείνη την στιγμή κρατούσα, όπως ήμουν παγωμένη μπροστά από το θέαμα που μόλις διαδραματίστηκε μπροστά μου. Ο Γιάννης, προσπαθώντας φανερά να ηρεμίσει τα νεύρα του, γυρνά και με κοιτά με ανησυχία.
«Είσαι καλά;» Με ρωτά.
«Ναι.» Λέω κοιτώντας τον στα μάτια με ευγνωμοσύνη.
«Πες μου πως δεν σε ακούμπησε, γιατί αλλιώς...» Λέει ενώ είναι ακόμα στην τσίτα.
«Προσπάθησε...» Λέω και ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου στιγμιαία. «...αλλά δεν τον άφησα.»
«Ωραία.» Λέει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ηρεμεί αισθητά.
«Ευχαριστώ.» Του λέω ξανά και τον παίρνω αγκαλιά, γιατί θέλω να νιώσω ασφαλής και κοντά του νιώθω όντως ασφάλεια.
Όταν τον αγκαλιάζω παγώνει, για μια στιγμή, όμως μετά με αγκαλιάζει και αυτός. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και το άρωμά του με πλημυρίζει και με γαληνεύει.
«Δεν χιάζεται να με ευχαριστείς για τίποτα.» Μουρμουρίζει μέσα στα μαλλιά μου.
«Αν δεν είχες έρθει...» Σηκώνω το κεφάλι μου για να συναντήσω το βλέμμα του και με σφίγγει πιο πολύ πάνω του.
«Σσς...» Προσπαθεί να με καθησυχάσει και το ένα χέρι του ταξιδεύει πάνω κάτω στην πλάτη μου.
Ένας ηλεκτρισμός υπάρχει ανάμεσά μας, τόσο αισθητός, που μπορώ σχεδόν να τον νιώσω να πάλλεται. Γλιστρώ την γλώσσα μου πάνω από τα χείλη μου και το βλέμμα του την ακολουθεί. Στα μάτια του μπορώ να δω, πως γίνεται μια μάχη μέσα του, όμως το μόνο που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή είναι πόσο θέλω να τον φιλήσω.
Σαν να διαβάζει την σκέψη μου, σκύβει και με φιλάει. Στην αρχή είναι τόσο απαλό, απλά τα χείλη μας ακουμπούν και μπορώ να νιώσω την καυτή ανάσα του. Είναι σαν να περιμένει την άδειά μου, έτσι σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και πιέζω τα χείλη μου πιο παθιασμένα επάνω στα δικά του. Τότε χάνει τον έλεγχο του και με φιλάει πραγματικά και βαθιά. Η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη, που το μυαλό μου γίνεται μους και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα, μόνο να νιώσω.
Το ένα του χέρι πηγαίνει στα μαλλιά μου, τα τραβάει και εγώ τρελαίνομαι. Του δαγκώνω το κάτω χείλος και εκείνος μουγκρίζει σαν να του αρέσει. Τον νιώθω να με σπρώχνει προς τον τοίχο και εγώ ακολουθώ πρόθυμα. Όταν πια με έχει κολλήσει στον τοίχο, το στόμα του αφήνει το δικό μου και ταξιδεύει με μικρά υγρά φιλιά προς τον λαιμό μου. Όταν τον νιώθω να με δαγκώνει στην λακκούβα του λαιμού μου, ένας αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη μου, τον σφίγγω επάνω μου περισσότερο και νιώθω το χαμόγελό του πάνω στο δέρμα μου. Ενώ το ένα του χέρι παραμένει στην μέση μου, το άλλο κατεβαίνει στον πισινό μου και μετά συνεχίσει στο πόδι μου σηκώνοντας το στην μέση του. Τον τραβάω από τα μαλλιά και τον φέρνω στο στόμα μου.
Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και βλέπω την Αγάπη να παγώνει για ένα δευτερόλεπτο και το επόμενο να κλείνει την πόρτα, ενώ λέει σε όποιον είναι μαζί της «Έχει πολύ κόσμο. Ας έρθουμε πιο μετά.»
Την αγαπάω αυτή την κοπέλα. Πρέπει να θυμηθώ μια μέρα να της κάνω ένα καλό δώρο.
«Σκατά!» Λέει ο Γιάννης και κάνει ένα βήμα πίσω περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, ενώ εγώ φτιάχνω το φουστάνι μου, στρώνω τα μαλλιά μου και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε μόλις. «Δεν... δεν έπρεπε να το κάνω αυτό!» Λέει πιο πολύ στον εαυτό του παρά σε εμένα. «Σκατά!» Ξαναλέει. «Δεν πρέπει να το μάθει κανείς αυτό!» Και με τα λόγια του αυτά αρχίζω να νευριάζω.
«Μην ανησυχείς, η Αγάπη είναι 'ξηγημένη. Θα της μιλήσω και δεν θα πει τίποτα. Οπότε ξέχασέ το. Δεν θέλω να σου γίνομαι και μπελάς!» Του πετάω και καθώς φεύγω τον ακούω να με φωνάζει, μα δεν δίνω σημασία και προχωράω. Δεν πρόκειται να δεχτώ να είμαι η ντροπή κανενός. Αν δεν θέλει αυτός μία, δεν θέλω εγώ δέκα!
Όταν γυρνάω στο τραπέζι, δεν έχουν προσέξει πόση ώρα έλειπα. Ψάχνω να βρω την Αγάπη, μα δεν την βλέπω πουθενά και όταν ρωτάω τον Μάκη μου λέει με ένα περίεργο ύφος « Είναι με πρόσωπο και είπε να την πάρουμε τηλέφωνο όταν θα φεύγουμε.»
Έτσι υπομένω άλλη μισή ώρα, γεμάτη νεύρα και υποκρίνομαι πως δεν έχω τίποτα, αν και τα κορίτσια έχουν καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά. Όταν επιτέλους φεύγουμε θέλω τόσο απελπισμένα να μιλήσω με την Αγάπη, όμως όταν βγαίνουμε προς τα έξω δεν με κοιτάει.
Με το που περνάμε την εξώπορτα, βλέπουμε την Νεφέλη να φιλιέται με έναν, κατά γενική ομολογία, κούκλο. Ο Νίκος κάνει πως βήχει, για να τους τραβήξει την προσοχή, μα τίποτα.
«Εμ... Νεφέλη, φεύγουμε.» Λέει η Ευελίνα έτοιμη να γελάσει. Εκείνη τότε απομακρύνεται από τον κούκλο, του λέει πως θα του τηλεφωνήσει και μας ακολουθεί.
Τότε ακούω τον Μάκη να μουρμουράει «Μόνο εγώ και η Αφροδίτη μείναμε μπακούρια σήμερα.» Προφανώς αυτό το άκουσε η Αγάπη, γιατί γυρνάει και μου ρίχνει ένα βλέμμα που τσακίζει και κόκαλα.
«Αγάπη μπορούμε να μιλήσουμε;» Την παρακαλώ.
«Ναι. Αλλά αύριο. Σήμερα. Όταν ξυπνήσουμε τέλος πάντων. Γιατί αυτά που θέλουμε να πούμε, θέλουν καθαρό μυαλό!» Μου λέει όλο υπονοούμενο.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κοιτάζω τον ήλιο που ανατέλλει. Αυτή η μέρα προβλέπεται μεγάλη.***
Αν σας αρέσει η ιστορια μου κάντε
Vote
Add
Comment
Share
Love you all❤
أنت تقرأ
Μαθαίνοντας... τον έρωτα
أدب المراهقينΕίναι τόσο λάθος, μα νιώθει τόσο σωστό! Η Αφροδίτη είναι σχεδόν 18 χρονών, κοινωνική, θαρραλέα, θρασύτατη και με ροπή στην συγγραφή. Είναι η κοπέλα της διπλανής πόρτας, έχει φίλους που θα έκανε τα πάντα για αυτούς και μόλις ξεκίνησε την τελευταία τη...