Δεν μπορείς να αποφύγεις το προφανές. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απο το κακό ενώ ζείτε μαζί. Δεν γίνεται να τρέξεις πιο γρήγορα απο τον ήχο.
Ένιωθα καταδικασμένη. Δεν μπορούσα να τον αποφύγω.Δεν ήξερα τι ήθελε να μου πει ή τι ήθελε να μου κάνει.
"Λοιπόν έχεις να μου πεις κάτι;" λέει στην αρχή ήρεμα
"Σαν τι μπαμπά;"
"Ποιος ήταν αυτός Άννα;Γιατί σε αγκάλιαζε;"
"Ένας φ...φίλος μου."
"Φίλος σου...μάλιστα. Εγώ γιατί δεν σε πιστεύω;"
"Γιατί...γιατί..δεν ξέρω. "
"Ξέρω τι τρέχει Άννα.. και το καλό που σου θέλω να κόψεις κάθε επαφή μαζί του."
"Αυτό αποκλείεται. Είναι φίλος μου.Πάρτο απόφαση. Δεν είχα ποτέ κανέναν. Πάντα ήμουν εδώ φυλακισμένη. Χωρίς κανέναν. Και εσείς μου στερείτε τα πάντα. "
"Δεν θα το συζητήσουμε άλλο.. "
"Όχι. Θα το συζητήσουμε. "Είπα αποφασισμένη.
Αλλά η επανάστασή μου δεν κράτησε για πολύ. Ήρθε κοντά μου σήκωσε το χέρι του και κου άστραψε ένα χαστούκι.
"Τι κάνεις; "Του λέω και τρέχουν καυτά δάκρυα απο τα μάτια μου.
"Μπορώ να το ξανά κάνω για να το καταλάβεις. " Μου λέει και κου δείνει ενα ακόμα.
Η μύτη μου έτρεχε αίμα και τα χείλια μου σκίστηκαν.
"Είσαι απαίσιος"
Και καθώς είμαι πεσμένη κάτω άρχισε να με χτυπάει πιο πολύ. Κατευθείαν πιάνω την τσάντα μου και του την ρίχνω στο πρόσωπο για να μπορέσω να φύγω. Ανοίγω την πόρτα και τον ακούω να βρίζει καθώς ερχόταν προς το μέρος μου.Κλείνω την πόρτα με δύναμη πίσω μου.
Άρχισα να φωνάζω βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσα. Φώναζα και έκλαιγα αλλά δεν με άκουγε κανείς. Είχα φτάσει στο τέλος της αυλής και η πόρτα δεν άνοιγε..Είχε κολλήσει. Δεν είχα πολλές επιλογές...είχε φτάσει πολύ κοντά μου.Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πηδάω πάνω από τον φράχτη. Χτύπησα στο γόνατό μου και άρχισε να τρέχει αίμα αλλά δεν με ένοιαζε. Συνέχιζα να φωνάζω βοήθεια. Βγήκε στο μπαλκόνι ο Ορφέας."Ποιος φωνάζει; "
"Ορφέα βοήθεια σε παρακαλώ κάνε κάτι.Θα με σκοτώσει."
"Ποιος;"
"Ο μπ..."
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου και ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει το μπράτσο. Με έφτασε γαμώτο.