Παρτ 12

118 13 14
                                    

Ξύπνησα το πρωί με πονοκέφαλο. Δεν είχα ιδέα γιατί. Ούτε ήξερα γιατί το προηγούμενο βράδυ είχα χάσει τις αισθήσεις μου για τόση πολλή ώρα. Γενικότερα, δεν είχα ιδέα τι είχε συμβεί.

Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν 11:45.

Ωχ, η μάνα μου θα φωνάζει.

Της είχα υποσχεθεί να την βοηθήσω με τις δουλειές του σπιτιού κι αν με έβλεπε στο κρεβάτι θα μου φώναζε.

Σηκώθηκα, έπλυνα τα δόντια μου, βουρτσισα τα μαλλιά μου και ντύθηκα. Έφαγα πρωινό ανενόχλητη, πράγμα περίεργο. Περίμενα τη μάνα μου με μια κουτάλα στο χέρι να μου κάνει κήρυγμα γιατί σηκώθηκα τόσο αργά ενώ της είχα υποσχεθεί να ξυπνήσω νωρίς για να την βοηθήσω. Είχα προετοιμαστει ψυχολογικά για αυτόν τον καβγά κι όταν συνειδητοποίησα ότι δε θα γινόταν απογοητευτηκα λίγο.

Αφού τελείωσα το πρωινό, επέστρεψα στο δωμάτιό μου.
Τίποτα. Ησυχία. Κανείς δεν με είχε ενοχλήσει. Άρχισα να ανησυχώ.

Μα, καλά που είναι τώρα?

Κοίταξα να δω μήπως τα παπούτσια της δεν ήταν εκεί. Κι όντως δεν ήταν.

Άρα θα βγήκε να ψωνίσει κάτι, σκέφτηκα.

Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο μου. Έτρεξα στο δωμάτιό μου για να το βρω. Το κοίταξα. Ο αριθμός ήταν απόρρητος. Παρόλα αυτά το σήκωσα.

Ν: Παρακαλώ.

Σιωπή...

Ν: Παρακαλώ?

Πάλι ησυχία...

Ν: Παρακαλώ, είπα λίγο πιο έντονα.

Τίποτα πάλι...

Το έκλεισα.

Μάλλον θα κάνουν φάρσα, σκέφτηκα.

Το κινητό μου, όμως, ξαναχτύπησε... Πάλι απόρρητος αριθμός...

Ν: Παρακαλώ, είπα με μια δώση φόβου.

?: Αν θες να μάθεις για την γυναίκα συνάντησε με στο μαγαζάκι με τις αντίκες. Μην το πεις σε κανέναν. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Μην εμπιστεύεσαι τον Harry...

Η άλλη γραμμή έκλεισε και εγώ έμεινα άφωνη κρατώντας το τηλέφωνο στα χέρια.

Τι ήταν αυτό τώρα? Τι εννοούσε με το "μην εμπιστεύεσαι τον Harry"? Ποιος ήταν στο τηλέφωνο?

Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Liam. Όμως, αυτή δεν ήταν η φωνή του. Αυτή η φωνή ήταν πιο μπάσα, πιο τρομακτική. Τώρα, βέβαια, θα μου πείτε πως το κατάλαβα αυτό? Δυο μέρες τον ξέρω τον Liam. Ε, λοιπόν, το ξέρω! Το διαισθανομαι. Μπορεί το μυαλό μου να μου τον υποδεικνύει ως ένοχο, αλλά η διαίσθηση μου μου λέει το αντίθετο. Κι εγώ πάντα εμπιστεύομαι την διαίσθηση μου. 
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και συνειδητοποίησα ότι ήταν η μητέρα μου. Είχε βγει για κάτι ψώνια και τώρα είχε γυρίσει φορτωμένη με αυτά. Χωρίς να καταλάβει ότι εγώ τόση ώρα κοιμόμουν δε μου είπε τίποτα και συνέχισα τη μέρα μου χωρίς φωνές και καβγάδες.

Το απόγευμα θα έβγαινα με την παρέα μου. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα και πολύ όρεξη. Το έβλεπα πιο πολύ σαν κάτι που έπρεπε να κάνω. Τέλος πάντων, με τα πολλά και με τα λίγα, πήγα.

Βγήκαμε, διασκεδάσαμε και περάσαμε όλοι υπέροχα- δηλαδή σχεδόν όλοι. Εμένα κάτι μου έλειπε... Λίγη δράση, λίγο μυστήριο στη ζωή μου... Ο Harry και ο Liam που ακόμη και τελείως διαφορετικοι χαρακτήρες κατάφεραν να με προσελκύσουν και οι δύο με τελείως διαφορετικό τρόπο...

Σκέφτηκα για λίγο τον πατέρα μου... Μου έλειπε κι αυτός. Πάντα ένιωθα μια σιγουριά όταν ήμουν μαζί του, μια ασφάλεια. Σαν αυτός ο άνθρωπος να ήταν πάντα εκεί για μένα, σαν να με προστάτευε κάθε φορά που τον χρειαζόμουν κι ας μην καταλάβαινα αυτή την έννοια όταν ήμουν μικρή. Ο πατέρας μου ήταν ο φύλακας άγγελος μου. Και μια μέρα αυτός ο φύλακας χάθηκε για πάντα... Ξέρω ότι δεν πρόκειται να τα ξανανιώσω ποτέ αυτά τα συναισθήματα και αυτό είναι κάτι που με κάνει να λυπαμαι πολύ...

Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει. Για να πω την αλήθεια, μου άρεζαν οι φθινοπωρινές βροχές. Όλη η παρέα μου- και ειδικά η Νάνσυ- άρχισε να τσιρίζει. Τα αγόρια βέβαια, το έπαιζαν πιο ψύχραιμοι αλλά η βροχή δυνάμωνε και όλοι είχαμε γίνει μούσκεμα. Ευτυχώς, βρήκαμε ένα μαγαζί εκεί κοντά που περπατούσαμε και μπήκαμε μέσα.

Εμένα πάλι δεν με ένοιαζε και πολύ. Ήδη είχα μια άσχημη μέρα, δε θα μου τη χαλούσε η βροχή. Άλλωστε, οι βροχερες μέρες μου θυμίζουν ότι κι ο κόσμος δεν είναι τέλειος και ότι έχει κι αυτός λυπημένες μέρες...

Στο καφέ που μπήκαμε μέσα, καθίσαμε για αρκετή ώρα, μιλήσαμε, φάγαμε και τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Κανείς δεν είχε παρατηρήσει την μελαγχολία μου ούτε καν η κολλητή μου η Εύα. Όλοι ήταν τόσο απασχολημένοι με τα δικά τους που κανείς δεν μου έδινε σημασία. Κάποιες φορές, έμπαινα κι εγώ στις συζητήσεις τους μόνο και μόνο για να μην καταλάβουν ότι εγώ ταξίδευα αλλού με το μυαλό μου.

Δεν έβρεχε πια κι έτσι όλοι μπορούσαμε να γυρίσουμε σπίτια μας... Αποχαιρετιστηκαμε και φύγαμε. Η παρέα μου είχε περάσει υπέροχα παρόλο που είχε βρέξει. Γενικότερα, ήταν μια αισιόδοξη παρέα, τίποτα δεν μπορούσε να την πτωησει... Ούτε καν μια μικρή βροχουλα.

Η επόμενη μέρα ήλπιζα ότι θα ήταν μια καλύτερη μέρα χωρίς βροχή, χωρίς θλιβερές αναμνήσεις...

.............................................
Λοιπόν, πως σας φάνηκε? Μέχρι τώρα είδαμε την Ναταλία να αναρωτιέται μόνο για τον Liam και τον Harry, όμως, τώρα την είδαμε να αναρωτιέται για κάτι τελείως διαφορετικό. Για την ίδια τη ζωή και τις δικές της αναμνήσεις από τον πατέρα της. Βλέπετε, λοιπόν, η Ναταλία είναι ένα κορίτσι με βάθος που όμως δε θέλει να το δείξει προς τα έξω.

Συγγνώμη αν σας κούρασα αλλά πραγματικά μ αρέσει να αναλύω τους χαρακτήρες. Ελπίζω να μην ήταν πολύ βαρετό ή πολύ δραματικό και συγνώμη αν άργησα να ανεβάσω. I love you!

Guardian AngelWhere stories live. Discover now