Κεφάλαιο 9

6.9K 595 35
                                    


Τί νύχτα και αυτή στ' αλήθεια! Είχε γνωρίσει πράγματι έναν υπέροχο άντρα, μα η γνωστή επιφυλακτική της φύση την είχε εμποδίσει για άλλη μια φορά ν' αφεθεί έστω και λίγο στην αγκαλιά του. Μήπως είχε βιαστεί να πάρει απόφαση; Μήπως είχε βιαστεί να τον διώξει, να τον καταδικάσει χωρίς να του δώσει άλλη μια ευκαιρία; Ίσως, αν δεν είχε δει τον Αλέξη, ίσως τότε να μπορούσε ν' αφεθεί όπως πραγματικά ήθελε, ίσως να είχε συνεχίσει αυτή την σχέση που τώρα είχε καταδικάσει από την αρχή της. Να πάρει Νεφέλη! Γιατί βιάζεσαι πάντα, γιατί δεν προσπαθείς, γιατί δεν δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία; σκεφτόταν αγανακτισμένη με τον εαυτό της, που δεν συμβιβαζόταν, που δεν ήθελε τίποτε λιγότερο από το δυνατό πάθος που έφερνε η αγάπη της για τον Αλέξη....

Στριφογύριζε ανήσυχη στο κρεβάτι της, χωρίς να μπορεί να κλείσει μάτι, χωρίς να μπορεί να ηρεμήσει την ανήσυχη ψυχή της, που για άλλη μια φορά ίσως είχε κλείσει την πόρτα στην ευτυχία....Μα από την άλλη, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, όταν γνώριζε τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον άνθρωπο μπροστά στο πάθος της αγάπης. Πώς μπορούσε να αρνηθεί την δύναμη και τη διαχρονικότητά τους μπροστά σ'εκείνο του περιστασιακού πάθους; Ποιος μπορούσε να ισχυρισθεί πως οι σχέσεις μιας εβδομάδας ή ακόμη και μιας νύχτας, όσες και αν είναι αυτές, μπορούν να καλύψουν τα κενά που αφήνει η δίψα για πραγματική, αληθινή αγάπη, εκείνη που ταυτόχρονα μιλάει και στην ψυχή πέρα από το σώμα...Κανείς που έχει αγαπήσει, κανείς! έλεγε και ξανάλεγε εκείνη η αυθάδικη φωνή μέσα της δικαιολογώντας της κάθε αδυναμία....

Σηκώθηκε μην μπορώντας πια να κοιμηθεί και στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα, όπου μπροστά της απλωνόταν σαν χαλί όλη σχεδόν η πόλη της Σκιάθου. Με τα χιλιάδες πολύχρωμα φώτα να στραφταλίζουν σαν ζωηρές πυγολαμπίδες πάνω στα ήρεμα νερά, έμοιαζε σαν εικόνα από παραμύθι! σκέφτηκε ονειροπόλα και αναστέναξε υποκλεινόμενη στην ομορφιά της νυχτερινής φύσης. Ένιωσε το απαλό αεράκι πάνω στο καυτό της πρόσωπο και αφουγκράστηκε για λίγο τους ήχους την νύχτας που ήταν λιγοστοί στις τρεις η ώρα το πρωί. Ενα τριζόνι, ο παφλασμός των κυμάτων, το θρόισμα των δέντρων και αραιά και πού μερικές φωνές από τουρίστες να διαταράσσουν σιγανά την ατμόσφαιρα....Χμ, μύριζε καλοκαίρι, ω ναι! μουρμούρισε και άφησε την απαλή μελωδία που έπαιζε στο κινητό της να την συνεπάρει...

Ωστόσο, κάτι ανεπαίσθητα της χαλούσε την όμορφη αρμονία, κάτι που ακουγόταν πολύ κοντά μα δεν μπορούσε όσο και αν προσπαθούσε να προσδιορίσει....Μα, τί στην ευχή ήταν λοιπόν; αναρωτήθηκε και γύρισε προς το δωμάτιο προσπαθώντας να καταλάβει. Μα όταν άρχισε πια να υποψιάζεται....έμεινε ακίνητη να ταλαντεύεται αν έπρεπε να δει ποιος ήταν έξω και της χτυπούσε την πόρτα. Πλησίασε διστακτική το θυροτηλέφωνο που -ευτυχώς για εκείνη- ο σπιτονοικοκύρης της είχε προνοήσει να έχει και κάμερα και κοίταξε τρομαγμένη για το ποιος θα μπορούσε να ήταν τέτοια ώρα. Μα έμεινε στήλη άλατος να κοιτάζει τον άντρα που περίμενε υπομονετικά μια κίνησή της.

Τα Καλοκαίρια της καρδιάς μου...Where stories live. Discover now