Κεφάλαιο 17

5.1K 435 24
                                    

Στριφογύριζε δαιμονισμένα στο κρεβάτι του ανήμπορος να κοιμηθεί μετά από την ένταση των σημερινών γεγονότων και ένιωθε έτοιμος να εκραγεί στην ιδέα και μόνο πως η Νεφέλη κοιμόταν στο διπλανό  δωμάτιο..."Τόσο κοντά....δεν γίνεται!"....μονολόγησε και πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος καθώς το σώμα του τον πρόδιδε ξαφνικά.

Τώρα μάλιστα! Όταν σε χρειάζομαι είσαι κοιμισμένος και τώρα, που δεν θέλω, εσύ ξυπνάς! Α, δεν θα τα πάμε καλά φιλαράκο, καθόλου καλά, σου το λέω!...σκέφτηκε τώρα κοιτώντας κάποιο συγκεκριμένο σημείο στο κάτω μέρος του κορμιού του αγανακτισμένος.

"Ωρα για μπάνιο  φιλαράκο!" κάγχασε ειρωνικά  όταν ένας δυνατός ξαφνικός θόρυβος, σαν πράγματα που σπάνε, διέκοψε την ροή των σκέψεών του και έκανε την καρδιά του να παγώσει.

"Νεφέλη! " Ξεχύθηκε σαν τον σίφουνα να δει τί συμβαίνει! Μονάχα να μην είναι κανείς μέσα, μονάχα ο Διονυσίου να μην προχώρησε τόσο πολύ γιατί δεν ήξερε και ο ίδιος μέχρι πού μπορούσε να φτάσει!

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του δωματίου της Νεφέλης έτοιμος για όλα, περιμένοντας να δει κάτι ανησυχητικό, έτοιμος να επέμβει σε οτιδήποτε προέκυπτε, μα αντ'αυτού όλα έμοιαζαν γαλήνια, ήσυχα και απόλυτα φυσιολογικά σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Σαν ραντάρ, σάρωσε με το βλέμμα του όλο το δωμάτιο απ'άκρη σ'άκρη, εστιάζοντας κυρίως πίσω ή δίπλα απ'τα μεγάλα έπιπλα μήπως και κάποιος κρυβόταν εκεί, μα και πάλι, τίποτε μή φυσιολογικό, τίποτε περίεργο δεν φαινόταν....

Το αντίθετο, η Νεφέλη, κοιμόταν ακόμη ήσυχα στο κρεβάτι της, σε μια στάση που φανέρωνε πως τίποτε δεν μπορούσε να χαλάσει την βαθύ της ύπνο. Δίπλα της ωστόσο, πάνω στο κομοδίνο, ένα ποτήρι με νερό είχε πέσει στο πλάι και το περιεχόμενό του είχε χυθεί ανενόχλητα κάτω στο πάτωμα, όπου επίσης, σπασμένο σε χίλια κομμάτια βρισκόταν ένα αρκετά μεγάλο, κρυστάλλινο προφανώς διακοσμητικό και μια ξύλινη κορνίζα με την φωτογραφία της Μελίνας και της Νεφέλης αγκαλιασμένες....

"Χμ, ώστε εσύ ήσουν που έκανες το σαματά!" μονολόγησε κοιτώντας τρυφερά τη Νεφέλη, που κοιμόταν ακόμη γαλήνια θαρρείς και ήταν μικρό αθώο παιδί. Με το ένα χέρι τεντωμένο προς το κομοδίνο, ν'απέχει ελάχιστα από το άδειο πια ποτήρι, το άλλο, ψηλά πάνω από το κεφάλι της, ακουμπισμένο στο μαξιλάρι και το πόδι ελαφρά λυγισμένο, ήταν ολοφάνερο πως ήταν αρκετά χαλαρή και τίποτε δεν ενοχλούσε τον δικό της ύπνο....Σ'αντίθεση με εκείνον, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα!....κάγχασε ειρωνικά και έψαξε με το βλέμμα του να βρει κάπου να καθίσει.

Τα Καλοκαίρια της καρδιάς μου...Where stories live. Discover now