Κεφάλαιο 4: Πώς να επικοινωνήσετε με τους νεκρούς (μέρος 4)

439 83 90
                                    



«Αυτή είναι! Είναι εδώ». Ο Κάι ξεσπά σε ζητωκραυγές. «Ναι, ναι και πάλι ναι, που να πάρει!»

«Χιιιι, σουτ! Σουτ, ανάθεμα σε!», τον μαλώνει η Εστέλλα που δαγκώνει μανιωδώς τα χείλη της. «Τρελάθηκες; Θες να μας ακούσει ο Ίστμαν και οι άλλοι; Θες να μας πάνε στην Κονστάνς σε συσκευασία δώρου; Πιο σιγά!»

«Δίκιο έχεις τώρα εσύ», ο Κάι Γκρίνγουντ προσπαθεί να πάει με τα νερά της Εστέλλα Ρότζερς, μα αποτυγχάνει οικτρά, όταν προσθέτει: «Αλλά ποιος την χέζει τώρα την Κονστάνς; Η Μία είναι εδώ!»

«Αλλά...», λέω διστάζοντας. «Είναι στ' αλήθεια αυτή;» Μια αχτίδα ελπίδας επανεμφανίζεται στην καρδιά μου. Είναι η αδερφή μου εδώ; Τολμώ να το πιστέψω;

«Ποιος άλλος να 'ναι;», αναρωτιέται η Νιβ. «Ο Πάτρικ Σουέιζι*

«Εδώ», η Εστέλλα νεύει προς το γυάλινο πιόνι που βρίσκεται ανάμεσά μας. «Γιατί δεν ρωτάς την ίδια; Εμένα, πάντως, μου φαίνεται παραπάνω από πρόθυμη για συζήτηση».

Ακολουθώντας την προτροπή της, αγγίζω την κρύα ράχη του ποτηριού με τον δείκτη μου, και απευθύνω σιωπηλά την ερώτησή μου. Είσαι πράγματι η Μία; Η δική μου Μία;

Κάτω από το δάχτυλο μου, το ποτηράκι κλωτσά και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο προσγειώνεται στο επάνω μέρος του ταμπλό. Ναι.

«Ω», λέω με έναν λυγμό, οι ώμοι μου καμπουριάζουν και όλες μου οι άμυνες ισοπεδώνονται. «Ω, Μία δεν το πιστεύω! Νό-νόμιζα ότι δεν θα σου μιλούσα ποτέ ξανά, και τώρα είσαι εδώ! Θεέ μου, έχω τόσα πολλά να σου πω και δεν ξέρω καν από πού να αρχίσω. Νιώθω τόσο χαμένη μακριά σου, και η μαμά και ο μπαμπάς συμπεριφέρονται τόσο απόμακρα και-». Ξαφνικά σταματώ, βάζω φρένο στην λογοδιάρροια μου και αποφασίζω να επικεντρωθώ στο πιο σημαντικό απ' όλα: «Μία», λέω απαλά. «Σε αγαπώ και μου λείπεις απελπιστικά πολύ».

«Και μ' ένα μου λείπεις», παραδέχεται ο Κάι.

«Σε όλους μας», συγκατανεύει η Εστέλλα.

«Εμένα όχι», ομολογεί ψυχρά η Νιβ. «Συγγνώμη», απαντά στα επικριτικά μας βλέμματα. «Μα είν' η αλήθεια».

«Εσύ απλά σκάσε», την συμβουλεύει ο Τζέηκ και της ξανά-σκεπάζει το στόμα. «Καταστρέφεις την στιγμή».

«Τι έγινε εκείνο το βράδυ;», ρωτάω την αδερφή μου. «Έχεις ιδέα; Γιατί εμείς έχουμε μαύρα μεσάνυχτα. Θυμάμαι ότι εγώ... εγώ ανέβηκα επάνω, στην σοφίτα, και σε βρήκα να σπαρταράς στο πάτωμα, εί-είχες ασπρίσει και ούρλιαζες και...», κάνω μια ένεση ψυχραιμίας στην φωνή μου που τρέμει και δοκιμάζω ξανά: «Θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι, Μία; Υπήρχε κάποιος τρόπος να σε βοηθήσουμε;»

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now