Κεφάλαιο 41

2.2K 189 20
                                    


Δημήτρης

Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ και τα μηνίγγια μου χτυπάνε αλύπητα. Ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία καθώς τα βλέφαρα μου αντιστέκονται και δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα γύρω μου παρά μόνο το απόλυτο σκοτάδι. Πάω να τα τρίψω με τα χέρια μου, μπας και ξεδιαλύνει η όραση μου, όμως διαπιστώνω ότι είναι δεμένα με χειροπέδες. Έντρομος πάω να σηκωθώ αλλά δεν μπορώ μιας και τα πόδια μου είναι αλυσοδεμένα, οπότε μένω καθιστός στο πάτωμα.

Τι μου συμβαίνει γαμώτο;; Που βρίσκομαι;; Πως βρέθηκα εδώ πέρα;; Προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε αλλά το απόλυτο κενό επικρατεί στο μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να κοιτάω προς το διαμέρισμα μου και να σκέφτομαι την Ελπίδα. Από εκεί και έπειτα όλα είναι μαύρα, σαν να διακτινίστηκα από την μια στιγμή στην άλλη σ' αυτό το σκοτεινό δωμάτιο.

Τα μάτια μου έχουν αρχίσει να συνηθίζουν σιγά σιγά στο σκοτάδι και περιεργάζομαι τον χώρο μπας και καταλάβω κάτι. Με λύπη μου διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο τέσσερις τοίχοι και μια πόρτα στην άλλη άκρη. Φυσικά δεν πιστεύω ούτε για ένα λεπτό ότι θα είναι ξεκλείδωτη, οπότε οι πιθανότητες να το σκάσω από εδώ πέρα στην κατάσταση μου είναι μηδαμινές.

Ένας ήχος μου αποσπάει την προσοχή και προσπαθώ να καταλάβω από που προέρχεται. Ακούω βήματα να πλησιάζουν και διακρίνω ξεκάθαρα φωνές που δυναμώνουν όλο και πιο πολύ.

«Αφήστε με ρε τσογλάνια! Που με πάτε;» Αυτή είναι η φωνή του Jack, είμαι σίγουρος.

«Προχώρα και μην μιλάς!» του απαντάει ο άλλος και βλέπω να ανοίγει την πόρτα και να τον πετάει μέσα. Πριν προλάβω να δω το πρόσωπο του φεύγει και ξανακλειδώνει, αφήνοντας μας φυλακισμένους σε ένα κελί μόνο για μας!

«Jack, πως σ' έφεραν εδώ; Τους είδες; Ξέρεις που είμαστε;» τον ρωτάω αμέσως μπας και λυθούν οι απορίες που με τρώνε.

«Μου επιτέθηκαν τρεις μαυροφόροι την ώρα που έμπαινα στην πολυκατοικία μου. Τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα, οπότε δεν είδα τίποτα άλλο παρά μόνο τη σχισμή των ματιών τους. Μου πέρασαν χειροπέδες, με έβαλαν μέσα σ' ένα mini van και μου έκλεισαν τα μάτια με ένα μαντήλι για να μην βλέπω την διαδρομή. Το αφαίρεσαν μόνο όταν είχαμε φτάσει στον διάδρομο που οδηγούσε σ' αυτό το δωμάτιο.» μου εξηγεί. «Κι εσύ τα ίδια έπαθες;» με ρωτάει στο τέλος.

«Δεν έχω ιδέα! Εμένα μάλλον θα μου δώσανε να μυρίσω κανένα αναισθητικό γιατί πριν από λίγο ανέκτησα τις αισθήσεις μου.»

Διπλός ΠειρασμόςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang