Chapter 1 - Όταν λύκος δεν είναι εδω

587 55 17
                                    

Περπατάω στο δάσος με την Άννα και την Βίκυ γιατί είχαν την φαεινή ιδέα να πάμε και να πουμε τρομακτικές ιστορίες εκεί, επειδή δεν πάει κανείς σ'αυτό το μέρος λόγο του μύθου του <λυκάνθρωπου>. Είναι απαγορευμένη περιοχή ιδικά μετά την δύση του ηλίου. Εμείς φυσικά θα πάμε μετά από αυτήν.

-Χαλάρωσε λίγο Έμμα δεν θα πάθουμε και τίποτα. Αν δούμε και τον λύκο δώσουμε κάνα κόκαλο, μου λέει η Άννα γελοντας καθώς ανεβαίναμε έναν λόφο.

Η ώρα είναι 23:00 ενώ το σακίδιο μου έχει πολλά πράγματα και δυσκολεύομαι να περπατήσω. Σκέφτομαι την εργασία που πρέπει να πάω στο κολλέγιο και ότι αν δεν ξυπνήσω νωρίς δεν θα προλάβω, αλλά αν παραπονεθώ στα κορίτσια θα με βρίζουν. Αλλοστε τι μπορεί να γίνει;

Περάσαμε τον δρόμο και φτάσαμε σ'ένα φράχτη, πετάξαμε τις τσάντες από την άλλη μεριά και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε. Ήταν πιο εύκολο απ'ότι νομιζα. Το δάσος είναι γεμάτο δέντρα, εύκολα χάνεσαι εκεί μέσα.

Τελικά δεν είναι τόσο άσχημα. Καθίσαμε πάνω σε κάτι βράχους, κοντά σε ένα ρυάκι, είχε δροσιά και το μόνο που ακούγονταν ήταν το θρόισμα των φύλλων και τα τρεχουμενα νερά.

-Ο μπαμπάς μου θα με σκοτώσει αν τιχον και μάθει πως ήρθαμε εδώ, είπα γελοντας μαζί με τα κορίτσια, αφού είχαμε πιει σχεδόν όλες τις μπύρες που είχαμε φέρει.

Επί την ευκαιρία ο πατέρας μου είναι αστυνομικός και δουλεύει στην υπόθεση για τον λυκάνθρωπο, είναι κάτι σαν κυνηγός για πράγματα που ενοχλούν τους κατοίκους της περιοχής, λογικά.

Ξαφνικά ακούμε μια κραυγή λύκου, κοιταχτηκαμε έντρομες και ταυτοχρόνως κάτι άντρες να φωνάζουν:

-Αστυνομία, μείνετε ακηνιτοι!!,. ήταν πίσω μας και μόλις είχαν ανοίξει την πόρτα του φράχτη.

Η Βίκυ προτείνει να τρέξουμε, δεν έχουμε άλλη επιλογή και αρχίζουμε να τρέχουμε. Γλυστραω σ'ένα βράχο, σκίζω το γόνατο μου, με κοιτάει η Άννα και με ρωτάει:

- Έμμα είσαι καλά; μα κάνω πως δεν έγινε τίποτα και άρχισα να τρέχω με το σακίδιο στην πλάτη.

Έρχονται προς το μέρος μας και πρέπει να πάμε πιο βαθιά στο δάσος. Εκεί που τρέχουμε με ελιγκιοδης ταχύτητα λέω στα κορίτσια μια ιδέα:

- Κορίτσια θα κρυφτούμε εδώ και όταν περάσουν μπροστά μας θα αρχίσουμε να τρέχουμε προς την πόρτα του φράχτη, έγινε; τους ρωτάω και μου απαντούν με ένα νεύμα θετικό αλλά τρομαγμένο.

Τους ακούμε να φωνάζουν και να περνάνε μπροστά μας, ενώ εμείς βγαίναμε απ'την κρυψώνα μας, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς τον φράχτη.

Έχω μείνει λίγο πίσω λόγο του γόνατου μου. Φτάνω επιτέλους στο δρόμο αλλά μέσα στον πανικό μου δεν είδα το αυτοκίνητο που έρχονταν. Εκεί που το αντικρίζω κατάματα ένα χέρι με τραβάει απο το δρόμο και μια αντρική φωνή ακούστηκε:

- Πρόσεξε!! μου φάνηκε γνωστή.

-Τζον!;;;

<Μια μικρή παρένθεση😯>
Όταν ειμουν 7, θυμάμαι που έτρωγα τα δημητριακά μου και είδα απ'το παράθυρο στο απέναντι διαμέρισμα ένα ασημί αμάξι και από μέσα να βγαίνει μια κυρία με ένα αγοράκι.

- Μαμά, μαμά κοίτα! της είπα δείχνοντας το παράθυρο.

- Ναι Έμμα ειναι οι καινούργιοι γειτονιές, η κυρία Τζέσικα με τον γιο της τον Τζον που είναι 9 χρόνων. Θα τον γνωρίσεις μην ανησυχείς.

Με τον Τζον είμασταν κολλητοί, κάθε μέρα βρίσκονταν μέχρι να γίνει 16. Μετά δεν ξέρω, σαν να άρχιζε να με αποφεύγει. Μάλλον επειδή είμουν μικρότερη, νιάνιαρο. Είχα να τον δω σχεδόν 5 χρόνια. Από τότε είχα να εμπιστευτώ κάποιον, μετά γνώρισα την Άννα και την Βίκυ.

Γειά σας!!!😝Είναι η πρώτη μου ιστορία με λυκάνθρωπους και γενικότερα η πρώτη μου ιστορία στο wp γι'αυτό ελπίζω να βγει καλή και να σας αρέσει🤣. Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!!!
Φιλούρες σε όλους😘😘😘

My WolfWhere stories live. Discover now