Chapter 5 - Αντε πάλι

236 33 17
                                    

Βάφτηκα και έβαλα ένα πολύχρωμο φόρεμα. Τα μελαχρινά, μπούκλες μαλλιά μου έπεφταν στους ώμους μου.

Ακούστηκε ένα κορνάρισμα. Αυτός ήταν με ένα μαύρο αυτοκίνητο.

-Φεύγω! είπα βιαστικά στον πατέρα μου αλλά αμφιβάλλω αν με άκουσε γιατί έβλεπε έναν αγώνα.

Καθόταν έξω απ' το αμάξι του και φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο με ένα τζιν.

-Γειά σου μικρή.
Του ανταπόδοσα με ένα χαμόγελο και άνοιξε τη πορτα του αυτοκινήτου του. Μπήκε και αυτός και άρχισε να οδηγάει.

-Είσαι πολλή όμορφη.

-Ευχαριστώ. Και 'συ επιτέλους φοράς μπλούζα, είπα και γελάσαμε.

Φτάσαμε στο μαγαζί. Ένα μικρό αλλά ωραίο εστιατόριο με όμορφο φωτισμό και φυτά. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχα ξαναπάει εκεί ποτέ.

Κάτσαμε σε ένα τραπέζι έξω. Μετά από λίγο ήρθε η σερβιτόρα.

-Τι θα παραγγείλετε; μας ρώτησε και γλυκοκοίταζε τον Τζον.

Τα νεύρα μου. Καλά τι έπαθα, ζηλεύω και όλας;

Το φαγητό ήταν πολλή καλό όπως και ο Τζον. Λέγαμε για διάφορα πράγματα, μερικές συζητήσεις μου θύμιζαν τον μικρό Τζον που ήξερα. Τώρα όμως μεγαλωσε και πολύ φοβάμαι ότι τα συναισθήματα μου έχουν αλλάξει πια. Νιώθω να τον ερωτεύομαι.

Η ώρα πέρασε και φύγαμε. Πάρκαρε έξω απ' το σπίτι μου.

-Περασα τέλεια απόψε. μου είπε χαρούμενος.

-Και εγώ! Καιρό είχα να περάσω έτσι. απάντησα και χαμογέλασα.

Σε μια στιγμή τον κοίταγα και με κοίταγε. Τα μάτια μας καρφώθηκαν μεταξύ τους, έπειτα ακολούθησε μια σιωπή. Ήρθε τόσο κοντά στο πρόσωπο μου που ένιωθα την ανάσα του. Μετά έκανε μια κίνηση να με φιλήσει αλλά τραβήχτηκε.

Νιώθω σαν κουτάβι που του πήραν το φαΐ. Τον κοιτάω με ένα μπερδεμένο βλέμμα.

-Συγνώμη Έμμα, εγώ φταίω πρέπει να μείνεις μακριά μου.

Φαινόταν φοβισμένος και ντροπιασμένος. Μπήκε στο αμάξι του και έφυγε.

Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού και μπήκα μέσα. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπο μου. Γιατί πάλι; Γιατί με πληγώνει πάλι; Δηλαδή τελείωσε;

Την νύχτα ξύπνησα πάλι με ουρλιαχτά. Από τότε που σταμάτησα να κάνω παρέα με τον Τζον, για κάποιο λόγο βλέπω συνέχεια εφιάλτες.
Ο Ράιαν πήγε και μου έφερε λίγο νερό.

Την επόμενη μέρα έσερναν τα πόδια μου απ' την νύστα. Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Στο καθρέφτη είδα τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου και έβαλα λίγο make up και έφυγα για το κολλέγιο.

Το μάθημα τελείωσε και περπατούσα με την παρέα μου στον διάδρομο.

-Μιάς που λείπουν οι δικοί μου, θέλετε να έρθετε σπίτι μου να αράξουμε; πρότεινε ο Ντάνιελ.

Ο Ντάνιελ μένει σε μια τεράστια έπαυλη με τεράστια κρεβατοκάμαρα. Λοιπόν ναι είχα κοιμηθεί μια φορά μαζί του και μου 'χε δίνει όλο το σπίτι.

Αποφασίσαμε να πάμε. Ψήσαμε τοστ και αγοράσαμε μπύρες για να πιούμε μπροστά στην πισίνα. Ο Ντάνιελ και ο Όλιβερ (ένα αγόρι απ' την παρέα) βούτηξαν με τα ρούχα στο νερό γιατί είχε ανυπόφορη ζέστη.

Δεν ένιωσα καλά, μάλλον ζαλίστηκα από τον ήλιο και είπα πως πάω στο μπάνιο.

Πήγα στα δωμάτια του άλλου ορόφου που ήταν και η τουαλέτα αλλοστε. Μπήκα μέσα και έρηξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου.

Άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Ήταν ο Ντάνιελ φυσικά.

-Ωραια είχαμε περάσει εδώ εε;

-Δεν έχω όρεξη σήμερα, είπα.

Με κόλλησε στον τοίχο και προσπάθησε να με φιλήσει.

-Άσε με Ντάνιελ !!

Ακούστηκε να έρχεται κάποιος. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα απότομα.

-Τζον; μα τι κάνει εδώ αυτός. Καλά που ήρθε δηλαδή.

Με άρπαξε και κατεβήκαμε κάτω. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που όπως κανένας άλλος ούτε καν εγώ δεν κατάλαβα τι έγινε.

Με έβαλε στο αυτοκίνητο του και οδηγούσε προς το σπίτι του.

My WolfWhere stories live. Discover now