Chapter 3 - Μην έρχεσαι κοντά

253 38 17
                                    

Μόλις κατέβηκα έναν λόφο για να πάω στην πόλη, ήταν πολλή πρωί και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Σκέφτομαι αν με αναζήτησε κανείς. Ελέγχω το κινητό μου και φυσικά δεν έχω μπαταρία. Ο μπαμπάς θα έχει πάρει σίγουρα. Υπέροχα!!!😒

Θυμήθηκα ότι η Άννα μένει μόνη της γιατί είχε έρθει στην πολλή για το κολλέγιο με υποτροφία. Λέω να περάσω από 'κει πρώτα, για να ξέρω πως με κάλυψαν, μην λέω αλλά ντάλα στον πατέρα μου.

Πατάω το κουδούνι, τις ακούω να τρέχουν. Ανοίγουν την πόρτα και με βομβαρδίζουν με ερωτήσεις:

-Έμμα, που ήσουν;
Ποιανού είναι το παντελόνι;
Που κοιμήθηκες;

-Δεν θέλω να το συζητήσω. είπα και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ευτυχώς θα καταλαβαν δεν συνέχισαν. Δεν τους έχω αναφέρει ποτέ για τον Τζον.

-Μας πήρε ο πατέρας σου. μου είπε η Βίκυ.

-Και; Τι είπε;

-Με ρώτησε μήπως ξέρω πού είσαι και γιατί το κινητό σου είναι κλειστό. Του είπα πως θα κοιμηθείς εδώ και πως δεν έχει μπαταρία το κινητό σου.

-Ευχαριστώ πολύ που με κάλυψες. Πάω σπίτι, τα λέμε. Φιλιά!

Βγήκα έξω. Φοβάμαι πως αν έχουν ενημερώσει τον μπαμπά μου για το χθεσινό, που σίγουρα θα το έχουν κάνει, θα γίνει χαμός.

Κλείνω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Η Ρόξι έρχεται καταπάνω μου(ως συνήθως), όμως αυτή τη φορά με μυρίζει με εμμονή και φεύγει. Δεν λέω, μια ζωή περίεργο αυτό το σκυλί, αλλά όχι τόσο πολύ.

Πάω στο σαλόνι, ο μπαμπάς μου βλέπει τηλεόραση στον καναπέ και τρώει ένα σάντουιτς. Εδώ να αναφέρω πως οι γονείς μου είναι χωρισμένοι, εδώ και καιρό. Η μητέρα μου μένει στον Καναδά, με τον καινούργιο της, ενώ εγώ μένω εδώ με τον μπαμπά στην Μοντάνα.

-Έμαθες τι έγινε χτες στο δάσος; με ρώτησε κοφτά.

Αμαν! Μπαίνει αμέσως στο θέμα;

-Εεε...Ναι κάτι άκουσα. είπα και πήγα να ανέβω κατευθείαν στο δωμάτιο μου.

-Έμμα, κουτσαίνεις;

-Οχι! Η ιδέα σου.

-Για ελα 'δω.
Σταμάτησα στην σκάλα και μου σήκωσε την φόρμα μέχρι το γόνατο.

-Ωστε εσείς είσασταν εχτές! Το φαντάστηκα. Βρήκαμε λίγο αίμα σε έναν βράχο.

Κατέβασα το κεφάλι μου. Δεν μίλησα γιατί θα τα 'κανα χειρότερα, ούτως ή άλλως δεν ήξερα τι να πω.

-Δεν περίμενα τόση ανωριμότητα από εσένα Έμμα. Πραγματικά!Ξέρεις ότι είναι επικίνδυνα εκεί πέρα μ' αυτό το πλάσμα, στο χώρο πει 100 φορές.

-Δεν πάμε ποτέ στο δάσος.... είπε και συνέχισα εγώ.

-.....ειδικά μετά την δύση του ήλιου, το ξέρω το ξέρω. Ζήτω συγγνώμη.

-Εισαι η μόνη οικογένεια που μου έχει μείνει, ότι πάθεις εσύ θα πάθω και εγώ. Θες να γίνει κάτι και να τρέχουμε;

-Όχι. είπα, τον αγκάλιασα και έφτασα επιτέλους στο δωμάτιο μου.

Είχα πετάξει την φόρμα στο πάτωμα και η Ρόξι την μύριζε με μανία.

-Ρόξι, έλα δω. της φώναξα.
Πάντα έρχεται όταν την φωνάζω. Δεν ξέρω τι την έπιασε. Ξαφνικά έρχεται προς εμένα και με κοιτάει επίμονα.
Αργότερα φεύγει γαβγίζοντας.

-Τι έχεις πάθει Ρόξι σήμερα; αναρωτιέμαι ενώ φεύγει.

Η ώρα πήγε 02:27. Καθώς κοιτάζω την φόρμα του Τζον, θυμάμαι και παράλληλα σκέφτομαι για το τέλος της φιλίας μας.

Τρέχαμε στο δάσος, όταν δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Είχε βραδιάσει και οι γονείς μας είχαν ανάψει φωτιά για ψήσουν σε ένα σημείο χωρίς πολλά φύλλα και δέντρα. Μετά σταμάτησε να τρέχει. Μα τι έγινε;

-Τζον, τι έπαθες; είπα καθώς τον πλησίαζα.

-Μην έρχεσαι κοντά, φύγε!Φύγε!!!
Μου έλεγε και έτρεξε προς το δάσος.

Έτσι τελείωσε η φιλία μας, δεν τον είχα ξαναδεί από τοτε. Ήταν η τελευταία φορά που μου μίλησε...

My WolfWhere stories live. Discover now