Chapter 2 - Μου έλειψες πάντως

294 43 21
                                    

Τον κοίταξα αλλά δεν είπα τίποτα. Στο μυαλό μου περνούσαν αμέτρητες αναμνήσεις από τότε που είμασταν παιδιά. Έχει αλλάξει πολύ, είναι πολλή γυμνασμένος και όμορφος. Όμως είναι αργά και πρέπει να βιαστώ να πάω στο σπίτι.

-Εχεις μεγάλο σκισημο στο γόνατο, μπορεί να πάθεις κατι. Το σπίτι μου ειναι, να εκεί, αν θες μπορείς να έρθεις.

Πλάκα μου κάνεις τώρα, αυτό το ξύλινο σπιτάκι, το μόνο κοντά στο δάσος είναι του Τζον;

-Εντάξει, του λέω χωρίς να έχω άλλη επιλογή.

Πάω να πατήσω το πόδι μου μα ένα πνυχτό ουρλιαχτό ξεπρόβαλε από μέσα μου.

-Περίμενε να σε βοηθήσω, μου λέει αμέσως και με πέρνει στα μπρατζομένα χέρια του .

Ήταν πολύ κοντά. Ανεβαίνουμε τα έξω σκαλια, μπαίνουμε μέσα και με ακουμπάει στον καναπέ του. Αν και φαίνεται μικρό το σπίτι του έχει πολλά έπιπλα, όχι πολύ διακοσμημένα. Φαίνεται η διακόσμηση είναι η τελευταία που τον ένοιαζε .

-Έχεις σκύλο;; ρώτησα αυθόρμητα.

-Όχι, γιατί ρωτάς;;

-Μου μυρίζει σαν να υπήρχε κάποιος σκύλος εδώ.....το ξέρω απ'την Ρόξι.

Η Ρόξι είναι το σκυλάκι μου, ράτσας Akita, νομίζω

-Αα ναι την θυμάμαι!.

Πήγε προς το μπάνιο για να μου φέρει βαμβάκι και οινόπνευμα. Γονάτισε και είδε την πληγή που είχε λερώσει το παντελόνι μου.

-Πρέπει να βγάλεις το τζιν σου.

Θεέ μου, δεν το πιστεύω. Αρχίζω να το κατεβάζω και εκείνος προσπάθησε να μην δώσει σημασία. Ήταν πολύ σοβαρός, κοίταγε μόνο και μόνο την πληγή. Ενώ έβαζε το βαμβάκι για να καθαρίσει το τραύμα, εγώ βούρκωσα. Μου 'χε φέρει και μια κουβέρτα.

Τον κοίταγα όλη την ώρα, ξαφνικά το βλέμμα του γύρισε προς εμένα.

-Μην κάνεις έτσι μικρή μου, έτσι με φώναζε παλιά. Έρχονταν και άλλες αναμνήσεις. Δεν μπορούσα να κρατηθώ, ένα δάκρυ κύλησε απ' το μάτι μου.

-Τόσο πολλή σε πονάει;; με ρώτησε.

Δεν πήρε απάντηση και κατάλαβε πως για άλλο λόγο δάκρυζα.

-Όλα ντάξει τώρα, λέει χαμογελώντας μου ενώ σηκώνεται. Οι κοιλιακοί του μου τραβάνε την προσοχή.

-Γιατί;; τον ρώτησα.

Ναι φυσικά και θα τον ρώταγα. Θέλω εξηγήσεις, δεν κατάλαβα!;
Εκείνη την στιγμή όμως χτυπάει το κινητό μου. Γαμωτο και έχω αυτόν τον χαζό ήχο κλήσης. Είναι η Άννα:

-Ναι, Άννα;

-Που διάολο είσαι ρε Έμμα;;

-Κάλυψέ με πλιζζζ. Θα σου εξηγήσω τι πρωί. Της το 'κλησα.

-Πάω μέσα, αν θες κάτι πές μου.

Έφυγε και έκλεισε την πόρτα του δωματίου. Είμαι με το βρακί στο σπίτι του Τζον, δίπλα στο δάσος, ενώ με κυνηγά η αστυνομία. Χειρότερα δεν υπάρχει!!!

Απλόθηκα στον καναπέ και αποκοιμήθηκα.

Μια μυρωδιά φαγητού με ξύπνησε και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα του.

-Καλημέρα, του είπα. Μόλις θυμήθηκα πως δεν φοράω παντελόνι. Πριν προλάβω να του πω κάτι λέει:

-Μην ανησυχείς, είναι σαν να φορας μαγιό είναι. Σ' έχω ξαναδεί.

-Ναι όταν είμαστε 10!!

-Ο καιρός πέρασε και 'σύ ακόμα γκρινιάζεις. Περίμενε να σου φέρω μια φόρμα μου.

Και αυτός είναι ακόμα χαζός!! Δεν μίλησα. Θα έτρωγα, θα 'βαζα την φόρμα και θα έφευγα.

Μετά από λίγο ήρθε με μια μαύρη φόρμα στα μυοδης χέρια του και την φόρεσα(αν και ήταν τεράστια γιατί είναι πιο ψηλός απ'εμένα).

-Μήπως θες να σε πετάξω κάπου;; με ρωτά

-Όχι είμαι 'ντάξει.

Σκέφτηκα τα χρόνια που με άφησε μόνη και ήθελα να φύγω το συντομότερο δυνατόν.

Κατευθύνθηκα προς την πόρτα και την άνοιξα.

-Έμμα.....μου είπε κοιτώτνας με και κρατώντας μου το χέρι.

-Ευχαριστώ Τζον για την φιλοξενία και που μ'εσωσες και γενικά για όλα σημερα.

Γυρνάω και ακούω τον Τζον να μου λέει:

-Μου έληψες πάντως Έμμα.

Του ανταποδίδω ένα χαμόγελο. Πέρνω την μερια του δρόμου και πάω σπίτι. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να δακρύζω πάλι.

My WolfWhere stories live. Discover now